Στο άρθρο της προηγούμενης Παρασκευής αναφέρθηκα στο αναχρονιστικό θεσμικό πλαίσιο του επαγγέλματος των εργαζομένων στο σεξ, το οποίο ευνοεί οπωσδήποτε τη μαστροπεία και πολλά ακόμη κυκλώματα εκμετάλλευσης ανθρώπων.
Σήμερα θα αναλύσουμε την πολιτική οικονομία της αγοράς συμβατικών σεξουαλικών υπηρεσιών στην Ελλάδα κι ένα κρίσιμο ζήτημα αρχής.
Σύμφωνα με δημοσιευμένα στοιχεία, ο ανδρικός πληθυσμός της χώρας ανέρχεται σε 5.3 εκ.. Υπολογίζεται ότι οι σεξουαλικά ενεργοί άνδρες δεν ξεπερνούν τα 2,8 εκ. Εξ αυτών περίπου το 20% καταφεύγει στην αγορά σεξουαλικών υπηρεσιών. Άγαμοι, σε σχέση ή παντρεμένοι σχεδόν ισοκατανέμονται στα ποσοστά. Δυστυχώς δεν υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία για τον αριθμό των γυναικών-καταναλωτών σεξουαλικών υπηρεσιών με αμοιβή. Υπολογίζεται, ότι τα εκδιδόμενα πρόσωπα (άνδρες και γυναίκες) σε όλη τη χώρα αγγίζουν τις 20.000. Οι συναλλαγές σε πάσης φύσεως συμβατικές σεξουαλικές υπηρεσίες (στο δρόμο, σε οίκους ανοχής, κατ΄οίκον, πολυτελείας κ.λπ.) ξεπερνούν μηνιαίως τα 2.400.000. Η μέση τιμή το 2018 ανερχόταν περίπου σε 28 ευρώ αυξημένη περίπου κατά 10% σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο. Ο ετήσιος τζίρος της μαύρης αγοράς σεξ ξεπερνά τα 800 εκ. ευρώ.
Η λύση είναι η πλήρης νομιμοποίηση της αγοράς σεξουαλικών υπηρεσιών. Οι υπηρεσίες θα πρέπει να προσφέρονται από νόμιμες οργανωμένες επιχειρήσεις, οποιασδήποτε νομικής μορφής χωρίς κανένα επιπλέον περιορισμό, από όσους προβλέπονται για τα υπόλοιπα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος.
Με τη νομιμοποίηση θα ενταχθούν νομίμως στην αγορά και στο ασφαλιστικό σύστημα τουλάχιστον 15.000 νέοι κατά κανόνα σε ηλικία εργαζόμενοι με μέσες μικτές μηνιαίες αποδοχές περίπου 1.500 ευρώ. Το δημόσιο ταμείο θα εισπράττει από ΦΠΑ περίπου 80-90 εκ. € και περίπου 120-130 εκ. € από το φόρο εισοδήματος εργαζομένων και επιχειρήσεων και το φόρο μισθωτών υπηρεσιών. Ο ΕΦΚΑ θα έχει επιπλέον έσοδα γύρω στα 70 εκ. € ετησίως. Οι νόμιμα και χωρίς γραφειοκρατικά προσκόμματα λειτουργούσες επιχειρήσεις θα αποκτήσουν σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με τις παράνομες, των οποίων αργά ή γρήγορα ο αριθμός θα συρρικνωθεί σημαντικά. Οι νόμιμες επιχειρήσεις εκμεταλλευόμενες και το πλεονέκτημα της χώρας στην παγκόσμια τουριστική αγορά θα έχουν τη δυνατότητα να αναπτύξουν ένα ακόμη προϊόν, τον τουρισμό νομίμως παρεχόμενων σεξουαλικών υπηρεσιών.
Όπως μας δείχνουν τα επιτυχημένα μοντέλα της Γερμανίας και της Ολλανδίας, ο μεγάλος χαμένος από την εφαρμογή μιας τέτοιας αντιαπαγορευτικής πολιτικής θα ήταν χωρίς αμφιβολία το οργανωμένο έγκλημα και τα πανίσχυρα σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο κυκλώματα εμπορίας ανθρώπων (στη συντριπτική πλειονότητά τους πρόκειται για θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης), τα κέρδη των οποίων έχουν εκτιναχθεί στα ύψη.
Οι παραπάνω απόψεις με βεβαιότητα θα προκαλέσουν αντιδράσεις. Ένα ετερόκλητο σύνολο πατερναλιστών ή ηθικιστών (λ.χ. θρησκευτικές ομάδες, ακραίες οργανώσεις φεμινιστριών ή υποστηρικτών της πολιτικής ορθότητας) δεν πρόκειται να τις δει με καλό μάτι. Όσοι ενοχλούνται λησμονούν όμως ένα θεμελιώδες ζήτημα αρχής, πολύ πιο σημαντικό από τις οπωσδήποτε θετικές οικονομικές επιπτώσεις του μέτρου, ότι σε μια ανοιχτή και ελεύθερη πολιτεία δεν επιτρέπεται να περιορίζονται οι επιλογές του ατόμου, όταν δεν συμφωνεί με αυτές η πλειονότητα ή όταν οι περιορισμοί επιβάλλονται «για το καλό του».
Το άτομο είναι κυρίαρχο στο σώμα του κι εκείνο που κρίνει τι είναι καλό γι΄αυτό και τι όχι.
* Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο στις 6 Δεκεμβρίου 2019.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου