Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2018

Συνεντεύξεις για εκπαιδευτικά θέματα



Δύο συνεντεύξεις σχετικές τα συμπεράσματα της μελέτης του ΚΕΦίΜ "Παιδεία: Τι πληρώνουν οι Έλληνες;"

H συνέντευξή μου στις  4 Οκτωβρίου 2018 στη  Χριστίνα Βίδου στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ 


http://www.skai.gr/player/radio/?mmid=312098

και

η συνέντευξή μου στις  5 Οκτωβρίου 2018 στον Μάνο Νιφλή στο ραδιόφωνο του RealFM 97,8

http://www.real.gr/synenteukseis/arthro/-499127/?utm_source=dlvr.it&utm_medium=facebook&utm_campaign=real.gr


Πιστοποιητικά εναντίον ελευθερίας*

Eίναι γνωστό ότι η γραφειοκρατία κοστίζει ακριβά σε πολίτες και επιχειρήσεις και διαβρώνει τους θεσμούς του κράτους δικαίου. Σε κανέναν δεν αρέσει και όλοι στις σχετικές συζητήσεις καταφέρονται εναντίον της. Ο Λούντβιχ Φον Μίζες ήδη από το 1944 στο ομώνυμο βιβλίο του εξήγησε την καταστροφική για τη δημοκρατία και την οικονομία επίδραση της γραφειοκρατίας. Όταν όμως η συζήτηση επικεντρώνεται σε κάποιο ειδικό θέμα αρκετοί είναι αυτοί που επιχειρούν να δικαιολογήσουν τα εμπόδια που θέτει η γραφειοκρατία στην ελεύθερη δράση των πολιτών, χρησιμοποιώντας διάφορες προφάσεις ή δικαιολογίες. Η υπεράσπιση της γραφειοκρατίας μπορεί εύκολα να εξηγηθεί. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνούμε άλλωστε, ότι πίσω από κάθε ανεξήγητη με τους κανόνες της λογικής διοικητική διαδικασία είναι καλά κρυμμένο ένα ειδικό συμφέρον μιας καλά οργανωμένης συντεχνίας (μηχανικών, δικηγόρων, συμβολαιογράφων, ασφαλισμένων στο τάδε ή δείνα ευγενές ταμείο κ.λπ.).
Ας πάρουμε λ.χ. το παράδειγμα της μεταβίβασης ακινήτων.
Για μια απλή μεταβίβαση ενός διαμερίσματος πολυκατοικίας απαιτούνται τα εξής πιστοποιητικά: Αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας, αποδεικτικό ασφαλιστικής ενημερότητας, πιστοποιητικό ΕΝΦΙΑ, πιστοποιητικό περί μη οφειλής ΤΑΠ σε Δήμους, βεβαίωση πολιτικού μηχανικού περί πολεοδομικής νομιμότητας, πιστοποιητικό ενεργειακού επιθεωρητή, πιστοποιητικό από την Εφορία ότι δεν οφείλεται φόρος κληρονομιάς ή δωρεάς (σε περίπτωση που το διαμέρισμα αποκτήθηκε μετά το 1995 από χαριστική αιτία), υπεύθυνη δήλωση ιδιοκτήτη περί πολεοδομικής νομιμότητας του μεταβιβαζόμενου διαμερίσματος, αντίγραφο οικοδομικής άδειας (εάν η οικοδομή είναι μετά το 1983), έγγραφο πολεοδομίας με σφραγίδα περαίωσης διαδικασίας ρύθμισης ακινήτου (ν. 3843/2010) ή βεβαίωση οριστικής υπαγωγής στους νόμους ν. 4178/2013 ή ν. 4495/2017 με τα σχέδια που τη συνοδεύουν (εάν στο διαμέρισμα υπήρχαν πολεοδομικές παραβάσεις που τακτοποιήθηκαν), πιστοποιητικό κτηματογραφούμενου ακινήτου (εάν υπάρχει Κτηματολόγιο). Σίγουρα κάτι θα μου διαφεύγει. Όλα τα παραπάνω έγγραφα απαιτούνται για να μπορεί να μεταβιβασθεί ένα διαμέρισμα πολυκατοικίας. Τα υποχρεωτικά από το νόμο απαιτούμενα πιστοποιητικά  φθάνουν τα είκοσι τρία (23) σε πιο πολύπλοκες μεταβιβάσεις ακινήτων. Οι πολίτες δυσφορούν με αυτή την κατάσταση αλλά δεν αντιδρούν. Στην παθητική αυτή στάση απέναντι στη γραφειοκρατία εντοπίζεται ο μεγαλύτερος κίνδυνος κι αυτός δεν είναι τόσο οι δυσάρεστες οικονομικές επιπτώσεις της όσο η διαβρωτική δράση της στη ζωή των ανθρώπων και στους θεσμούς της πολιτείας. Με άλλα λόγια ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι ο εθισμός στη γραφειοκρατία και η αποδοχή της σαν κάποιο τάχα αναγκαίο κακό στη ζωή μας. Αυτή η αργή αλλά σταθερή προσαρμογή στον παραλογισμό της γραφειοκρατίας δεν είναι τίποτε άλλο παρά αργός, σταθερός και ανεπαίσθητος περιορισμός της προσωπικής μας ελευθερίας έως ότου πάψουμε να είμαστε ελεύθεροι. Κάθε επιπλέον πιστοποιητικό ή βεβαίωση, κάθε νέα διαδικασία, όσο ασήμαντο κι αν φαίνεται, συνιστά ταυτοχρόνως επέκταση του κράτους και περιορισμό της ελευθερίας μας.
Επιστρέφω στο παράδειγμα των ακινήτων. Τα παράλογα πιστοποιητικά για τη μεταβίβαση μιας γκαρσονιέρας στα Καμίνια ή μιας βίλας στο Ψυχικό, μπορεί να περνούν κάτω από τα ευαίσθητα “ραντάρ” των ανησυχιών των φιλελευθέρων, είναι όμως χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πώς η ελευθερία μας ημέρα με την ημέρα περιορίζεται χωρίς να είμαστε σε θέση να το αντιληφθούμε.

* Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο στις 5/10/2018.






Η Εκπαίδευση ως αναπτυξιακό εργαλείο: Μαθήματα από τη διεθνή εμπειρία*

Στην Ελλάδα συχνά η συζήτηση γύρω από τα εκπαιδευτικά ζητήματα και την ακολουθητέα εκπαιδευτική πολιτική περιστρέφεται κυρίως μόνο γύρω από τις μορφωτικές επιπτώσεις της εκπαίδευσης, αγνοώντας μια βασική αλήθεια, ότι αυτή ασκεί άμεση και καθοριστική επίδραση στο σύνολο των θεσμών μιας χώρας (δικαιοσύνη, δημόσια διοίκηση, οικονομία κ.λπ.).
Η παραπάνω μονομερής προσέγγιση εξηγείται κατά κάποιο τρόπο από την σε μεγάλο βαθμό ηγεμονία εδώ και δεκαετίες των ιδεών της κρατικιστικής Αριστεράς στον εκπαιδευτικό διάλογο και από την δυσανεξία της τελευταίας σε κάθε σύνδεση της εκπαίδευσης με την οικονομία. Πάντοτε οι αριθμοί ενοχλούσαν την αριστερή σκέψη.
Η οικονομική επιστήμη μάς διδάσκει όμως ότι η γνώση είναι ένας από τους κυριότερους συντελεστές παραγωγής πόρων. Η εκπαίδευση, συνεπώς, ως ο κυριότερος παραγωγός γνωστικού κεφαλαίου αποτελεί τον κατεξοχήν αναπτυξιακό μοχλό για μια οικονομία.
Ακόμα όμως και όταν διεξάγεται η σχετική συζήτηση με όρους οικονομικούς τείνουμε να επικεντρώνουμε την προσοχή μας στα αδιαμφισβήτητα οφέλη που προκύπτουν για την οικονομία από την κατάργηση τόσο του ανελεύθερου, γραφειοκρατικού και συγκεντρωτικού θεσμικού πλαισίου που διέπει τη λειτουργία των δημοσίων πανεπιστημίων όσο και του κρατικού μονοπωλίου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση υποβαθμίζοντας την πολύ ουσιαστική επίδραση της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας.
Από τη σχετική βιβλιογραφία γνωρίζουμε ότι η βελτίωση της ποιότητας της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης οδηγεί σε σημαντική αύξηση του ΑΕΠ των χωρών. Σύμφωνα λ.χ. με το μοντέλο των Hanushek & Wößmann (2007) η μέση ετήσια αύξηση του ΑΕΠ μιας χώρας υπολογίζεται σε μεσομακροπρόθεσμη βάση περίπου σε 1,2% για κάθε βελτίωση δέκα θέσεων στην κατάταξη της PISA. Η αύξηση αυτή είναι το αποτέλεσμα των θετικών επιπτώσεων της καλύτερης εκπαίδευσης σε τομείς όπως:
α) Το υψηλότερο επίπεδο δεξιοτήτων και άρα παραγωγικότητας του ανθρώπινου κεφαλαίου μιας χώρας.
β) Το καλύτερο επίπεδο υγείας του πληθυσμού. Έρευνες αποδεικνύουν ότι υπάρχει θετική συσχέτιση της καλύτερης εκπαίδευσης με τη μείωση των δαπανών υγείας και του χρόνου απουσίας των εργαζομένων από την παραγωγική διαδικασία.
γ) Η μείωση της εγκληματικότητας, η οποία συνεπάγεται μικρότερες δαπάνες για ασφάλεια και σωφρονισμό, αλλά και ασφαλέστερο επενδυτικό περιβάλλον.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι πώς επιτυγχάνεται βελτίωση της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης, ώστε αντίστοιχα να επέλθουν τα ανάλογα οφέλη στο επίπεδο της ανάπτυξης;
Είναι γεγονός ότι η απλή επέκταση του χρόνου παραμονής στο εκπαιδευτικό σύστημα δεν έχει τόσο σημαντική επίδραση στο επίπεδο της οικονομικής ανάπτυξης μιας χώρας. Αντιθέτως, κρίσιμο για την οικονομική ανάπτυξη είναι το είδος των γνώσεων και των δεξιοτήτων που αποκτούν οι εκπαιδευόμενοι στη διάρκεια της εκπαίδευσής τους. Σε σχέση με αυτό το ζήτημα, σύμφωνα με όλες τις σχετικές εκθέσεις του ΟΟΣΑ, προκύπτει ότι τα επιτυχημένα στις μέρες μας εκπαιδευτικά συστήματα καλλιεργούν τις δεξιότητες οι οποίες αποκαλούνται «δεξιότητες του 21ου αιώνα» και οι οποίες είναι:
α) καινοτομία και δημιουργικότητα,
β) κριτική σκέψη-επίλυση προβλημάτων-λήψη αποφάσεων,
γ) μεταγνώση (μαθαίνω δηλαδή πώς να μαθαίνω),
δ) επικοινωνία,
ε) συνεργασία,
στ) ψηφιακός εγγραμματισμός (η ικανότητα δηλαδή μεταξύ άλλων να εντοπίζεις, κατανοείς, διαχειρίζεσαι το πλήθος των πληροφοριών μέσω ψηφιακής τεχνολογίας),
η) καλλιέργεια της ιδιότητας του πολίτη,
θ) καριέρα,
ι) ατομική ευθύνη.
Με άλλα λόγια πρόκειται για τις δεξιότητες που εξετάζει το πρόγραμμα PISA και τις οποίες συστηματικά υποβαθμίζουν τα προγράμματα σπουδών του Ελληνικού Σχολείου. Υπενθυμίζω, ότι η Ελλάδα κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις διεθνώς ως προς την ποιότητα των σχολείων της σύμφωνα με τα κριτήρια των PISA, TIMSS, PIRLS κ.λπ.
Εκτός όμως από το περιεχόμενο της εκπαίδευσης σημαντική βελτίωση της ποιότητας επέρχεται και με μια σειρά θεσμικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ οι επιτυχημένες χώρες στην εκπαίδευση διακρίνονται για τα εξής τρία κύρια χαρακτηριστικά των εκπαιδευτικών τους συστημάτων:
α) Ελεύθερη επιλογή σχολικής μονάδας (ανάπτυξη κουλτούρας λογοδοσίας για τα εκπαιδευτικά αποτελέσματα, ενίσχυση του ανταγωνισμού με στόχο την καλύτερη ποιότητα και άρα την προσέλκυση μαθητών) και πολυτυπία σχολείων.
β) Έμφαση στον εκπαιδευτικό (καλή αρχική εκπαίδευση, αυστηρό σύστημα επιλογής των καλύτερων, συστηματική αξιολόγηση, συστηματική επιμόρφωση, κίνητρα για ανέλιξη των ικανότερων).
γ) Αποκέντρωση και ενίσχυση της αυτονομίας της σχολικής μονάδας (καλύτερη ανταπόκριση στις τοπικές ανάγκες, ανάπτυξη παιδαγωγικών καινοτομιών έξω από το ασφυκτικό πλαίσιο της συγκεντρωτικής ομοιομορφίας και του κεντρικού προγραμματισμού.
Οι χώρες των οποίων τα εκπαιδευτικά συστήματα συγκεντρώνουν τα παραπάνω χαρακτηριστικά, όπως λ.χ. η Κορέα, το Χονγκ-Κονγκ, η Σιγκαπούρη, η Φινλανδία, η Σουηδία κ.ά. έχουν επιτύχει εντυπωσιακά αναπτυξιακά αποτελέσματα σε μακροχρόνια βάση.
Είναι σαφές ότι εάν θέλουμε η βασική εκπαίδευση να αποτελέσει την ατμομηχανή της οικονομικής ανάπτυξης και της συνολικής θεσμικής βελτίωσης της χώρας πρέπει να κινηθούμε σύμφωνα με τις παραπάνω κατευθύνσεις, όπως αυτές αποτυπώνονται ξεκάθαρα στη διεθνή εμπειρία και πρακτική. Διαφορετικά η χαμηλής ποιότητας εκπαίδευση που προσφέρουμε στους σημερινούς μαθητές θα υπονομεύσει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και θα αναβάλει για το απώτατο μέλλον την έξοδό της από την κρίση.
* Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο στο ειδικό αφιέρωμα για την εκπαίδευση στις 28/9/2018.


Οι βολικοί μύθοι του ασφαλιστικού*

Δύο είναι τα δημοφιλή αφηγήματα των υποστηρικτών του χρεοκοπημένου ασφαλιστικού συστήματος.
Πρώτον, ισχυρίζονται ότι το πρόβλημα των ελλειμμάτων των ταμείων δημιουργήθηκε, όταν το κράτος αποφάσισε τα διαθέσιμα των ταμείων να κατατίθενται υποχρεωτικά στην Τράπεζα της Ελλάδος με χαμηλότερο επιτόκιο από αυτό της αγοράς. Η αλήθεια πράγματι είναι ότι με χαμηλότερα επιτόκια από αυτά ακόμη και των καταθέσεων ταμιευτηρίου και με πληθωρισμό υψηλό μειώθηκε η αξία των κεφαλαίων των ταμείων.
Αλλά θα πρέπει να επισημανθεί σε όσους επικαλούνται ένα τέτοιο επιχείρημα, ότι έτσι δικαιώνουν τους φιλελεύθερους που υποστηρίζουμε ένα κεφαλαιοποιητικό σύστημα, στο οποίο οι εργαζόμενοι θα είναι αποκλειστικοί ιδιοκτήτες των εισφορών τους. Η «αρπαγή» των αποθεματικών των ταμείων ήταν απολύτως σύμφωνη με το χαρακτήρα του διανεμητικού συστήματος, στο οποίο οι εισφορές είναι περιουσία του ταμείου και όχι του ασφαλισμένου, στο βαθμό δε που το κράτος ελέγχει οργανικά και λειτουργικά τα ταμεία μπορεί να τις κάνει ό,τι θέλει.
Επί της ουσίας βεβαίως θα μπορούσε κανείς να αντιπαραθέσει «ουδέν κακόν αμιγές καλού», οι τράπεζες είχαν στη δεκαετία του ‘60 πρόσβαση σε φθηνά κεφάλαια που διέθεταν στις επιχειρήσεις με σχετικά χαμηλά επιτόκια. Αυτό συνέβαλε στην ταχεία εκβιομηχάνιση της χώρας και στην επίτευξη ρυθμών ανάπτυξης 6% με 7% για εκείνη την περίοδο. Το αποτέλεσμα ήταν να ανακοπεί το κύμα μετανάστευσης να εκμηδενιστεί η ανεργία και να ανέβει σημαντικά το επίπεδο των μισθών των εργαζομένων.
Το δεύτερο αφήγημα είναι ότι για τα προβλήματα του ασφαλιστικού δεν ευθύνεται η αρχιτεκτονική του κρατικού ασφαλιστικού συστήματος αλλά η διαγραφή του PSI. Μέγα λάθος. Λες και δεν χρηματοδοτούσε το κράτος ένα σκανδαλωδώς ελλειμματικό συνταξιοδοτικό σύστημα μέχρι το 2012 με ποσά που κατά μέσο όρο την δεκαπενταετία 1997-2012 αγγίζουν τα 14 δισ. € ετησίως. Υπενθυμίζω ότι με το PSI διεγράφη το 53,5% του δημοσίου χρέους που κατείχε διεθνώς ο ιδιωτικός τομέας. Από τα περίπου 21 δις € των ασφαλιστικών ταμείων σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου έγινε συνολική διαγραφή περίπου 13,4 δις €.
Εάν δεν γινόταν το PSI θα χρεοκοπούσε η χώρα. Στην περίπτωση αυτή:
α) τα ταμεία δεν θα εισέπρατταν ούτε ένα ευρώ από τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου,
β) δε θα είχαν καμία πρόσοδο από τα τοκομερίδια των ομολόγων και
γ) θα έχαναν την κρατική επιχορήγηση που αναφέραμε παραπάνω για την καταβολή συντάξεων, η οποία για τη χρονική περίοδο 2012-2015 περίπου κυμάνθηκε στα 60 δις €.
Ακόμη πρέπει να γνωρίζουμε τα εξής:
α) με τη διαγραφή τα ασφαλιστικά ταμεία εξασφάλισαν επιπλέον άμεση χρηματοδότηση 4,5 δισ. και
β) με το PSI μειώθηκε το δημόσιο χρέος ονομαστικά κατά 105 δισ. € και η παρούσα αξία του κατά 100 δισ. €. Έτσι ο προϋπολογισμός από το 2012 μέχρι σήμερα εξαιτίας του PSI εξοικονομεί ετησίως περίπου 10 δισ. €, μέρος των οποίων πληρώνει τις συντάξεις.
Και μια ακόμη «μικρή» λεπτομέρεια: αποσιωπάται σχεδόν απ΄όλους, ότι μεγάλο μέρος των ομολόγων που «κουρεύτηκαν» δεν είχαν αγοραστεί από τα ταμεία στην ονομαστική τους αξία αλλά σε πολύ χαμηλότερη της ονομαστικής.

Συνεχίζεται...

* Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο στις 28/9/2018.

Οι δύο κανόνες

                              Από τα διδάγματα της ιστορίας μπορούμε να κατανοήσουμε τη σημασία που έχουν τα καλά δημόσια οικονομικά για την...