Το επάγγελμα των εκδιδομένων με αμοιβή προσώπων, ως γνωστόν έχει απελευθερωθεί. Ο κωδικός έναρξης επαγγέλματος στην εφορία είναι 93051006 («Υπηρεσίες Ιερόδουλου»). Εντούτοις στην πράξη η νόμιμη εργασία στο σεξ είναι σχεδόν αδύνατη εξαιτίας ενός αναχρονιστικού και καταπιεστικού θεσμικού πλαισίου, το οποίο θέτει παράλογα εμπόδια στην άσκησή του.
Η ψύχραιμη ανάλυση του ζητήματος των οίκων ανοχής μπορεί να θίγει τις «ευαισθησίες» μιας εντελώς ετερόκλητης ως προς τις αντιλήψεις της ομάδας αλλά για ένα κράτος δικαίου είναι πάνω από όλα ζήτημα ατομικής ελευθερίας.
Ας δούμε εν συντομία, ποιες είναι οι παράλογες αξιώσεις του νόμου Ευάγγελου Γιαννόπουλου (ν.2734/1999) για τους εργαζόμενους στο σεξ:
Στο νόμο (άρθρο 1 παρ. 1 εδ. β) ορίζεται μεταξύ άλλων, ως προϋπόθεση για να εργάζεται νομίμως κανείς να μην είναι παντρεμένος! Διατάξη απολύτως παράλογη και αντισυνταγματική, όπως έχει επισημανθεί και στο υπ΄αριθ. πρωτ. 14667/03/2.1/2003 Πόρισμα του Συνηγόρου του Πολίτη. Ο περιορισμός αυτός δεν ισχύει για κανένα άλλο επάγγελμα στην Ελλάδα και σε καμμιά άλλη χώρα, όπου έχει επιτραπεί το εκδίδεσθαι με αμοιβή.
Τα παράλογα συνεχίζονται, δεν επιτρέπεται σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο (άρθρο 3 παρ. 4) η εγκατάσταση εκδιδόμενων με αμοιβή προσώπων σε διατηρητέα ή παραδοσιακά κτίρια ή σε κτίρια που απέχουν σε ακτίνα λιγότερο από διακόσια (200) μέτρα μεταξύ άλλων από ναούς, νοσηλευτικά ιδρύματα, αθλητικά κέντρα, οικοτροφεία, ξενοδοχεία κατηγορίας από τριών έως πέντε αστέρων, βιβιοθήκες, ευαγή ιδρύματα, πλατείες. Με απόφαση μάλιστα του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου μπορεί να αυξάνονται οι αποστάσεις αυτές και να καθορίζονται και άλλα κτίρια στα οποία δεν επιτρέπεται η εγκατάσταση εργαζομένων στο sex.
Εάν κάποιος επιχειρήσει χρησιμοποιώντας το χάρτη της Αθήνας, του Πειραιά ή οποιασδήποτε άλλης ελληνικής πόλης να ανακαλύψει κάποιο σημείο εντός αστικού περιβάλλοντος, όπου επιτρέπεται η εγκατάσταση οίκου ανοχής, θα δυσκολευτεί πολύ.
Οι παραλογισμοί συνεχίζονται με το άρθρο 4. Στην πρώτη παράγραφο αυτού ορίζεται «Η χρήση οικημάτων για άσκηση επαγγελματικού ομαδικού εταιρισμού με οποιαδήποτε μορφή, όνομα ή τίτλο απαγορεύεται.». Με απλά λόγια δεν επιτρέπεται η ίδρυση κεφαλαιουχικής ή προσωπικής εταιρείας παροχής υπηρεσιών σεξ καθώς και το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι στους εργαζόμενους στο σεξ. Το κοντέρ του παραλογισμού τερματίζεται στις επόμενες παραγράφους του ίδιου άρθρου: στη δεύτερη παράγραφο επιτρέπεται σε ακόμη δύο το πολύ άτομα να εργάζονται στην ίδια εγκατάσταση αλλά σε διαφορετικές ώρες (παρ. 2)! Η πρόσληψη υπηρετικού προσωπικού απαγορεύεται, εκτός αν αυτό είναι άνω των πενήντα ετών και δεν είναι επίσης παντρεμένο...
Είναι δυνατόν σε μια ανοιχτή κοινωνία αυτή η χοντροκομμένη θεσμική ανοησία να συνεχίζεται και ένα -στα λόγια- αναγνωρισμένο και νόμιμο επάγγελμα να μην μπορεί να ασκηθεί νομίμως;
Η απαγόρευση έχει όμως και άλλες δυσάρεστες επιπτώσεις. Ας μην λησμονούμε, ότι, όταν στην αγορά δημιουργείται ένα κενό, σπέυδει πάντοτε να το καλύψει η μαύρη αγορά. Στην περίπτωσή μας μάλιστα, μαζί με την απώλεια εκατοντάδων εκαοτμμυρίων φορολογικών εσόδων για το κράτος από μια ευημερούσα αγορά sex, δημιουργούνται δυσθεώρητα κέρδη για τα κυκλώματα μαστροπείας και trafficking, τα οποία ξεπλένονται με χιλιάδες τρόπους.
Να είστε βέβαιοι, ότι η ίδρυση της πρώτης ανώνυμης εταιρείας παροχής σεξουαλικών υπηρεσιών θα σηματοδοτούσε το τέλος της μαστροπείας.
* Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο στις 29 Νοεμβρίου 2019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου