Τετάρτη 8 Απριλίου 2015

Πρότυπα σχολεία και ιδεοληψίες*



Ποιος θα επέλεγε να εγχειριστεί από έναν μέτριο χειρουργό ή να δει στην αγαπημένη ομάδα του έναν μέτριο προπονητή; Κι όμως, η αρχή «της χρυσής μετριότητας» είναι η διακηρυγμένη αρχή της κυβέρνησης στην εκπαίδευση.
Μπορεί ο υπουργός Παιδείας να δήλωσε ότι δεν καταργούνται τα πρότυπα σχολεία αλλά μέχρι στιγμής ουδείς γνωρίζει τον τρόπο εισαγωγής των μαθητών σε αυτά. Το θέμα παραμένει ανοιχτό και το Υπουργείο Παιδείας επιχειρεί να ισορροπήσει μεταξύ αφενός των συμφερόντων της συντριπτικής πλειονότητας γονέων και μαθητών που αισθάνονται αβεβαιότητα και οργή εξαιτίας των κυβερνητικών παλινωδιών και αφετέρου να «κλείσει το μάτι» στα συνδικάτα των καθηγητών οι οποίοι, κυρίως λόγω ιδεοληψίας, δεν αισθάνονται άνετα με τα πρότυπα και τα πειραματικά σχολεία. Αλλά πρότυπα σχολεία χωρίς εξετάσεις μοιάζουν με ποδήλατο χωρίς ρόδες. Δεν έχουν καμία απολύτως έννοια χωρίς την ύπαρξη αυστηρής επιλογής του μαθητικού τους δυναμικού.
Η εύλογη απάντηση στο ερώτημα «γιατί χρειαζόμαστε τα πρότυπα σχολεία;» είναι ότι τέτοιου είδους θεσμοί ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα των χωρών στον διεθνή καταμερισμό εργασίας μέσω της πρόωρης ανίχνευσης, αξιοποίησης, προσέλκυσης και διατήρησης ταλαντούχου ανθρώπινου δυναμικού. Δεν υπάρχει προηγμένη χώρα που να μην έχει εφαρμοστεί αντίστοιχος θεσμός προτύπων σχολείων. Στην Αγγλία υπάρχουν, λ.χ., τα Grammar Schools, ενώ στη Γερμανία τα Gymnasiums. Ακόμη και στην πρώην Σοβιετική Ένωση οι κομμουνιστές είχαν δημιουργήσει τα special schools, με σκοπό τη δημιουργία ενός μηχανισμού έγκαιρης διάγνωσης και αξιοποίησης των μαθητών με ιδιαίτερες πνευματικές ικανότητες. Η χώρα μας με τη γενικότερη αποστροφή των εκπαιδευτικών θεσμών της και των πανίσχυρων εκπαιδευτικών συντεχνιών προς τον ανταγωνισμό υπονομεύει τους προικισμένους με ταλέντα και δεξιότητες μαθητές. Κατ’ αυτόν τον τρόπο υπονομεύει τον εαυτό της υποθηκεύοντας το μέλλον της. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα κατατάσσεται μόλις στην 50ή θέση στον τομέα της αποτελεσματικής διαχείρισης και αξιοποίησης ταλέντων κατά τον παγκόσμιο δείκτη ανταγωνιστικότητας ταλέντων (GTCI)[i].
Ένα δεύτερο επιχείρημα είναι ότι τα πρότυπα σχολεία διευρύνουν τις διαθέσιμες επιλογές γονέων και μαθητών στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα. Η Ελλάδα είναι, πάλι σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, μια χώρα της οποίας το εκπαιδευτικό σύστημα χαρακτηρίζεται από τον μικρότερο βαθμό ποικιλίας δημόσιων σχολείων και άρα διαθέσιμων επιλογών σε ειδικές ομάδες μαθητών ώστε να καλλιεργήσουν τα ιδιαίτερα ταλέντα και τις κλίσεις τους.[ii] Θα μπορούσε βέβαια να αντιτείνει κανείς πως κάτι τέτοιο θα μπορούσε να επιτευχθεί στο πλαίσιο του ενιαίου (comprehensive) σχολείου για όλους τους μαθητές. Όμως είναι σαφές πως πρόκειται για μια ιδιαίτερα ακριβή επιλογή, την οποία τα δημόσια οικονομικά της χώρας αλλά και πολύ πιο αναπτυγμένων χωρών δεν είναι δυνατόν να υποστηρίξουν. Έτσι προκρίνεται η ανάπτυξη πολλαπλών τύπων σχολείων για να καλύψουν ειδικά ταλέντα μαθητών.
Ένα τρίτο επιχείρημα υπέρ της διατήρησης των προτύπων σχολείων είναι η τεράστια αποδοχή του θεσμού από τους άμεσα ενδιαφερόμενους, δηλαδή τους γονείς και τους μαθητές, τους οποίους μονίμως στην Ελλάδα αγνοούμε, λες και το εκπαιδευτικό σύστημα υπάρχει για να ικανοποιεί τα συντεχνιακά αιτήματα των δασκάλων και καθηγητών. Έτσι ενώ το 2013 η ζήτηση εκφρασμένη ως η αναλογία αιτήσεων προς προσφερόμενες θέσεις για τα πρότυπα σχολεία ήταν 3,1:1, το επόμενο έτος η σχετική αναλογία εκτοξεύθηκε σε 3,9:1 σημειώνοντας αύξηση κατά 25%.[iii] Είναι βέβαιο πως η αύξηση της ζήτησης λειτούργησε τουλάχιστον εν μέρει εις βάρος των μεγάλων ιδιωτικών σχολείων, τα οποία ο νέος υπουργός Παιδείας με ειλικρίνεια αναγνώρισε κατά τις Προγραμματικές Δηλώσεις της κυβέρνησης ότι είχαν μετατραπεί στα «καλά σχολεία της χώρας». «Στην εποχή μου τα καλά σχολεία ήταν τα δημόσια σχολεία, ενώ σήμερα καλά σχολεία θεωρούνται τα ιδιωτικά σχολεία» ανέφερε συγκεκριμένα. Και πράγματι έτσι είναι. Αρκεί κανείς να ανατρέξει στα δημοσιευμένα στοιχεία. Στο χρονικό διάστημα από το 1986, δηλαδή τη σχολική χρονιά μετά την κατάργηση των πρότυπων σχολείων, μέχρι και το 2009, τη χρονιά δηλαδή που ενέσκηψε η οικονομική κρίση στη χώρα, τα ιδιωτικά σχολεία αύξησαν το μερίδιο της συμμετοχής τους στο μαθητικό πληθυσμό κατά περίπου 43,6% σε βάρος φυσικά του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος.[iv]
Μήπως όμως με την κατάργηση των πρότυπων σχολείων μειώθηκε τουλάχιστον η κοινωνική ανισότητα στην εκπαίδευση, όπως επαγγέλλονταν οι λαϊκιστές του ΠΑΣΟΚ και των κομμάτων της αριστεράς; Ούτε αυτό φαίνεται να ισχύει. Όπως προκύπτει από τον παρακάτω Πίνακα, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ, ενώ τη χρονιά κατάργησης των πρότυπων σχολείων οι μισοί περίπου πρωτοετείς φοιτητές των ΑΕΙ προέρχονταν από οικογένειες χαμηλού εκπαιδευτικού επιπέδου και άρα κατά τεκμήριο και χαμηλού εισοδηματικού επιπέδου, το 2008 μόλις ένας στους δέκα πρωτοετείς φοιτητές προερχόταν από τα αντίστοιχα στρώματα.[v] Αυτό εν μέρει οφείλεται βεβαίως και στη μείωση στον γενικό πληθυσμό των ατόμων με χαμηλή εκπαίδευση. Συγκεκριμένα, ενώ σύμφωνα με σχετικές εκθέσεις του ΟΟΣΑ μεταξύ του 1971 και του 1991 υπήρξε μείωση των ατόμων με εκπαίδευση δημοτικού ή και μικρότερη κατά 2,8 φορές, η αντίστοιχη μείωση στην εκπροσώπηση των πρωτοετών φοιτητών που προέρχονται από τις οικογένειες αυτές μεταξύ των ετών 1985 και 2005 ήταν μικρότερη κατά 4,2 φορές.[vi] Ενώ, με άλλα λόγια, μεσολάβησε η μαζικοποίηση του συστήματος της ανώτατης εκπαίδευσης της χώρας (και με την ίδρυση πολλών νέων ΑΕΙ), ο «εκδημοκρατισμός» του ελληνικού Πανεπιστημίου (με το νόμο 1268/82, γνωστό και ως νόμο πλαίσιο) και η κατάργηση όλων των σχολείων της «ελίτ» (με την κατάργηση όλων των προτύπων το 1983), το εκπαιδευτικό μας σύστημα έγινε περισσότερο κοινωνικά επιλεκτικό εξυπηρετώντας τα συμφέροντα όχι των φτωχών αλλά των ευκατάστατων κοινωνικών στρωμάτων. Όπως αποδεικνύει η οικονομική ανάλυση ελάχιστα από τα χρήματα που δαπανά το κράτος για την εκπαίδευση πηγαίνουν στους φτωχούς. Αυτή είναι και η μόνιμη παρενέργεια όλων των συστημάτων κοινωνικής πολιτικής που στηρίζονται στη μεσολάβηση πολιτικών και γραφειοκρατικών μηχανισμών και δεν επιδοτούν απευθείας εκείνους που πραγματικά έχουν ανάγκη. Δεν ενισχύουν τους φτωχούς αλλά τα μεσαία και εύρωστα οικονομικά στρώματα που διαθέτουν τους μηχανισμούς πληροφόρησης και πρόσβασης στη γραφειοκρατία. Άρα οι λόγοι θα πρέπει να αναζητηθούν αλλού, καθώς τα αίτια είναι βαθύτερα από αυτά που κοινότοπα συνήθως διακινούνται από τις κομματικές και συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες. Άλλωστε και μόνο το πλήθος των προτύπων σχολείων (μόλις 60 σε όλη τη χώρα) σε σχέση με το σύνολο των σχολείων της χώρας (περίπου 12.500) και με μόνο οδηγό τη λογική θα μπορούσε να οδηγήσει κάποιον στο συμπέρασμα ότι δεν είναι δυνατόν να αποδίδεται η έλλειψη κοινωνικής δικαιοσύνης του εκπαιδευτικού μας συστήματος στα πρότυπα σχολεία.
Με βάση τα παραπάνω συμπεραίνουμε πως η κυβέρνηση πρέπει να κινηθεί προς την εντελώς αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που δείχνει ότι ακολουθεί στα πρώτα της βήματα. Τα πρότυπα σχολεία είναι ανάγκη να αποτελέσουν ένα εκτεταμένο δίκτυο σχολείων σε όλες τις περιφέρειες της χώρας ώστε όλα τα παιδιά, και όχι μόνο αυτά της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, με ιδιαίτερες πνευματικές ικανότητες και χαρίσματα να μπορούν να αξιοποιούν πλήρως τις δυνατότητές τους αυτές μέσα στο δημόσιο σύστημα χωρίς οι γονείς τους να αναγκάζονται να καταφεύγουν, εάν φυσικά έχουν την οικονομική δυνατότητα, στα ιδιωτικά σχολεία. Η οικονομική αδυναμία των γονέων ή η έλλειψη κατάλληλων σχολείων υποδοχής δεν πρέπει να είναι οι αιτίες που θα εμποδίσουν την πρόοδο παιδιών που ξεχωρίζουν. Σε αυτά τα φωτισμένα μυαλά μπορεί να ελπίζει η χώρα για να ξεφύγει από την υστέρηση και το περιθώριο.
Σκοπός της εκπαίδευσης δεν μπορεί να είναι η «σφαγή» των αρίστων, αλλά, όπως συμβαίνει γενικότερα στην πραγματική ζωή, η παροχή σε όλα τα παιδιά του δικαιώματος της επιλογής και της ευκαιρίας να αναπτύξουν τα ιδιαίτερα ταλέντα τους και τις άνισες δυνατότητές τους. Ο πλούτος μιας χώρας είναι το ανθρώπινο κεφάλαιο που επιτρέπει αυτή να δημιουργηθεί μέσω των εκπαιδευτικών θεσμών της.

* Δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή της 8ης Απριλίου 2015.




[i] http://goo.gl/MBUe4U
[ii] OECD (2010c). Indicator D5: What school choices are available and what measures do countries use to promote or restrict school choice? Στο Education at a glance 2010: OECD indicators. Paris: OECD Publishing. Ανακτήθηκε από http://goo.gl/Cu97UT
[iii] http://goo.gl/1a1nYh

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Οι δύο κανόνες

                              Από τα διδάγματα της ιστορίας μπορούμε να κατανοήσουμε τη σημασία που έχουν τα καλά δημόσια οικονομικά για την...