Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2019

Ένα σύγχρονο πλαίσιο για τις διαδηλώσεις*

Η κυβέρνηση ετοιμάζει, όπως ανακοίνωσε, νομοσχέδιο για τις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις. Σε μια τέτοια περίπτωση θα τερματιστεί μια σημαντική εκκρεμότητα σαράντα πέντε ετών αναφορικά με την άσκηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι.
Γιατί όμως περιμέναμε μισό αιώνα σχεδόν, όταν είναι σαφές το κανονιστικό πλαίσιο του άρθρου 11 του Συντάγματος και οι κατευθύνσεις του προς τον κοινό νομοθέτη για τη ρύθμιση του δικαιώματος, ενώ επίσης είναι γνωστή σε όλους, τόσο η εμπειρία των προηγμένων κρατών για το θέμα όσο και η σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Πιο συγκεκριμένα: 
1)        το Σύνταγμα ορίζει τα της άσκησης του δικαιώματος του συνέρχεσθαι και επιτρέπει την παρουσία της αστυνομίας σε δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις, προβλέπει τη δυνατότητα της απαγόρευσής τους, εάν επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια και εάν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής. 
2)        Η εμπειρία από τις πρωτεύουσες και τις μεγαλύτερες πόλεις της Ευρώπης αποδεικνύει ότι μπορεί να συνδυαστεί αποτελεσματικά η προστασία ενός από τα κορυφαία πολιτικά δικαιώματα με την άσκηση άλλων σημαντικών ατομικών δικαιωμάτων, όπως είναι η ελευθερία των μετακινήσεων, η άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας, η δυνατότητα χρησιμοποίησης κοινόχρηστων χώρων κοκ. 
3)        Η νομολογία του ΕΔΔΑ συνοψίζεται στα εξής: α) δεν προστατεύονται από το άρθρο 11 της ΕΣΔΑ οι βίαιες πορείες και διαδηλώσεις, β) σε ό,τι αφορά τους περιορισμούς, αυτοί κρίνονται σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, γ) η αστυνομία είναι υποχρεωμένη να προστατεύει τους συμμετέχοντες σε υπαίθριες συναθροίσεις από τυχόν αντιδιαδηλώσεις που σκοπό έχουν την παρακώλυση των πρώτων και δ) η πρόβλεψη για προηγούμενη άδεια μιας υπαίθριας συγκέντρωσης δεν είναι κατά κανόνα αντίθετη με την ΕΣΔΑ.
Τα στοιχεία της Ελληνικής Αστυνομίας είναι ενδεικτικά του προβλήματος· το 2019 είχαμε περίπου 8,5 πορείες ημερησίως, οι περισσότερες στο κέντρο της Αθήνας. Στο 33% αυτών συμμετείχαν λιγότερα από 200 άτομα. Το αποτέλεσμα είναι να παρεμποδίζεται ουσιωδώς η λειτουργία της πόλης, ως  διοικητικού κέντρου αλλά και ως κέντρου εμπορικής και επιχειρηματικής δραστηριότητας. Ενδιαφέρον θα παρουσίαζε όμως να υπολογίσουμε και το οικονομικό κόστος των διαδηλώσεων. Μόνο στο κέντρο της Αθήνας πραγματοποιούνται ημερησίως περισσότερες από1.000.000 μετακινήσεις με αυτοκίνητο. Στο κέντρο μετακινούνται επίσης με μέσα μαζικής μεταφοράς (λεωφορεία και τρόλεϊ) περισσότεροι από 1.200.000 πολίτες. Τόσο η παράνομη κατάλειψη του οδοστρώματος από ελάχιστους διαδηλωτές, όσο και ο -πολλές φορές- υπερβολικός περιορισμός της κυκλοφορίας οχημάτων από την αστυνομία οδηγεί σε απώλεια εκατομμυρίων εργατοωρών. Η μέση απώλεια χρόνου από μια διαδήλωση κάθε μέρα αγγίζει τα 35 λεπτά ανά άτομο και συνολικά το 1.283.333 ώρες. Ετησίως η απώλεια ανέρχεται σε 468.416.667 ώρες. Η οικονομική απώλεια από το σύνολο των διαδηλώσεων στο κέντρο της Αθήνας με βάση υπολογισμού το κατώτατο ωρομίσθιο (6 ευρώ) αγγίζει τα 2,8 δισ. ευρώ ετησίως και από τις μικρές διαδηλώσεις που θα μπορούσαν να πραγματοποιούνται στο πεζοδρόμιο ή σε μικρό τμήμα του οδοστρώματος ανέρχεται περίπου σε 930 εκατ. Ευρώ.
Η ρύθμιση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι με την τήρηση των εγγυήσεων του κράτους δικαίου θα είχε ως αποτέλεσμα την αποτελεσματικότερη προστασία του, την ιστορική του αποκατάσταση και την αναβάθμισή του στη συνείδηση των πολιτών.

* Δημοσιεύθηκε στα ΝΕΑ στις 14 Δεκεμβρίου 2019.


Όχι στον πατερναλισμό στην αγορά του σεξ*

Στο άρθρο της προηγούμενης Παρασκευής αναφέρθηκα στο αναχρονιστικό θεσμικό πλαίσιο του επαγγέλματος των εργαζομένων στο σεξ, το οποίο ευνοεί οπωσδήποτε τη μαστροπεία και πολλά ακόμη κυκλώματα εκμετάλλευσης ανθρώπων.
Σήμερα θα αναλύσουμε την πολιτική οικονομία της αγοράς συμβατικών σεξουαλικών υπηρεσιών στην Ελλάδα κι ένα κρίσιμο ζήτημα αρχής.
Σύμφωνα με δημοσιευμένα στοιχεία, ο ανδρικός πληθυσμός της χώρας ανέρχεται σε 5.3 εκ.. Υπολογίζεται ότι οι σεξουαλικά ενεργοί άνδρες δεν ξεπερνούν τα 2,8 εκ. Εξ αυτών περίπου το 20% καταφεύγει στην αγορά σεξουαλικών υπηρεσιών. Άγαμοι, σε σχέση ή παντρεμένοι σχεδόν ισοκατανέμονται στα ποσοστά. Δυστυχώς δεν υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία για τον αριθμό των γυναικών-καταναλωτών σεξουαλικών υπηρεσιών με αμοιβή. Υπολογίζεται, ότι τα εκδιδόμενα πρόσωπα (άνδρες και γυναίκες) σε όλη τη χώρα αγγίζουν τις 20.000. Οι συναλλαγές σε πάσης φύσεως συμβατικές σεξουαλικές υπηρεσίες (στο δρόμο, σε οίκους ανοχής, κατ΄οίκον, πολυτελείας κ.λπ.) ξεπερνούν μηνιαίως τα 2.400.000. Η μέση τιμή το 2018 ανερχόταν περίπου σε 28 ευρώ αυξημένη περίπου κατά 10% σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο. Ο ετήσιος τζίρος της μαύρης αγοράς σεξ ξεπερνά τα 800 εκ. ευρώ. 
Η λύση είναι η πλήρης νομιμοποίηση της αγοράς σεξουαλικών υπηρεσιών. Οι υπηρεσίες θα πρέπει να προσφέρονται από νόμιμες οργανωμένες επιχειρήσεις, οποιασδήποτε νομικής μορφής χωρίς κανένα επιπλέον περιορισμό, από όσους προβλέπονται για τα υπόλοιπα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος.
Με τη νομιμοποίηση θα ενταχθούν νομίμως στην αγορά και στο ασφαλιστικό σύστημα τουλάχιστον 15.000 νέοι κατά κανόνα σε ηλικία εργαζόμενοι με μέσες μικτές μηνιαίες αποδοχές περίπου 1.500 ευρώ. Το δημόσιο ταμείο θα εισπράττει από ΦΠΑ περίπου 80-90 εκ. € και περίπου 120-130 εκ. € από το φόρο εισοδήματος εργαζομένων και επιχειρήσεων και το φόρο μισθωτών υπηρεσιών. Ο ΕΦΚΑ θα έχει επιπλέον έσοδα γύρω στα 70 εκ. € ετησίως. Οι νόμιμα και χωρίς γραφειοκρατικά προσκόμματα λειτουργούσες επιχειρήσεις θα αποκτήσουν σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με τις παράνομες, των οποίων αργά ή γρήγορα ο αριθμός θα συρρικνωθεί σημαντικά. Οι νόμιμες επιχειρήσεις εκμεταλλευόμενες και το πλεονέκτημα της χώρας στην παγκόσμια τουριστική αγορά θα έχουν τη δυνατότητα να αναπτύξουν ένα ακόμη προϊόν, τον τουρισμό νομίμως παρεχόμενων σεξουαλικών υπηρεσιών.
Όπως μας δείχνουν τα επιτυχημένα μοντέλα της Γερμανίας και της Ολλανδίας, ο μεγάλος χαμένος από την εφαρμογή μιας τέτοιας αντιαπαγορευτικής πολιτικής θα ήταν χωρίς αμφιβολία το οργανωμένο έγκλημα και τα πανίσχυρα σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο κυκλώματα εμπορίας ανθρώπων (στη συντριπτική πλειονότητά τους πρόκειται για θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης), τα κέρδη των οποίων έχουν εκτιναχθεί στα ύψη. 
Οι παραπάνω απόψεις με βεβαιότητα θα προκαλέσουν αντιδράσεις. Ένα ετερόκλητο σύνολο πατερναλιστών ή ηθικιστών (λ.χ. θρησκευτικές ομάδες, ακραίες οργανώσεις φεμινιστριών ή υποστηρικτών της πολιτικής ορθότητας) δεν πρόκειται να τις δει με καλό μάτι. Όσοι ενοχλούνται λησμονούν όμως ένα θεμελιώδες ζήτημα αρχής, πολύ πιο σημαντικό από τις οπωσδήποτε θετικές οικονομικές επιπτώσεις του μέτρου, ότι σε μια ανοιχτή και ελεύθερη πολιτεία δεν επιτρέπεται να περιορίζονται οι επιλογές του ατόμου, όταν δεν συμφωνεί με αυτές η πλειονότητα ή όταν οι περιορισμοί επιβάλλονται «για το καλό του».
 Το άτομο είναι κυρίαρχο στο σώμα του κι εκείνο που κρίνει τι είναι καλό γι΄αυτό και τι όχι.

* Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο στις 6 Δεκεμβρίου 2019.

Εργαζόμενοι στο σεξ, τόλμη και ελευθερία*

Το επάγγελμα των εκδιδομένων με αμοιβή προσώπων, ως γνωστόν έχει απελευθερωθεί. Ο κωδικός έναρξης επαγγέλματος στην εφορία είναι 93051006 («Υπηρεσίες Ιερόδουλου»). Εντούτοις στην πράξη η νόμιμη εργασία στο σεξ είναι σχεδόν αδύνατη εξαιτίας ενός αναχρονιστικού και καταπιεστικού θεσμικού πλαισίου, το οποίο θέτει παράλογα εμπόδια στην άσκησή του.
Η ψύχραιμη ανάλυση του ζητήματος των οίκων ανοχής μπορεί να θίγει τις «ευαισθησίες» μιας εντελώς ετερόκλητης ως προς τις αντιλήψεις της ομάδας αλλά για ένα κράτος δικαίου είναι πάνω από όλα ζήτημα ατομικής ελευθερίας.
Ας δούμε εν συντομία, ποιες είναι οι παράλογες αξιώσεις του νόμου Ευάγγελου Γιαννόπουλου (ν.2734/1999) για τους εργαζόμενους στο σεξ:
Στο νόμο (άρθρο 1 παρ. 1 εδ. β) ορίζεται μεταξύ άλλων, ως προϋπόθεση για να εργάζεται νομίμως κανείς να μην είναι παντρεμένος! Διατάξη απολύτως παράλογη και αντισυνταγματική, όπως έχει επισημανθεί και στο υπ΄αριθ. πρωτ. 14667/03/2.1/2003 Πόρισμα του Συνηγόρου του Πολίτη. Ο περιορισμός αυτός δεν ισχύει για κανένα άλλο επάγγελμα στην Ελλάδα και σε καμμιά άλλη χώρα, όπου έχει επιτραπεί το εκδίδεσθαι με αμοιβή.
Τα παράλογα συνεχίζονται, δεν επιτρέπεται σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο (άρθρο 3 παρ. 4) η εγκατάσταση εκδιδόμενων με αμοιβή προσώπων σε διατηρητέα ή παραδοσιακά κτίρια ή σε κτίρια που απέχουν σε ακτίνα λιγότερο από διακόσια (200) μέτρα μεταξύ άλλων από ναούς, νοσηλευτικά ιδρύματα, αθλητικά κέντρα, οικοτροφεία, ξενοδοχεία κατηγορίας από τριών έως πέντε αστέρων, βιβιοθήκες, ευαγή ιδρύματα, πλατείες. Με απόφαση μάλιστα του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου μπορεί να αυξάνονται οι αποστάσεις αυτές και να καθορίζονται και άλλα κτίρια στα οποία δεν επιτρέπεται η εγκατάσταση εργαζομένων στο sex.
Εάν κάποιος επιχειρήσει χρησιμοποιώντας το χάρτη της Αθήνας, του Πειραιά ή οποιασδήποτε άλλης ελληνικής πόλης να ανακαλύψει κάποιο σημείο εντός αστικού περιβάλλοντος, όπου επιτρέπεται η εγκατάσταση οίκου ανοχής, θα δυσκολευτεί πολύ.
Οι παραλογισμοί συνεχίζονται με το άρθρο 4. Στην πρώτη παράγραφο αυτού ορίζεται «Η χρήση οικημάτων για άσκηση επαγγελματικού ομαδικού εταιρισμού με οποιαδήποτε μορφή, όνομα ή τίτλο απαγορεύεται.». Με απλά λόγια δεν επιτρέπεται η ίδρυση κεφαλαιουχικής ή προσωπικής εταιρείας παροχής υπηρεσιών σεξ καθώς και το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι στους εργαζόμενους στο σεξ. Το κοντέρ του παραλογισμού τερματίζεται στις επόμενες παραγράφους του ίδιου άρθρου: στη δεύτερη παράγραφο επιτρέπεται σε ακόμη δύο το πολύ άτομα να εργάζονται στην ίδια εγκατάσταση αλλά σε διαφορετικές ώρες (παρ. 2)! Η πρόσληψη υπηρετικού προσωπικού απαγορεύεται, εκτός αν αυτό είναι άνω των πενήντα ετών και δεν είναι επίσης παντρεμένο...
Είναι δυνατόν σε μια ανοιχτή κοινωνία αυτή η χοντροκομμένη θεσμική ανοησία να συνεχίζεται και ένα -στα λόγια- αναγνωρισμένο και νόμιμο επάγγελμα να μην μπορεί να ασκηθεί νομίμως;
Η απαγόρευση έχει όμως και άλλες δυσάρεστες επιπτώσεις. Ας μην λησμονούμε, ότι, όταν στην αγορά δημιουργείται ένα κενό, σπέυδει πάντοτε να το καλύψει η μαύρη αγορά. Στην περίπτωσή μας μάλιστα, μαζί με την απώλεια εκατοντάδων εκαοτμμυρίων φορολογικών εσόδων για το κράτος από μια ευημερούσα αγορά sex, δημιουργούνται δυσθεώρητα κέρδη για τα κυκλώματα μαστροπείας και trafficking, τα οποία ξεπλένονται με χιλιάδες τρόπους. 
Να είστε βέβαιοι, ότι η ίδρυση της πρώτης ανώνυμης εταιρείας παροχής σεξουαλικών υπηρεσιών θα σηματοδοτούσε το τέλος της μαστροπείας.

* Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο στις 29 Νοεμβρίου 2019

Αγορά φορολογικών ζημιών*

Ακούγεται ότι η κυβέρνηση θα επιμηκύνει το χρονικό διάστημα εντός του οποίου θα μπορεί να μεταφερθεί η ζημιά των επιχειρήσεων από πέντε χρόνια που είναι σήμερα σε δέκα χρόνια. Πρόκειται για ένα θετικό μέτρο που θα διευκολύνει μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων που μαστίζονται από την κρίση.
Συνηθίζεται να λέγεται όμως ότι «Εχθρός του καλού είναι το καλύτερο». Ενώ το κράτος παραδέχεται πως όταν το αποτέλεσμα από τη δραστηριότητα μιας επιχείρησης είναι αρνητικό κάποιες χρονιές τότε αυτή δικαιούται να συμψηφίσει τη ζημιά της με το κέρδος άλλων ετών, εντούτοις στην πράξη θέτει σειρά από αδικαιολόγητες προϋποθέσεις και εμπόδια, τα οποία προπαγανδιστικά βαφτίζει μάλιστα «αντικαταχρηστικά» για να δικαιολογήσει το τεράστιο μίσος των μανδαρίνων του εναντίον της επιχειρηματικότητας. 
Για ποιο λόγο άραγε πρέπει ο συμψηφισμός της ζημιάς μιας επιχείρησης να τελεί υπό προθεσμία των πέντε ή δέκα έτων; Γιατί δεν μπορεί να συμψηφιστεί η ζημιά με επιχειρηματικά κέρδη προηγουμένων χρήσεων; Γιατί η μεταβολή στο πρόσωπο του μετόχου ή στη δραστηριότητα της επιχείρησης είναι λόγοι που στερούν από την επιχείρηση το δικαίωμα του συμψηφισμού των ζημιών; Για το τελευταίο, οι φωστήρες της ΑΑΔΕ και του υπουργείου των Οικονομικών ισχυρίζονται, ότι έτσι αποφεύγεται η «καταστρατήγηση», το να εκμεταλλευτεί δηλαδή τη μεταφορά της φορολογικής ζημιάς άλλη επιχείρηση από εκείνη που τη δημιούργησε.  
Ο παραλογισμός του Έλληνα φορολογικού νομοθέτη δεν έχει τέλος. Η οικονομία χρειάζεται ελευθερία και ευελιξία, άρση των κανονιστικών εμποδίων που αυξάνουν το κόστος της παραγωγής και μειώνουν την εγχώρια κεφαλαιοποίηση και όχι το αντίθετο. Οι επιχειρήσεις με ζημιά στο αποτέλεσμά τους είναι κατά κανόνα οριακές επιχειρήσεις. Εάν -με οποιοδήποτε τρόπο- κλείσουν πολύ δύσκολα θα ξανανοίξουν. Στην περίπτωση αυτή το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας τους θα απαξιωθεί. Η αντιμετώπιση της φορολογικής ζημιάς των επιχειρήσεων δεν είναι ένα τεχνικό ζήτημα της αποκλειστικής αρμοδιότητας ορκωτών ελεγκτών και λογιστών αλλά ένα σοβαρό οικονομικό πρόβλημα της πραγματικής οικονομίας.
Οι λύσεις λοιπόν που πρέπει να υιοθετήσει μια φιλική προς την επιχειρηματικότητα κυβέρνηση θα πρέπει να είναι πολύ περισσότερο θαρραλέες από το να επιμηκύνει απλώς τη χρονική δυνατότητα του συμψηφισμού ζημιών από πέντε σε δέκα χρόνια. 
Σε πολλές προηγμένες χώρες η επιχείρηση έχει τη δυνατότητα να συμψηφίζει ζημιές όχι μόνο με κέρδη επόμενων χρήσεων αλλά και με κέρδη προηγούμενων χρήσεων
Αδιάφορο επίσης θα έπρεπε να είναι, εάν από τη φορολογική ζημιά μιας επιχείρησης θα μπορούσε να ωφεληθεί μια άλλη επιχείρηση. Οι μετασχηματισμοί και οι συγχωνεύσεις θα έπρεπε να δίνουν αυτή τη δυνατότητα.
Στο σημείο αυτό θα μπορούσαμε να υιοθετήσουμε μια εντελώς διαφορετική ιδέα, να δημιουργήσουμε μια αγορά φορολογικών ζημιών. Επιχειρήσεις θα μπορούσαν να πωλούν σε οργανωμένη και εποπτευόμενη αγορά τις ζημιές τους με έκπτωση σε επιχειρήσεις που θα ήθελαν να μειώσουν τους φόρους επί των κερδών τους εξασφαλίζοντας έτσι οι πρώτες κεφάλαια για την επιβίωσή τους, τα οποία, εξαιτίας της οικονομικής τους κατάστασης δεν μπορούν να βρουν από άλλες πηγές (λ.χ. τραπεζικό δανεισμό, κεφάλαια επενδυτικών συμμετοχών κοκ.).
Η όποια απώλεια εσόδων για το κράτος θα αντισταθμιζόταν με το παραπάνω από την εκτίναξη της οικονομίας και τη διάσωση χιλιάδων επιχειρήσεων και θέσεων εργασίας.

* Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο της 8ηςΝοεμβρίου 2019

Δυσάρεστες αλήθειες*

Ένας εκ των διαδόχων του Άνταμ Σμιθ, ο γνωστός Σκοτσέζος οικονομολόγος Τζον Ράμσεϊ Μακ Κάλοχ έχει διατυπώσει επιγραμματικά την αρχή ότι «όποιος περιμένει να ανακαλύψει άμεμπτο φόρο, ζητεί κάτι το οποίο ούτε υπήρξε ούτε υπάρχει και ούτε θα υπάρξει».
Από την οικονομική επιστήμη γνωρίζουμε ότι η φορολογία είναι το αναγκαίο κακό για να μπορεί να καλύπτει το κράτος τις δαπάνες του. Η αύξηση των δαπανών του κράτους αναπόφευκτα οδηγεί σε αύξηση των φόρων. Η αύξηση των φόρων είναι επιζήμια για την οικονομία, καθώς μειώνει το διαθέσιμο προς παραγωγή πλούτου εισόδημα. Καθώς μειώνεται το εθνικό εισόδημα προκύπτει νέα ανάγκη αύξησης του ποσοστού της φορολογίας. Αυτό συνέβη στην Ελλάδα καθ' όλη την περίοδο της οικονομικής κρίσης. Η ελληνική οικονομία έπαψε να… αναπνέει και χρειάστηκε τεχνική υποστήριξη από τους εταίρους μας για να μη χρεοκοπήσει επισήμως, καθώς το κράτος τη στραγγάλιζε με όλο και υψηλότερη φορολογία. Στην οικονομική ορολογία το φαινόμενο ονομάζεται «tax indused recession». Υφεση, δηλαδή, η οποία οφείλεται στο γεγονός ότι το κράτος μέσω των υψηλών φόρων απομυζά το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος που παράγει ο ιδιωτικός τομέας. Ο ιδιωτικός τομέας, όμως, ανεξαρτήτως μεγέθους (ατομική επιχείρηση ή πολυεθνικός γίγαντας) είναι κατ' εξοχήν αυτός που δημιουργεί ανάπτυξη.
Για τη δυσβάστακτη φορολογία κυρίως ευθύνονται οι ελληνικές κυβερνήσεις της μνημονιακής περιόδου. Εξ αυτών, οι κυβερνήσεις Παπανδρέου και Τσίπρα ήταν και ιδεολογικά σύμφωνες με τη δυσβάστακτη φορολογία που γονάτισε την οικονομία και προκάλεσε την ύφεση, καθώς η «πελατεία» των πάσης φύσεως αριστερών πολιτευομένων είναι μεγάλες πληθυσμιακά ομάδες άμεσα εξαρτώμενες από το κράτος. Για τον λόγο αυτό και η φορολογική επιβάρυνση επί των ημερών Παπανδρέου και Τσίπρα αυξήθηκε περισσότερο από κάθε άλλη περίοδο. Οι κρατικές δαπάνες έχουν περισσότερους οπαδούς, γίνονται υπέρ πολυπληθών ομάδων του πληθυσμού, οι οποίες κατά κανόνα δεν πληρώνουν άμεσους φόρους ή πληρώνουν ελάχιστους (τους επονομαζόμενους και «καταναλωτές φόρων ή φοροφαγάδες») και βαρύνουν τη μειονότητα των φορολογουμένων (τους αποκαλούμενους «παραγωγούς των φόρων»), η οποία φορολογείται βαρύτατα.
Εκτός όμως από την άμεση ζημιά, την οποία η φορολογία προκαλεί στην οικονομία, ταυτοχρόνως τεράστια είναι και η ζημιά που προκαλείται στο δημοκρατικό πολίτευμα. Η φορολογία πλήττει την ατομική ελευθερία και οδηγεί σε νόθευση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ο κύριος λόγος που όλα τα δημοκρατικά συντάγματα τα τελευταία διακόσια χρόνια ορίζουν ότι φόροι επιβάλλονται μόνο με τυπικό νόμο (δηλαδή νόμο ψηφισμένο από τη Βουλή) είναι για να υπάρχει αφενός η δυνατότητα περιορισμού της αυθαιρεσίας μιας κυβέρνησης στην επιβολή φόρων αφετέρου για να επιτυγχάνεται αποτελεσματικός έλεγχος και περιστολή των δαπανών του κράτους από τους αντιπροσώπους του λαού. Εντούτοις, με την πάροδο του χρόνου, αντί ο κοινός νομοθέτης να επιβάλει χαλινό στην κρατική σπατάλη, εξωθεί συνεχώς σ' αυτήν. Αυτό συμβαίνει γιατί μεγαλώνει συνεχώς ο κύκλος των ωφελούμενων προσώπων από τις κρατικές δαπάνες, άρα και η πολιτική πίεση στους εκλεγμένους αντιπροσώπους να τις αυξάνουν διαρκώς. 

Το έχει γράψει εξαιρετικά ο Ανατόλ Φρανς: «Αγαπώ τη δημοκρατία αλλά πρέπει να ομολογήσω ότι έχει πολλούς φτωχούς συγγενείς». Όμως, όταν τα λεφτά των πλουσίων αργά ή γρήγορα τελειώσουν, τότε η σπάταλη δημοκρατία και οι «φτωχοί συγγενείς» θα είναι οι μεγαλύτεροι χαμένοι.

* Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο της 1ηςΝοεμβρίου 2019

Οι δύο κανόνες

                              Από τα διδάγματα της ιστορίας μπορούμε να κατανοήσουμε τη σημασία που έχουν τα καλά δημόσια οικονομικά για την...