Μια χώρα, εάν θέλει να έχει μέλλον, πρέπει να ευνοεί την
επιχειρηματικότητα και ταυτοχρόνως να διδάσκει διαρκώς στους πολίτες της τα
οφέλη που προκύπτουν από αυτήν. Οι δύο βασικές προϋποθέσεις για τη διατηρήσιμη
ανάπτυξη της οικονομίας μας είναι η μείωση του κράτους και η προσέλκυση ξένων
άμεσων επενδύσεων. Προϋπόθεση του δευτέρου είναι, χωρίς συζήτηση, το πρώτο.
Όλες ανεξαιρέτως οι μελέτες των διεθνών οργανισμών για την Ελλάδα
συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι η χώρα μας δεν είναι ελκυστικός προορισμός για
ξένες άμεσες επενδύσεις· συμφωνούν επίσης για τις συνθήκες που πρέπει να
επικρατούν προκειμένου να προσελκύσουμε το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών.
Ενδεικτικά αναφέρω για το έτος 2018: α) τον δείκτη
ανταγωνιστικότητας του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ και β) την έκθεση Doing
Business της Παγκόσμιας Τράπεζας. Στις δύο έγκυρες μελέτες ανταγωνιστικότητας
των χωρών η Ελλάδα καταλαμβάνει την 57η θέση μεταξύ 140 χωρών και την 72η
μεταξύ 190 χωρών αντιστοίχως. Ενδιαφέρον ωστόσο παρουσιάζει η κατάταξη της
χώρας στους επιμέρους τομείς της αγοράς εργασίας, της φορολογίας, της
γραφειοκρατίας και της απονομής της δικαιοσύνης, κριτήρια που λαμβάνουν
πρωτίστως υπόψη τους όσοι ενδιαφέρονται σοβαρά να επενδύσουν σε μια χώρα:
1. Ως προς την άρση των κανονιστικών εμποδίων στην αγορά εργασίας.
Η Ελλάδα κατατάσσεται στην αποτελεσματικότητα της αγοράς εργασίας μόλις στην
107η θέση επί συνόλου 140 χωρών, σύμφωνα με τον δείκτη Ανταγωνιστικότητας του
Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ. Παρά τις αποσπασματικές και δειλές
μεταρρυθμίσεις στην εργατική νομοθεσία η αγορά εργασίας στην Ελλάδα εξακολουθεί
να είναι δύσκαμπτη και υπερβολικά ρυθμισμένη. Εργαζόμενοι και επιχειρήσεις
εξακολουθούν να είναι «όμηροι» στα χέρια συνδικαλιστικών και κομματικών δικτύων
και μιας απαρχαιωμένης και ανελαστικής νομοθεσίας που μειώνει την
παραγωγικότητα και αυξάνει την ανεργία και τους κινδύνους για μια επιχείρηση.
2. Η υψηλή φορολογία, οι βαρύτατες ασφαλιστικές εισφορές και η
πολυπλοκότητα του φορολογικού συστήματος θεωρούνται και από τις δύο μελέτες ένα
από τα σημαντικότερα εμπόδια στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Στην 118η θέση στον δείκτη Ανταγωνιστικότητας και αντιστοίχως στην 65η θέση του
Doing Business κατατάσσεται η Ελλάδα και ως προς την επίπτωση των φόρων στην
ανταγωνιστικότητα της ελληνική οικονομίας. Η επίπτωση αυτή θα πρέπει να
συνυπολογιστεί και με τη γεωγραφική θέση της χώρας και ιδίως με τους χαμηλούς
φορολογικούς συντελεστές που ισχύουν στις γειτονικές μας χώρες (Βουλγαρία 10%,
Ρουμανία 15%, Κύπρος 12,5% κ.λπ.).
3.
Στον τομέα της γραφειοκρατίας και της πολυνομίας η Ελλάδα κατατάσσεται στην
131η θέση μεταξύ 140 χωρών.
4. Στον τομέα της αποτελεσματικότητας και της ταχύτητας απονομής
της δικαιοσύνης η Ελλάδα κατατάσσεται για το 2018 στην 132η θέση μεταξύ 140
χωρών στον δείκτη Ανταγωνιστικότητας και αντιστοίχως στην 127η θέση μεταξύ 190
χωρών στη μελέτη Doing Business. Ουδείς σοβαρός επιχειρηματίας θα επενδύσει σε
μια χώρα που ο μέσος χρόνος έκδοσης απόφασης σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο είναι
περίπου τέσσερα χρόνια (1.580 ημέρες).
Οι φόροι και η ανελαστική αγορά εργασίας μειώνουν την απόδοση μιας
επένδυσης. Η γραφειοκρατία, η πολυπλοκότητα του θεσμικού πλαισίου και η
καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης αυξάνουν το ρίσκο και την αβεβαιότητα
των επενδυτικών αποφάσεων.
Όλα τα παραπάνω μαζί καθιστούν τη χώρα μη επιλέξιμη για
επενδύσεις.
* Δημοσιεύθυκε στο Φιλελεύθερο της 29ης Μαρτίου 2019.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου