Δευτέρα 25 Μαΐου 2020

Πρέπει να κάνουμε οικονομία*

«Υπάρχουν επιστήμες γαλήνιες και ατάραχες, οι οποίες αποδεικνύονται επιεικείς προς εκείνους που τις καταφρονούν και τους αφήνουν εν ειρήνη. Η δημοσιονομική επιστήμη δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των επιστημών αυτών, έχει δε τρομερό τρόπο να εκδικείται τις κυβερνήσεις εκείνες που την αγνοούν ή την προκαλούν». Αυτά έγραφε ο μεγάλος Γάλλος οικονομολόγος Πολ Λερουά Μπολιέ το μακρινό 1891.
Πλείστα τα ιστορικά παραδείγματα που καταδεικνύουν την αλήθεια της παραπάνω συμβουλής, τόσο στην πάτριο Ιστορία όσο και στην παγκόσμια. Η Αθηναϊκή πολιτεία, λ.χ., κατέρρευσε από τη σπατάλη των δημοσίων χρημάτων και την εξόντωση των ευπόρων κυρίως μέσω της «προεισφοράς» ενός βαρύτατου προοδευτικού φόρου, που μοιάζει πολύ με τη δική μας προκαταβολή φόρου και του περιβόητου «θεωρικού», ήτοι ενός επιδόματος που έπαιρναν κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου οι φτωχότεροι Αθηναίοι, το οποίο επέζησε και στην περίοδο της ειρήνης. Αυτός ο φόρος έστειλε όλους τους παραγωγικούς Αθηναίους στην αγκαλιά του Φιλίππου με τη συγκρότηση του φιλομακεδονικού κόμματος. Στο Βυζάντιο, εξαιτίας της βαριάς και άδικης φορολογίας, οι Αραβες και εν συνεχεία οι Τούρκοι γίνονταν δεκτοί μετά χαράς ως ελευθερωτές. Μια από τις μεγαλύτερες αυτοκρατορίες της Ιστορίας, η Ισπανική, κατέρρευσε εξαιτίας των φόρων και της σπατάλης των δημοσίων χρημάτων.

Στις μέρες μας η πανδημία του κορονοϊού και η εξ αφορμής αυτής επέκταση της ενέργειας του κράτους είναι ένα άκρως ανησυχητικό φαινόμενο. Εάν θέλει κανείς να συνειδητοποιήσει τα δεινά που επιφέρει πάντοτε η κρατική επέκταση στην ελευθερία του ανθρώπου και στην ευημερία των πολιτειών δεν έχει παρά να διαβάσει το μνημειώδες έργο του Χέρμπερτ Σπένσερ «Το άτομο εναντίον της πολιτείας».

Η εξόγκωση των δημοσίων δαπανών σε ΗΠΑ και Ε.Ε. λαμβάνει πλέον τη μορφή παγκόσμιας πανδημίας, ασύγκριτα μεγαλύτερης βαρύτητας αυτής του κορονοϊού. Γιατί, τι άλλο μπορεί να σημαίνει η αύξηση των δημοσίων δαπανών, παρά απηνή διωγμό του ιδιωτικού πλούτου και αύξηση της φορολογίας; Σε συνθήκες παγκόσμιας ύφεσης αυξημένες δημόσιες δαπάνες σημαίνουν ή υπέρμετρη φορολογία ή θηριώδη δανεισμό των κρατών ή έκδοση χρήματος από τις κεντρικές τράπεζες χωρίς αντίκρισμα ή συνδυασμό όλων αυτών. Οι συνέπειες αυτών είναι δραματικές, πλήττονται οι σημερινές παραγωγικές τάξεις, μειώνεται η αποταμίευση, ο πλούτος και οι παραγωγικές δυνατότητες της κάθε χώρας, υποθηκεύεται το μέλλον των σημερινών νέων και των αγέννητων γενιών, περιορίζεται η ανεξαρτησία των κρατών και το σημαντικότερο συρρικνώνεται δραματικά η ατομική ελευθερία.

Για την οικονομία της συζήτησης ας δεχθούμε ότι οι έκτακτες δαπάνες είναι αναγκαίες για την αντιμετώπιση της πανδημικής κρίσης. Χρέος των πιο υπεύθυνων από τους πολιτικούς ηγέτες είναι οι έκτακτες αυτές δαπάνες να μην καταστούν ποτέ τακτικές, όπως πολλοί από την πολιτική τάξη ορέγονται ήδη.

Προσέξτε, τρία φαινόμενα επιζούν μιας φονικής πανδημίας:

α) Η τάση προς σπατάλη. Αυτή διαρκούσης της πανδημίας δικαιολογείται, καθώς δεν υπάρχει τίποτε δαπανηρότερο από μια υγειονομική καταστροφή. Αλλά το πολιτικό σύστημα έχει την τάση, μολονότι εξέλιπαν οι αιτίες των δαπανών, να μην αποχωρίζεται την έξη αυτών.

β) Η παροχή επιδομάτων. Αυτά, την ώρα της πανδημίας υπαγορεύονται ενδεχομένως από πραγματικές ανάγκες. Αλλά δυστυχώς τις περισσότερες φορές και η κατάρα των επιδομάτων συνήθως επιζεί των αιτιών που τα προκάλεσαν.

γ) Η επέκταση του κράτους σε τομείς που δεν πρέπει. Με πρόσχημα την πανδημία αυξάνονται έτσι οι δημόσιοι υπάλληλοι και συνολικά η γραφειοκρατία. Δεν υπάρχει αφελής, ο οποίος να πιστεύει ότι μόλις τελειώσει η πανδημία θα μειωθεί ο αριθμός των εκτάκτως προσληφθέντων υπαλλήλων.

Κακή η πανδημία, λοιπόν, αλλά κάκιστη η ακατάσχετη τάση για σπατάλη του δημοσίου χρήματος.

*Δημοσιεύθηκε στην Φιλελεύθερο στις 23 Μαΐου 2020.

Τρίτη 19 Μαΐου 2020

Καταργήστε τον κατώτατο μισθό*

Εντός των ημερών θα ξεκινήσει, όπως διαβάζουμε στις ειδήσεις η διαβούλευση για τον νέο κατώτατο μισθό. Η κυβέρνηση εισηγείται μάλιστα η αύξηση του ΑΕΠ να συνδέεται με την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού. Στην περιλάλητη διαβούλευση συμμετέχει και η … «κουτσή Μαρία»,  αλλά, ω του θαύματος, απουσιάζουν οι άμεσα θιγόμενοι, οι άνεργοι.
Για την ανεργία βεβαίως αποφαίνονται όλοι, οι πολιτικοί, τα συνδικάτα, οι εργοδοτικές οργανώσεις, τα διάφορα ερευνητικά ινστιτούτα κοκ. Κάποιος κατά τη γνώμη τους ευθύνεται πάντοτε, οι μετανάστες, ο καπιταλισμός, τα μνημόνια. Τα θύματα αυτής της ακατάσχετης φλυαρίας είναι οι άνεργοι, για τους οποίους όλοι νοιάζονται ενώ στην πραγματικότητα δεν σκοτίζεται κανείς.
Η βασική αιτία της εγκατάλειψης των ανέργων είναι ότι αυτοί δεν είναι οργανωμένοι σε κάποιο εργατικό συνδικάτο ή άλλη ισχυρή ομάδα πίεσης. Οι άνεργοι δεν ενδιαφέρουν τους πολιτικούς, τα εργατικά συνδικάτα και τις εργοδοτικές ενώσεις. Δεν θυμάται κανείς κάποια μαζική διαδήλωση ανέργων που έκλεισε το κέντρο της Αθήνας. Οι πολιτικοί σε ατομικό αλλά και κομματικό επίπεδο προτιμούν να ικανοποιούν περισσότερο συλλογικά ρουσφέτια. Στη φύση της πολιτικής βρίσκεται άλλωστε η μαζικότητα. Για τον πολιτικό θεωρείται μεγάλη σπατάλη χρόνου να ασχοληθεί με την άρση των εμποδίων στην ανεργία, πόσο μάλλον όταν για να συμβεί αυτό θα πρέπει να είναι έτοιμος να αναλάβει το πολιτικό κόστος που συνεπάγεται η πρόταση για απελευθέρωση της αγοράς εργασίας από τα κανονιστικά εμπόδια της εργατικής νομοθεσίας. 
Τα εργατικά συνδικάτα από τη μεριά τους ασχολούνται αποκλειστικά με την προστασία μόνο των μελών τους. Μέλη τους είναι ως γνωστόν μια πολύ μικρή μειονότητα εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα. Τα συνδικάτα δεν έχουν χρόνο για όσους αναζητούν εργασία.
Για τις εργοδοτικές ενώσεις η ύπαρξη ενός ποσοστού ανεργίας είναι ο καλύτερος τρόπος για να συγκρατούνται οι αμοιβές. Υπάρχει και κάτι ακόμη, όπως απέδειξαν οι Τζέικομπ Μίνκερ και Μάρτιν Φελντστέιν στη μνημειώδη έρευνά τους για το περιοδικό Journal of Political Economy με τίτλο «Temporary Layoffs in the Theory of Unemployment» (1976), τα επιδόματα του ταμείου ανεργίας ωθούν τις επιχειρήσεις να προσαρμόζονται σε μια κάμψη της ζήτησης του προϊόντος τους απολύοντας υπαλλήλους αντί να μειώνουν λ.χ. το χρόνο εργασίας. Έτσι η περίοδος της ανεργίας χρηματοδοτείται από τους φορολογουμένους και όχι από την επιχείρηση.
Κι όμως η ευελιξία της αγοράς εργασίας είναι το πιο αποτελεσματικό φάρμακο κατά της ανεργίας και της φτώχειας και η ώθηση ταυτοχρόνως ώστε να δημιουργούνται ευκολότερα και ταχύτερα νέες επιχειρήσεις και νέες θέσεις εργασίας. Ήδη από το 1968 ο Γέιλ Μπρόζεν παρατηρούσε στη μελέτη του «The Untruth of the Obvious», ότι το μέτρο του κατώτατου μισθού ζημιώνει τους φτωχούς και αυξάνει την ανεργία των ανειδίκευτων εργατών. Μπορεί το κίνητρο για τη θεσμοθέτηση κατώτατου μισθού να είναι αγαθό, να υπαγορεύεται από τις καλύτερες ανθρωπιστικές διαθέσεις και την πρόθεση να έχουν όλοι οι εργαζόμενοι ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο. Ωστόσο η θεσμοθέτηση κατώτατου μισθού οδηγεί αργά ή γρήγορα σε αντίθετα αποτελέσματα καθώς μειώνει τις θέσεις εργασίας. Εκτοπίζει από την αγορά εργασίας εκείνους που θεωρητικά βοηθάει, όσους η παραγωγικότητά τους είναι χαμηλότερη από το ύψος του κατώτατου μισθού. Για όλους τους νέους ή χωρίς κάποια προσόντα ανέργους που αναζητούν εργασία ο κατώτατος μισθός αποτελεί το μεγαλύτερο εμπόδιο. 
Ο κατώτατος μισθός είναι ακόμη ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια στη δημιουργία μιας καινούργιας επιχείρησης από νέους επιχειρηματίες που δεν είναι σε θέση να επωμιστούν το τόσο μεγάλο βάρος του υψηλού μισθολογικού φορτίου. Από πολύ λίγες μεγάλες επιχειρήσεις θα ακούσεις σήμερα κριτική κατά του κατώτατου μισθού καθώς αυτός -και συνολικά η υπερπροστατευτική εργατική νομοθεσία- αποτελούν το ισχυρότερο όπλο των εγκατεστημένων επιχειρήσεων εναντίον των νέων επίδοξων ανταγωνιστών τους.
* Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο της 29ης Φεβρουαρίου 2020.

Γυναίκες φιλελεύθεροι οικονομολόγοι το 19ο αιώνα*

Στις αρχές του 19ουαιώνα ο Άνταμ Σμιθ ασκεί τη μεγαλύτερη επίδραση στην πολιτική και οικονομική σκέψη ολόκληρου του πλανήτη. Κατά τον Άλεξ Μάργουιτζ είναι  ο ισχυρότερος μονάρχης της Ευρώπης μετά το Μεγάλο Ναπολέοντα. Η φιλελεύθερη οικονομική σχολή την περίοδο αυτή στέλνει τα φώτα της προς όλες τις κατευθύνσεις της υφηλίου. Ένας επιπρόσθετος λόγος που διευκολύνει ακόμη περισσότερο την ανεπανάληπτη αυτή εξάπλωση, είναι η παράλληλη επικράτηση των φιλελεύθερων ιδεών στην πολιτική επιστήμη και κυρίως η εγκαθίδρυση φιλελεύθερων κοινοβουλευτικών πολιτευμάτων σε όλο και περισσότερα προηγμένα κράτη. 
Την περίοδο αυτή, όπου στα πλαίσια του πολιτικού φιλελευθερισμού διατυπώνεται ξεκάθαρα το αίτημα για ισότητα των γυναικών έναντι του νόμου, εμφανίζονται δειλά δειλά και οι πρώτες σημαντικές γυναίκες στα διάφορα πεδία της επιστήμης, όπως λ.χ. η Χέρθα Άιρτον, η Άντα Λόβελας και η Μαίρη Σάμερβιλ στα μαθηματικά, η Καρολίνα Χέρσελ στην αστρονομία κ.α. Έτσι και στο χώρο της οικονομικής επιστήμης μεταξύ των διαδόχων του μεγάλου Σκωτσέζου οικονομολόγου, με ουσιώδη συμβολή στη διάδοση της φιλελεύθερης οικονομικής διδασκαλίας, συναντάμε στις αρχές του 19ουαιώνα και δύο γυναίκες! Πρόκειται για την Τζέιν Μάρκετ (1763-1858) και τη Χάριετ Μαρτινάου (1802-1876).
Η Τζέιν Μάρκετ, άτομο ιδιαίτερης μορφώσεως και πολλών ενδιαφερόντων, πριν ασχοληθεί με την οικονομική επιστήμη είχε σπουδάσει χημεία και φιλοσοφία. Το 1816 εκδίδει στο Λονδίνο το σημαντικότερο οικονομολογικό έργο της με τίτλο Conversations on political economy, in which the elements of that science are familiarly explained, το οποίο γνώρισε σημαντική εκδοτική επιτυχία σε όλη την Ευρώπη (μεταφράστηκε αμέσως στη γαλλική γλώσσα και εκδόθηκε τον επόμενο χρόνο στο Παρίσι και στη Γενεύη). Η Μάρκετ με το έργο της αυτό δεν εισκόμισε μεν νέες ιδέες στην οικονομική επιστήμη αλλά εντούτοις κατάφερε να εκλαϊκεύσει με εντυπωσιακό τρόπο τη διδασκαλία του Άνταμ Σμιθ. Παρά τις ειρωνείες από μέρους πολλών οικονομολόγων συναδέλφων της, οι οποίοι προσπάθησαν αβάσιμα να υποβαθμίσουν το έργο και τη συμβολή της στην οικονομική επιστήμη, μη ανεχόμενοι για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, την παρουσία μιας γυναίκας ...στα πόδια τους, «η Τζέιν Μάρκετ -γράφει ο Ερνέστ Τιλχάκ- είναι «η μόνη γυναίκα, που έγραψε περί κοινωνικής οικονομικής, αναδείχθηκε όμως ανώτερη από πολλούς άνδρες».
Η Χάριετ Μαρτινάου το διάστημα μεταξύ 1832-1834 εκδίδει, επίσης, στο Λονδίνο, το σημαντικότερο έργο της, το εννεάτομο Illustrations of political economy. Με το έργο της αυτό, το οποίο επίσης μεταφράστηκε στη γαλλική και στη γερμανική γλώσσα, επιχειρεί -κι αυτή- να εκλαϊκεύσει τη φιλελεύθερη οικονομική θεωρία, όπως αυτή διατυπώθηκε κυρίως από τους Σμιθ, Μάλθους και Ρικάρντο, όχι όμως μέσω εκλαϊκευτικών διαλόγων, όπως η Μάρκετ, αλλά με πρωτότυπες αφηγήσεις. 
Στα παραπάνω έργα τους τόσο η Μάρκετ όσο και η Μαρτινάου υποστήριξαν θερμά την ελευθερία του εμπορίου, την κατάργηση των δασμών, των πάσης φύσεως συντεχνιακών προνομίων καθώς και την απελευθέρωση της αγγλικής οικονομίας από πολλούς κρατικούς περιορισμούς που διατηρούνταν αναλλοίωτοι για αιώνες από την εποχή ακόμη της βασίλισσας Ελισσάβετ Α΄.
Η επίδραση των δύο γυναικών υπήρξε, όπως φαίνεται, αξιοσημείωτη όχι μόνο στη θεωρία αλλά και στην πράξη, τόσο στη φιλελεύθερη οικονομική πολιτική του πρωθυπουργού Σερ Ρόμπερτ Πηλ όσο και στη διαμόρφωση του κινήματος «Ένωση κατά των δασμών και των σιτηρών» με ηγέτη τον Ρίτσαρντ Κόμπντεν. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που η παρουσία τους στην οικονομική επιστήμη ανάγκασε τον Γιόζεφ Σουμπέτερ να παραδεχθεί, ότι η φιλελεύθερη σχολή «κατέκτησε στη θριαμβευτική της πορεία και αυτά ακόμη τα παρθεναγωγεία.».

* Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο της 13ης Μαρτίου 2020.

Σάββατο 16 Μαΐου 2020

Τα θύματα των επιδοτήσεων*

Το μεγαλύτερο θύμα του επιδοματικού κράτους είναι αυτό που ονομάζουμε «φιλοπρόοδος φτωχός». Οι πλούσιοι παρά τη «ληστεία» του μόχθου τους μέσω της φορολογίας κουτσά στραβά ανταπεξέρχονται τουλάχιστον για ένα χρονικό διάστημα. Οι φιλοπρόοδοι όμως και ικανοί άνθρωποι που θέλουν να ξεφύγουν από τη φτώχεια τους ξεκινώντας μια επιχείρηση με τις πενιχρές –ελέω φορολογίας- αποταμιεύσεις τους, εμποδίζονται συστηματικά από τις χιλιάδες κρατικές ρυθμίσεις (λ.χ. φορολογικοί συντελεστές, προκαταβολή φόρου, κατώτατος μισθός, αποζημιώσεις απολύσεων, γραφειοκρατία κ.α.).
Στην εκπαίδευση οι περιορισμοί και οι απαγορεύσεις λειτουργούν επίσης εναντίον των φιλόδοξων και με δίψα για μάθηση παιδιών. Σε μια φτωχογειτονιά του Πειραιά μου έλεγε ένας σπουδαίος άνθρωπος του μεροκάματου πόσο θα ήθελε το χαρισματικό παιδί του να ήταν σε θέση να το στείλει σε ένα καλύτερο σχολείο. Στο σχολείο της γειτονιάς του, όπου υποχρεωτικά πηγαίνει, εισπράττει σαρκασμό και απόρριψη και σε μερικές περιπτώσεις και ωμή βία από μια μερίδα των συμμαθητών του γιατί σε αντίθεση με αυτούς το παιδί δείχνει ζήλο για τα μαθήματα, του αρέσει το διάβασμα και είναι άριστος μαθητής. Η αριστεία είναι γι΄αυτούς ...ρετσινιά. Οι γονείς δεν έχουν τη δυνατότητα να στείλουν το παιδί τους σε ένα από τα ομολογουμένως πολύ καλά -και οικονομικά- ιδιωτικά σχολεία της περιοχής (τα κουπόνια εκπαίδευσης δεν έχουν δυστυχώς θεσμοθετηθεί) ούτε όμως και σε κάποιο άλλο δημόσιο σχολείο της περιοχής καθώς η επιλογή αυτή απαγορεύεται από την αναχρονιστική νομοθεσία (catchment area system). Ίσως γιατί αυτό θα ήταν το πιο αξιόπιστο σύστημα αξιολόγησης των σχολικών μονάδων. Το εκπαιδευτικό σύστημα με τις ρυθμίσεις και τις απαγορεύσεις του εμποδίζει τα ταλαντούχα παιδιά των φτωχών νοικοκυριών να ξεφύγουν από τη φτώχεια τους.
Το πρόβλημα είναι γενικότερο όμως. Σε όλη την ελληνική κοινωνία υπάρχει μια ατμόσφαιρα φθόνου, η οποία δεν είναι αποτέλεσμα της φτώχειας per se. Τις νοοτροπίες αυτές τις έχει συστηματικά καλλιεργήσει το μεγάλο «φιλέσπλαχνο» επιδοματικό κράτος. Έχει μάθει τους ανθρώπους, ότι οι εύποροι συμπολίτες τους έχουν τάχα υποχρέωση να τους συντηρούν κι ότι για την κατάσταση, στην οποία βρίσκονται αυτοί δεν έχουν καμμία απολύτως ευθύνη. Δεν είναι λοιπόν αξιοπερίεργο ότι, όποιος συντηρείται συστηματικά από το προνοιακό κράτος, αντιπαθεί, όποιον φιλόδοξο άνθρωπο επιθυμεί να σταθεί στα πόδια του και αναλαμβάνει ο ίδιος την ευθύνη της κατάστασής του. Η έξοδος ενός φτωχού από τα δεσμά της ανέχειας, η πρόοδος ενός μαθητή από μια φτωχή οικογένεια είναι πάντοτε ένα αγκάθι στα μάτια, όσων γύρω του, στον περίγυρό του, βολεύονται από το να ζητούν κρατικές ενισχύσεις με τα λεφτά των άλλων. Στο μυαλό τους το φωτεινό παράδειγμα είναι μια ενοχλητική υπενθύμιση, ότι για την κατάσταση στην οποία βρίσκονται ευθύνονται μόνο οι ίδιοι. Σε ένα μόνο ίσως δεν έχουν την αποκλειστική ευθύνη, ότι αυτή η νοοτροπία που παλαιότερα θα τους γέμιζε ενοχές και τύψεις, απενοχοποιήθηκε από τη συστηματική κρατική προπαγάνδα δεκαετιών τώρα.

* Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο στις 9 Μαΐου 2020.


Τα δύσκολα έρχονται, μειώστε το κράτος τώρα*

Δεν είναι εύκολο να υπολογιστεί με ακρίβεια το κόστος της πανδημίας για την ελληνική οικονομία. Εκτιμώ ωστόσο ότι, παρά τις αξιόλογες προσπάθειες της κυβέρνησης, το βάθος της κρίσης θα είναι δυσθεώρητο. Εξηγούμαι:
Ένα πολύ σημαντικό τμήμα του ΑΕΠ της χώρας παράγεται από τους κλάδους του τουρισμού και της ναυτιλίας. Οι δύο αυτοί κλάδοι είναι κυκλικοί. Βασίζονται δηλαδή στη διαδρομή της ζήτησης.
Η άμεση και έμμεση συνεισφορά του τουρισμού στην ελληνική οικονομία ανέρχεται κατά τους πιο μετριοπαθείς υπολογισμούς περίπου στο 21%-23% του ΑΕΠ. Αντιστοίχως, η ποντοπόρος ναυτιλία συνεισφέρει περίπου 7% στο ΑΕΠ της χώρας. Και οι δύο κλάδοι μαζί αγγίζουν το 30%.
Η τουριστική περίοδος στην Ελλάδα διαρκεί έξι μήνες. Για τα εποχικά τουριστικά καταλύματα ο Μάϊος χάθηκε ήδη και μετά τις δηλώσεις του πρωθυπουργού το ίδιο θα συμβεί και τον Ιούνιο. Συνεπώς χάθηκε ήδη το 1/3 της τουριστικής περιόδου. Το μεγάλο πρόβλημα δεν βρίσκεται τόσο στην ελληνική πλευρά όσο στις χώρες προέλευσης των τουριστών. Η πιθανότητα κατά την τρέχουσα τουριστική περίοδο να μην απογειώνονται αεροπλάνα επειδή σήμερα κανείς δε διαθέτει γρήγορες και αξιόπιστες διαγνωστικές εξετάσεις που θα επιτρέπουν στους ανθρώπους να ταξιδεύουν με ασφάλεια για εαυτούς και αλλήλους είναι μεγάλη.
Η καθίζηση του δια θαλάσσης παγκόσμιου εμπορίου μείωσε επίσης σε μεγάλο ποσοστό τους ναύλους και θα έχει επίπτωση στον κύκλο εργασιών της ποντοπόρου ναυτιλίας μας.
Η κυβέρνηση αντιδρώντας γρήγορα στήριξε τη συνολική ζήτηση, ώστε η αναπόφευκτη πτώση της να μην είναι απότομη. Κάθε όμως επιδοματική πολιτική έχει αρνητικές συνέπειες για την οικονομία όταν τα διάφορα επιδόματα γίνονται μόνιμα. Ο κίνδυνος τα πάσης φύσεως επιδόματα με το πρόσχημα της έκτακτης ανάγκης να καταστρέψουν τα δημόσια οικονομικά είναι μεγάλος. Θα αντιτείνει κάποιος, ότι, για όσο χρόνο διαρκεί η κρίση, υπάρχει δημοσιονομική χαλάρωση. Πράγματι, αλλά τα δημόσια οικονομικά τα προσέχουμε ως κόρη οφθαλμού όχι γιατί μας υποχρεώνει να το κάνουμε κάποιο σύμφωνο σταθερότητας ή κάποιο μνημόνιο ή κάποιος τρίτος υπερεθνικός θεσμός αλλά επειδή χωρίς υγιή οικονομία καμία χώρα δεν προκόβει, δεν ευημερεί, δεν είναι ανεξάρτητη και ελεύθερη.
Η κυβέρνηση πρέπει να δώσει το βάρος της στην πλευρά της προσφοράς. Να στηριχθούν αποτελεσματικά οι βιώσιμες επιχειρήσεις, οι οποίες μολονότι κατάφεραν να επιβιώσουν στα δέκα χρόνια κρίσης υπό εξαιρετικά αντίξοοες συνθήκες κινδυνεύουν τώρα εξαιτίας του κορονοϊού να χρεοκοπήσουν.
Η καλύτερη στήριξη που μπορεί να δοθεί στην αληθινή οικονομία είναι η δραστική μείωση των φόρων σε φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις.
Τι πρέπει λοιπόν να γίνει:
-    Μείωση των φορολογικών συντελεστών σύμφωνα με τις προ κρίσης κυβερνητικές εξαγγελίες. Τώρα ίσως θα έπρεπε η μείωση να είναι ακόμη μεγαλύτερη.
-               Οριστική κατάργηση της προκαταβολής φόρου.
-   Δυνατότητα συμψηφισμού ζημιών των επιχειρήσεων με επιχειρηματικά κέρδη προηγουμένων ετών και μεταφοράς της ζημιάς τουλάχιστον στα δέκα χρόνια με κατάργηση όλων των ανόητων προϋποθέσεων και περιορισμών που θέτει ο ΚΦΕ.
-               Φορολογικά κίνητρα σε φυσικά πρόσωπα για επαναπατρισμό κεφαλαίων.
-               Περιορισμός όλων των περιττών δημοσίων δαπανών.
-         Απελευθέρωση της αγοράς εργασίας από τις ψευδοπροστατευτικές για τον εργαζόμενο νομοθετικές ρυθμίσεις που οδηγούν σε μαζική ανεργία, ενίσχυση της αυτοτέλειας των επιχειρησιακών συμβάσεων, μείωση της αποζημίωσης απόλυσης και κατάργηση του κατώτατου μισθού.
 Πρέπει να αντιληφθούμε ότι η «μονιμοποίηση» της επιδοματικής πολιτικής θα μετατρέψει τη βραχυπρόθεσμη φτώχεια σε μακροπρόθεσμη οικονομική καταστροφή. Αντιθέτως η διατηρήσιμη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας προϋποθέτει περισσότερη οικονομική ελευθερία κι ένα μικρό και αποτελεσματικό κράτος.

* Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο στις 2 Μαΐου 2020.

Η ιδιωτική εκπαίδευση την εποχή του κορονοϊού*

Έχω πολλές φορές γράψει για τη διαχρονικά σημαντική συμβολή της ιδιωτικής εκπαίδευσης στην ανάπτυξη του μορφωτικού κεφαλαίου της χώρας. Η ιδιωτική εκπαίδευση -παρά το γεγονός ότι το κράτος κάνει ό,τι μπορεί για να εμποδίσει την ομαλή λειτουργία της με τη θέσπιση σειράς αντικινήτρων για τους γονείς που θέλουν να στείλουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικό σχολείο- εξακολουθεί να παράγει πολύ καλά εκπαιδευτικά αποτελέσματα. Απόδειξη τούτου, ότι η ιδιωτική εκπαίδευση ανταποκρίθηκε άμεσα και με μεγάλη επιτυχία στην πρόκληση της από απόσταση εκπαίδευσης. Το σημαντικότερο, η ιδιωτική εκπαίδευση στην Ελλάδα -με όλα τα τρωτά και τις αδυναμίες της- αποτελεί το καλύτερο μέτρο σύγκρισης για να αντιληφθεί κανείς πόσο πιο αποτελεσματικός είναι ο ιδιωτικός τομέας από το υπερσυγκεντρωτικό, αναποτελεσματικό και συντεχνιακό δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα.
Η τρέχουσα κρίση του κορονοϊού δημιουργεί όμως νέα αρνητικά δεδομένα που καθιστούν το μέλλον της ιδιωτικής εκπαίδευσης ζοφερό.
Ως γνωστόν το 6,5% του μαθητικού πληθυσμού στην Ελλάδα φοιτά σε ιδιωτικά σχολεία. Οι γονείς που στέλνουν τα παιδιά τους σ΄αυτά απαλλάσσουν τον κρατικό προϋπολογισμό από μια δαπάνη περίπου 400 εκ. € ετησίως.
Υπό τις παρούσες συνθήκες η βαριά οικονομική ύφεση που θα ακολουθήσει θα έχει ως αποτέλεσμα τη δραματική συρρίκνωση των εισοδημάτων των εργαζόμενων στον ιδιωτικό τομέα. Δυστυχώς για μια ακόμη φορά μόνο ο ιδιωτικός τομέας θα πληρώσει το «μάρμαρο» της κρίσης. Οι περιττές δημόσιες δαπάνες δεν πρόκειται βεβαίως να μειωθούν και οι δημόσιοι υπάλληλοι συνεχίζουν να λαμβάνουν κανονικά το μισθό τους, ακόμη κι αυτοί που αποδεδειγμένα δεν εργάζονται ή υποαπασχολούνται. Η συρρίκνωση των εισοδημάτων θα περιορίσει αναπόφευκτα και τον αριθμό όσων επιλέγουν τα ιδιωτικά σχολεία. Σύμφωνα με υπολογισμούς το 15%-20% των βιώσιμων -πριν την πανδημία- ιδιωτικών σχολείων κινδυνεύει με άμεση χρεοκοπία.
Το ερώτημα είναι, εάν στην φαρέτρα της κυβέρνησης υπάρχουν μέτρα που θα θωράκιζαν την ιδιωτική εκπαίδευση από τις επιπτώσεις της πανδημίας; Ασφαλώς και υπάρχουν, αρκεί η κυβέρνηση να ξεπεράσει τις «σοβιετικού» τύπου λογικές του παρελθόντος και να επιδείξει θάρρος και αποφασιστικότητα απέναντι στις αναμενόμενες αντιδράσεις των πάσης φύσεως αντιδραστικών δυνάμεων που διεκδικούν αποφασιστικό ρόλο στα εκπαιδευτικά πράγματα. Τι μπορεί να κάνει:
Πρώτον, η μέση ετήσια δαπάνη του δημοσίου ανά μαθητή ανέρχεται περίπου σε 3.400 ευρώ ετησίως. Το ποσό αυτό θα πρέπει να δοθεί από το κράτος με τη μορφή επιταγής εκπαίδευσης σε όσους γονείς επιθυμούν από το Σεπτέμβριο να στείλουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικό σχολείο. Ωφελημένοι από το μέτρο δεν θα είναι βεβαίως οι πλούσιοι αλλά τα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα καθώς και όσα μεσαία νοικοκυριά πλήττονται από την οικονομική κρίση που θα προκαλέσει η πανδημία.
Δεύτερον, ο δραστικός περιορισμός της κρατικής παρέμβασης στην ιδιωτική εκπαίδευση κυρίως με την επιδίωξη της μέγιστης αυτονομίας στα εκπαιδευτικά προγράμματα και τη συνολική λειτουργία των ιδιωτικών σχολείων.
Τρίτον, η λειτουργία των ιδιωτικών σχολείων, ως κανονικών επιχειρήσεων και η αποκατάσταση του θεμελιώδους σε οποιαδήποτε ελεύθερη κοινωνία διευθυντικού δικαιώματος των εργοδοτών. Συναφώς η άμεση κατάργηση του αναχρονιστικού άρθρου 30 του νόμου των ιδιωτικών σχολείων και σειράς ακόμη ανελεύθερων διατάξεων που θίγουν ευθέως την αυτονομία τους.
Συμπερασματικά, η αυτονομία της ιδιωτικής εκπαίδευσης και η ενίσχυση της γονεϊκής επιλογής μέσω επιταγών εκπαίδευσης θα ήταν ωφέλιμη συνολικά για το εκπαιδευτικό μας σύστημα, όχι μόνο ως έκτακτο μέτρο αντιμετώπισης των συνεπειών ενός γεγονότος ανωτέρας βίας αλλά και ως μια σύγχρονη πολιτική ελεύθερης επιλογής που θα μεγιστοποιούσε τα εκπαιδευτικά αποτελέσματα και θα αύξανε το ανθρώπινο κεφάλαιο της χώρας.

* Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο της 25ης Απριλίου 2020.

Περί δημόσιας υγείας*

Υπάρχουν πολλοί που υποστηρίζουν ότι το κράτος πρέπει να έχει το αποκλειστικό μονοπώλιο της υγείας. Για να το δικαιολογήσουν μιλούν στη συνέχεια αορίστως και γενικόλογα για το «κοινωνικό δικαίωμα στην υγεία», το οποίο κατοχυρώνεται τάχα στο Σύνταγμα της χώρας.
Λυπάμαι που θα τους στενοχωρήσω αλλά η υγεία του πολίτη δεν συγκαταλέγεται στα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα, όσο σημαντική κι αν είναι για τον πολίτη. Θα μπορούσε ακόμη να σκεφτεί κανείς κι άλλα σημαντικότερα για τη ζωή του πολίτη αγαθά, όπως η τροφή, η στέγη κοκ., τα οποία επίσης δεν θεωρούνται δικαιώματα. Ο λόγος είναι ότι σ΄αυτά λείπει η νομική αυτάρκεια και η αγωγιμότητα. Οι αξιώσεις που εμπεριέχουν είναι τις περισσότερες φορές «ακάλυπτες επιταγές» για τον κομιστή τους, η παραβίασή τους δεν τιμωρείται, ενώ ως «μαϊμούδες δικαιώματα» δημιουργούν σύγχυση για την έννοια του αληθινού δικαιώματος.
-Εντάξει, μπορεί να μην είναι δικαίωμα αλλά σε κάθε περίπτωση η υγεία είναι δημόσιο και όχι ιδιωτικό αγαθό που δικαιολογεί το κρατικό μονοπώλιο, απαντούν κάποιοι.
Ας εξετάσουμε κι αυτό το επιχείρημα. Είναι άλλο  πράγμα η υποχρέωση του κράτους να εξασφαλίζει στους πολίτες του στοιχειώδη βιοτικά αγαθά και εντελώς διαφορετικό η αναγόρευση των αγαθών αυτών σε δημόσια αγαθά. Η μέριμνα για την υγεία των πολιτών δεν είναι τίποτε άλλο παρά η θεσμοποιημένη αλληλεγγύη που διευκολύνει την ατομική στοχοθεσία, καθήκον του κράτους δηλαδή υπέρ της ελευθερίας του ατόμου και όχι το αντίθετο.
Είναι αλήθεια ότι, στη σύγχρονη εποχή, υπό τακτικές ή επείγουσες καταστάσεις, όπως στην περίπτωση της τρέχουσας πανδημίας, υπάρχουν ασφαλώς λόγοι που συνηγορούν υπέρ της εμπλοκής του κράτους στη χρηματοδότηση του πολίτη που έχει ανάγκη για την παροχή σ΄αυτόν υπηρεσιών υγείας. Η προηγούμενη παραδοχή δεν δικαιολογεί ωστόσο το χαρακτηρισμό της υγείας των πολιτών, ως τάχα «δημόσιο αγαθό».
Ας δούμε λοιπόν τι είναι δημόσια αγαθά; Είναι εκείνα, όπως έγραφε ο Άνταμ Σμιθ «(...) που μολονότι μπορεί να είναι στον υψηλότατο βαθμό επωφελή για μια κοινωνία, είναι εντούτοις τέτοιας φύσης ώστε το κέρδος από αυτά δεν θα μπορούσε ποτέ να υπερκεράσει τις δαπάνες του οποιουδήποτε ατόμου (...)», και των οποίων η ζήτηση δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί, εξαιτίας κυρίως του φαινομένου του «τζαμπατζή», εκείνων δηλαδή που έχουν κίνητρο να κάνουν χρήση, χωρίς να πληρώσουν. Έτσι, εάν ο αριθμός των τζαμπατζήδων είναι μεγάλος και ο αποκλεισμός τους δυσχερής, ο ιδιωτικός τομέας δεν ενδιαφέρεται για την παραγωγή τους και απέχει από αυτήν. Επομένως, εάν η υγεία ήταν δημόσιο αγαθό, ο ιδιωτικός τομέας δεν θα δραστηριοποιούνταν στην παροχή υπηρεσιών υγείας. Αντιθέτως, ο ιδιωτικός τομέας όχι μόνο δραστηριοποιείται στην αγορά υπηρεσιών υγείας, αλλά παρουσιάζει, κατά κανόνα, καλύτερα αποτελέσματα από τον δημόσιο τομέα, με σημαντικά χαμηλότερο κόστος και υψηλότερο όφελος για τον πολίτη.

Για να είμαστε ακριβείς, υπάρχουν και κάποιες ειδικές περιπτώσεις, όπως είναι λ.χ. ο γενικός εμβολιασμός του πληθυσμού, όπου εδώ πράγματι πρόκειται για δημόσιο αγαθό καθώς το κράτος αναλαμβάνει να προσφέρει μια υπηρεσία που διαφορετικά δεν θα μπορούσε να προσφερθεί από τον ιδιωτικό τομέα γιατί, όπως επισημαίνει ο Χάγεκ «δεν είναι δυνατόν να περιοριστούν οι ωφέλειες μόνο σ΄εκείνους, οι οποίοι είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν γι΄αυτές».

* Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο της Μεγάλης Παρασκευής 17 Απριλίου 2020

Οι δύο κανόνες

                              Από τα διδάγματα της ιστορίας μπορούμε να κατανοήσουμε τη σημασία που έχουν τα καλά δημόσια οικονομικά για την...