Πέμπτη 2 Μαΐου 2013

Η οικονομική ελευθερία προϋπόθεση της δημοκρατίας* Tου Τάσου Ι. Αβραντίνη



  
Γεώργιος Κ. Μπήτρος, Αναστάσιος Δ. Καραγιάννης,[i] Δημιουργική κρίση σε δημοκρατία και οικονομία με παράδειγμα τη σύγχρονη Ελλάδα, Παπαζήση, Αθήνα 2011, σελ. 489

Από τον τίτλο του ανά χείρας βιβλίου, καθώς και τη διάταξη και κατανομή της ύλης προκύπτει ότι ο σκοπός των συγγραφέων είναι πολύ ευρύτερος από το να παρουσιάσουν μια μεθοδική απάντηση στο ερώτημα τι πήγε στραβά στην Ελλάδα και τι κάνουμε. Χωρίς αμφιβολία, η επιλογή της Ελλάδας ως πεδίου ελέγχου και επαλήθευσης της ερμηνείας των πορισμάτων που προκύπτουν από την έρευνά τους καθιστά το βιβλίο εξαιρετικά ενδιαφέρον και επίκαιρο, λόγω και της οικονομικής (και όχι μόνον) κρίσης της χώρας. Ωστόσο η κύρια συμβολή των συγγραφέων βρίσκεται στην επιτυχία με την οποία ανιχνεύουν τις μεταβολές που επήλθαν στη σχέση δημοκρατίας και οικονομίας διαχρονικά και στις προτάσεις που διατυπώνουν για την αντιμετώπιση της έντασης που παρατηρείται μεταξύ της πολιτικής και της οικονομικής οργάνωσης στις σύγχρονες δημοκρατίες. Το κύριο μέλημά τους είναι να φωτίσουν τις βασικές αρχές πάνω στις οποίες στηρίζεται η οργάνωση των χωρών κατά το σύστημα της δημοκρατίας, επειδή μόνον αυτό επιτρέπει τον σεβασμό στις ατομικές ελευθερίες και τα ατομικά δικαιώματα. Κατά συνέπεια, η ενασχόλησή τους με την περίπτωση της Ελλάδας έχει ως σκοπό την ανάδειξη των προβλημάτων που προκύπτουν στην πράξη, όταν οι κυβερνώντες με τον έναν ή τον άλλον τρόπο υποσκάπτουν τους θεσμούς στο πλαίσιο των οποίων λειτουργεί η δημοκρατία. Εξάλλου, τη βασιμότητα αυτών των διαπιστώσεων επιβεβαιώνει και η πρόσφατη έκδοση του βιβλίου στα αγγλικά από έναν εκδοτικό οίκο διεθνούς εμβέλειας.[ii]

Δημιουργική κρίση στη δημοκρατία και στην οικονομία
Στο πρώτο μέρος η έμφαση της παρουσίασης εστιάζεται στην τεκμηρίωση του ακόλουθου θεωρήματος (καθώς και μερικών εξαιρετικού ενδιαφέροντος λημμάτων που το συνοδεύουν): «Ενώ η οικονομική οργάνωση μιας χώρας κατά το σύστημα της ελεύθερης οικονομίας της αγοράς χωρίς δημοκρατία είναι εφικτή, το αντίστροφο αποκλείεται».[iii]
Για την τεκμηρίωση του παραπάνω θεωρήματος, στο πρώτο κεφάλαιο, γίνεται μια εκτεταμένη αναφορά στην αρχαία Αθήνα, όπου μετά από μια μακρά εξελικτική πορεία εφαρμόστηκε ο δημοκρατικός τρόπος διακυβέρνησης. Ειδικότερα, εξειδικεύονται τα όργανα τα οποία έφεραν το βάρος της λήψης των πολιτικών αποφάσεων, οι αρχές επί των οποίων βασιζόταν η λειτουργία τους, η ευθύνη που έφεραν οι πολίτες για τη σωστή λειτουργία των θεσμών της πολιτείας, κ.ο.κ. Καθώς η Αθηναϊκή Δημοκρατία ήταν άμεση, αυτοί που καρπούνταν τα οφέλη και έφεραν βεβαίως το κόστος για τις αποφάσεις που λαμβάνονταν ήταν οι ίδιοι οι πολίτες. Αλλά για να είναι οι πολίτες κυρίαρχοι (sovereign) και να απολαμβάνουν τις ατομικές ελευθερίες τους, η αθηναϊκή πολιτεία εγγυόταν με τους νόμους και τους θεσμούς που είχαν υιοθετηθεί το απαραβίαστο των περιουσιακών τους δικαιωμάτων. Σ’ αυτή τη διευθέτηση, δηλαδή της πλήρους και αδιαμφισβήτητης προστασίας των περιουσιακών δικαιωμάτων των πολιτών, βασιζόταν η οργάνωση της αρχαίας αθηναϊκής οικονομίας κατά το σύστημα της ελεύθερης οικονομίας της αγοράς. Με άλλα λόγια, η δημοκρατία κατέστη εφικτή γιατί βασίστηκε στην αναγνώριση και διασφάλιση των περιουσιακών δικαιωμάτων, η εκμετάλλευση των οποίων από τα άτομα, για το καλό των ιδίων και του συνόλου, προϋποθέτει περιβάλλον οικειοθελών ανταλλαγών.[iv]
Όταν κατά τον 18ο αιώνα υπό την επίδραση των ιδεών του Διαφωτισμού οι περισσότερες χώρες της Δύσης επέλεξαν τον δημοκρατικό τρόπο διακυβέρνησης, οι πρωτεργάτες αυτής της εξέλιξης γνώριζαν πολύ καλά την άρρηκτη σχέση μεταξύ δημοκρατίας και ελεύθερης οικονομίας. Οι μεγάλοι φιλόσοφοι της εποχής είχαν μελετήσει σε βάθος την αρχαία ελληνική γραμματεία (κυρίως την οικονομική σκέψη του Αριστοτέλη) και επιχείρησαν να οικοδομήσουν τις χώρες τους στα πρότυπα της Αθηναϊκής Δημοκρατίας και της ελεύθερης οικονομίας. Ομοίως, γίνεται αμέσως αντιληπτό στον εξοικειωμένο αναγνώστη ότι οι συγγραφείς μελέτησαν σε βάθος τον καταγεγραμμένο σε πληθώρα επιστολών προβληματισμό των «πατέρων» του αμερικανικού έθνους για το είδος και την ποιότητα των δημοκρατικών θεσμών. Από αυτές προκύπτει ότι οι «πατέρες» της αμερικανικής ανεξαρτησίας σαφώς προτιμούσαν το μοντέλο της άμεσης δημοκρατίας, αλλά λόγω του μεγέθους των εθνικών κρατών, των μεγάλων γεωγραφικών αποστάσεων και των τεχνολογικών περιορισμών που επικρατούσαν στην εποχή τους, αντί της άμεσης επέλεξαν τελικώς την έμμεση ή αντιπροσωπευτική δημοκρατία.

Το πρόβλημα «εντολέα - εντολοδόχου»
Το έναυσμα των συγγραφέων να καταπιαστούν με τη μελέτη της προαναφερθείσας σχέσης προήλθε, όπως αναφέρουν, από τη γενικευμένη διαπίστωση στην ογκώδη διεθνή βιβλιογραφία ότι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία έχει παύσει να λειτουργεί ικανοποιητικά. Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, κατά τους συγγραφείς, έχει ένα σημαντικό μειονέκτημα, το περίφημο πρόβλημα «του εντολέα-εντολοδόχου» («principal agent problem»), σύμφωνα με το οποίο ο εντολοδόχος, έχοντας καλύτερη και ακριβέστερη πληροφόρηση από τον ψηφοφόρο-εντολέα του, παραβιάζει το περιεχόμενο της εντολής εξυπηρετώντας κατά κανόνα το δικό του συμφέρον.
Για τους λόγους που αναλύουν λεπτομερώς, ακόμη και στις πιο ώριμες δημοκρατίες, οι αντιπρόσωποι, δηλαδή τα κόμματα και οι πολιτικοί που εκλέγονται για να κυβερνήσουν, έχουν αυτονομηθεί σε μεγάλο βαθμό από τον έλεγχο των πολιτών, με αποτέλεσμα να παρατηρείται μια διαρκής αναντιστοιχία μεταξύ του περιεχομένου της εντολής που λαμβάνουν από τους πολίτες και των ενεργειών στις οποίες επιδίδονται αφού εκλεγούν. Κατά το κοινώς λεγόμενο, παρατηρείται μια συστηματική ροπή των εκλεγμένων αντιπροσώπων-πολιτικών μετεκλογικά να μην τηρούν τις προεκλογικές τους υποσχέσεις προς τους «κυρίαρχους» πολίτες.
Η εν λόγω αναντιστοιχία δεν εμφανίστηκε στις ημέρες μας. Ενυπάρχει από καταβολής της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, γιατί, λόγω της ασυμμετρίας στην πληροφόρηση μεταξύ των πολιτών ως εντολέων και των κυβερνώντων ως αντιπροσώπων, το ελάττωμα αυτό είναι εγγενές. Από αυτό ανακύπτουν πλείστα όσα προβλήματα, όπως η τάση των κυβερνήσεων να αυτονομούνται από τον έλεγχο των πολιτών, η μεγέθυνση του δημόσιου τομέα, ο περιορισμός των περιουσιακών δικαιωμάτων, η γραφειοκρατία[v] κ.λπ., που νοθεύουν τη δημοκρατία, παραμορφώνουν την οικονομία της αγοράς και υποσκάπτουν τις ατομικές ελευθερίες.
Όλα αυτά τα θέματα αναλύονται στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου υπό το φως των απόψεων που διατύπωσαν μεγάλοι κλασικοί φιλόσοφοι και οικονομολόγοι, όπως οι Λοκ, Χιουμ, Σμιθ, Τζέφερσον, Μιλ κ.ά. Προκειμένου να περιγράψουν με ακρίβεια τη μορφή πολιτικής και οικονομικής οργάνωσης που καθιερώθηκε στις χώρες της Δύσης, οι συγγραφείς αναφέρονται στην κλασική αντιπροσωπευτική δημοκρατία με ελεύθερη οικονομία και κράτος-διαιτητή. Αυτή η οργάνωση αποσκοπούσε στον περιορισμό των παρενεργειών από το πρόβλημα «εντολέα-εντολοδόχου» και κυριάρχησε μέχρι το 1929. Αλλά ενώ πριν από τη μεγάλη οικονομική κρίση του 1929 οι θεσμοί ελέγχου της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας αντιμετώπιζαν ικανοποιητικά το πρόβλημα, από τότε, και ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες, η αναντιστοιχία διευρύνθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε οι πολίτες στις δημοκρατίες να αισθάνονται ότι έχουν απολέσει πλήρως τον κυρίαρχο ρόλο τους και ότι έχουν μετατραπεί σε απλούς παρατηρητές καταπιεστικών και αδιαφανών κρατικών διαδικασιών.

Τα «κρίσιμα» ερωτήματα
Βασιζόμενοι σε αυτή τη διαπίστωση, οι συγγραφείς θέτουν και ερευνούν μια σειρά από θεμελιώδη ερωτήματα. Μερικά από αυτά είναι: α) Τι συνέβη μετά το 1929 και διευρύνθηκε η αναντιστοιχία στη σχέση της αντιπροσώπευσης; β) Υπήρξαν προσπάθειες αναστροφής της; Αν ναι, τι πέτυχαν; γ) Δεδομένου ότι η κρίση της δημοκρατίας συνεχίζεται, τι πρέπει και τι μπορεί να γίνει για να αποκτήσει και πάλι την ευρωστία της, και δ) υπάρχουν προοπτικές βελτίωσης της δημοκρατίας ώστε να ανταποκρίνεται καλύτερα στις προτιμήσεις και τις καθημερινές ανάγκες των πολιτών;
Θα επιχειρήσω να συνοψίσω τα συμπεράσματα των συγγραφέων. Αλλά προηγουμένως θεωρώ σκόπιμο να κάνω την εξής επισήμανση. Από τεχνικής απόψεως οι αναλύσεις από τις οποίες προκύπτουν οι απαντήσεις στα πιο πάνω και σε άλλα παρόμοιας φύσης μεγάλα ερωτήματα αναπτύσσονται σε ένα επίπεδο προσιτό για τον μέσο αναγνώστη. Όμως περισσότερο θα ωφεληθούν όσοι πολίτες, ενεργοί και υποψιασμένοι, όσον αφορά τις αρνητικές επιπτώσεις της μεγέθυνσης του κράτους στην ελευθερία τους, αναζητήσουν στο βιβλίο απαντήσεις και τεκμηρίωση για τους δικούς τους συναφείς προβληματισμούς.

1. Τι συνέβη μετά το 1929;
Η μεγάλη οικονομική κρίση που ενέσκηψε το 1929 προκλήθηκε σύμφωνα με τους συγγραφείς κυρίως από κακούς χειρισμούς της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας στις ΗΠΑ.[vi] Επομένως ήταν κατά βάση πρόβλημα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και όχι της οικονομίας. Η οικονομική κρίση επέτρεψε να ανασυρθούν θεωρίες και προτάσεις από το παρελθόν και να εφαρμοστούν προκειμένου να αναστραφούν οι επώδυνες οικονομικές εξελίξεις. Ειδικότερα, ήρθαν στο προσκήνιο απόψεις οι οποίες, υπό τις προϋποθέσεις που είχε θέσει ο Μάλθους περίπου πριν από ένα αιώνα, ευνοούσαν μια μεγαλύτερη παρέμβαση του κράτους στην οικονομία. Αυτό που συνέβη είναι ότι, με αφορμή την οικονομική κρίση που ενέσκηψε τότε, οι κυβερνήσεις στις δημοκρατίες, ενθαρρυμένες κυρίως από τις υποδείξεις των ζηλωτών του Κέυνς, επεξέτειναν τις δραστηριότητες του κράτους σε τομείς οι οποίοι παραδοσιακά ανήκαν στην ιδιωτική οικονομία.
Οι συγγραφείς καταρρίπτουν μια μεγάλη παρανόηση στους κύκλους πολλών οικονομολόγων και πολιτικών, εκείνη που θεωρεί ότι υπεύθυνος για τον κρατικό επεκτατισμό υπήρξε ο Κέυνς και οι ιδέες του.[vii] Κατά τους συγγραφείς –παρά τη διαφωνία τους σε πολλά σημεία με το έργο του μεγάλου αυτού οικονομολόγου–, θεωρούν ότι με κανένα τρόπο ο ίδιος ο Κέυνς θα συμφωνούσε στην τεράστια επέκταση του κράτους, η οποία υλοποιήθηκε με τις υποδείξεις των δήθεν επιγόνων του και κυρίως των πολιτικών που έσπευσαν να εκμεταλλευθούν τις θεωρίες αυτές και να τις χρησιμοποιήσουν ως άλλοθι στην επιδίωξη μεταβίβασης σε αυτούς ισχύος από την αποδυνάμωση των θεσμών της ελεύθερης αγοράς.
Έτσι, κατά τη δεκαετία του 1970, στα ευρωπαϊκά κράτη αυτή η διείσδυση ξεπέρασε 50% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), ενώ στις ΗΠΑ το αντίστοιχο ποσοστό κυμάνθηκε γύρω στο 22%. Αυτή η διείσδυση ενίσχυσε τις πελατειακές σχέσεις των κομμάτων με τις διάφορες μειοψηφίες, ενώ ταυτόχρονα διεύρυνε σε πολλαπλά επίπεδα το δημοκρατικό έλλειμμα. Η αναντιστοιχία στην αντιπροσώπευση μεγάλωσε, τα δημοσιονομικά ελλείμματα μονιμοποιήθηκαν, το δημόσιο χρέος συνέχισε να συσσωρεύεται απειλητικό για τις παρούσες αλλά κυρίως για τις μελλοντικές γενιές, κ.λπ. Κοντολογίς, με τη συρρίκνωση της ελεύθερης οικονομίας, συρρικνώθηκε και η δημοκρατία, γιατί, όπως αποφαίνονται οι συγγραφείς, ελεύθερη οικονομία χωρίς δημοκρατία είναι εφικτή (χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Κίνας), αλλά το αντίστροφο είναι απολύτως αδύνατο.

2. Υπήρξαν προσπάθειες αναστροφής, και αν ναι, τι πέτυχαν;
Στο τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου αναλύονται και αξιολογούνται οι εξελίξεις από το 1929, οι προσπάθειες που καταβλήθηκαν από τους φιλοσόφους και οικονομολόγους της ανοικτής κοινωνίας, αλλά και οι κατ’ εξαίρεση φιλελεύθερες πολιτικές που εφαρμόστηκαν από μετρημένους στα δάχτυλα πολιτικούς (όπως λ.χ. ο Ρέιγκαν και η Θάτσερ), να αναστραφεί το κύμα του κρατικισμού που επικράτησε έκτοτε. Κατά τους συγγραφείς η αναστροφή της πλημμυρίδας του κρατικισμού δεν επιτεύχθηκε πλήρως. Οι κλασικές ιδέες για την ανωτερότητα της ελεύθερης αγοράς στην αύξηση του πλούτου των εθνών, σε συνδυασμό με τη διατήρηση των ατομικών ελευθεριών, ανέκοψαν την κυριαρχία της ιδεολογίας του κρατικισμού. Σε αυτή την έκβαση η συμβολή των Ρέιγκαν και Θάτσερ στις αρχές της ελεύθερης οικονομίας ήταν πολύτιμη επειδή οι πολιτικοί αυτοί ήταν πεπεισμένοι για την ορθότητά τους[viii]. Στο πρακτικό επίπεδο όμως οι προσπάθειές τους δεν είχαν το επιθυμητό αποτέλεσμα ως προς το ποσοστό μείωσης του δημόσιου τομέα, διότι τα πολιτικά συστήματα και η πανίσχυρη γραφειοκρατία των δύο χωρών πρόβαλαν σημαντικές αντιστάσεις.

3. Τι πρέπει και τι μπορεί να γίνει ώστε η δημοκρατία να αποκτήσει πάλι την ευρωστία της;
Η απάντηση των συγγραφέων εκπλήσσει τον αναγνώστη. Προτείνουν να αντλήσουν οι σύγχρονες δημοκρατίες διδάγματα από τις αρχές που μας κληροδότησε η αρχαία Αθηναϊκή Δημοκρατία. Σ’ αυτήν οι πολίτες έπαιρναν οι ίδιοι τις αποφάσεις για τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν. Δεν υπήρχαν κόμματα ως μεσάζοντες ή εντολοδόχοι των πολιτών, οι αναδεικνυόμενοι στα κυβερνητικά αξιώματα επιλέγονταν με κλήρο (εκτός από τους δέκα στρατηγούς), λογοδοτούσαν, μπορούσαν να ανακληθούν από τους πολίτες οποιαδήποτε στιγμή μέσα από γνωστές διαδικασίες, για τη διαφθορά προβλέπονταν αυστηρότατες ποινές κ.λπ. Αλλά οποιαδήποτε πρόοδος προς αυτήν την κατεύθυνση εξαρτάται από τη μεταστροφή των κυρίαρχων στο εκλογικό σώμα ιδεών.

4. Υπάρχουν προοπτικές βελτίωσης της δημοκρατίας;
Οι συγγραφείς εκτιμούν ότι οι προοπτικές επανόδου σε μια εύρωστη δημοκρατία με ελεύθερη οικονομία και μικρό κράτος είναι εξαιρετικά ευνοϊκές για πολλούς λόγους. Ένας σημαντικός λόγος είναι, για παράδειγμα, ότι μέσα από τα δίκτυα πληροφόρησης οι πολίτες ενημερώνονται καθημερινά για το ισοζύγιο πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων της δημοκρατίας με ελεύθερη αγορά, έναντι όλων των άλλων συστημάτων πολιτικής και οικονομικής οργάνωσης. Το βρίσκουν ενισχυτικό για τις προσωπικές τους ελευθερίες και την οικονομική τους ευημερία και γι’ αυτό η δημοκρατία διαχέεται παγκοσμίως. Ένας άλλος λόγος είναι ότι η ανάπτυξη της ψηφιακής τεχνολογίας επιτρέπει την αισιόδοξη εκτίμηση ότι στο μέλλον θα υπάρξει μετάβαση από τη σημερινή έμμεση και με έλλειμμα αντιπροσώπευσης δημοκρατία στην άμεση ψηφιακή δημοκρατία. Ένας τρίτος λόγος είναι η απογοήτευση των πολιτών από τις σοβαρές ατέλειες της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Τα παραπάνω αποτελούν μια σημαντική αλλά περιορισμένη επιλογή των μεγάλων ερωτημάτων που θέτουν και απαντούν οι συγγραφείς. Αυτή η επισήμανση επιβεβαιώνεται εύκολα αν ο αναγνώστης ανατρέξει στο Ευρετήριο Θεμάτων που παρατίθεται στο τέλος. Από εκεί θα διαπιστώσει ότι είχαν να πουν περισσότερα για τα κύρια θέματα της εποχής μας.

Η περίπτωση της Ελλάδας
Τα κεφάλαια για την Ελλάδα κάνουν το βιβλίο εξαιρετικά ενδιαφέρον για όσους αναζητούν μια συμπυκνωμένη καταγραφή και ερμηνεία των μεταπολεμικών πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων.[ix] Στο τέλος, οι επιμελείς και διαβασμένοι αναγνώστες αποκλείεται να μη συμφωνήσουν με την εκτίμηση που διατυπώνουν οι συγγραφείς:

«Οι οικονομικές επιδόσεις της Ελληνικής Δημοκρατίας κατά τη μεταπολεμική περίοδο παρουσιάζουν όλα τα χαρακτηριστικά μιας περιόδου αξιοσημείωτης επιτυχίας, την οποία διαδέχθηκε μια περίοδος εξίσου αξιοσημείωτης οπισθοδρόμησης. Κατά την άποψή μας, πρόκειται για μοναδική περίπτωση, η οποία πρέπει να διδάσκεται από τα δημοτικά σχολεία μέχρι τα πανεπιστήμια, ώστε απλοί πολίτες, πολιτικοί, και ειδικοί να μάθουν πως: α) στη δημοκρατία οι πολίτες μπορούν να παραπλανηθούν από επιπόλαιες και ιδιοτελείς ηγεσίες και να συναινέσουν σε μεταρρυθμίσεις και πολιτικές οι οποίες γονατίζουν και τη δημοκρατία και την οικονομία, β) τα κόμματα εξουσίας καταλύουν τη δημοκρατία, αυτονομούνται από τον έλεγχο των πολιτών ιδιοποιούμενα τη δημόσια διοίκηση, και καταστρέφουν τους θεσμούς που είναι βασικοί για τη λειτουργία της ελεύθερης οικονομίας, και γ) οικονομικές πολιτικές που φαίνονται και είναι επιτυχημένες βραχυχρόνια, στο μακρύ χρόνο μπορούν να καταστούν καταστροφικές, αν δεν αναθεωρηθούν έγκαιρα.» (σ. 411)

Πιο πάνω τόνισα σκόπιμα τη λέξη «αποκλείεται» για να διευκρινίσω ότι οι εκτιμήσεις των συγγραφέων προκύπτουν από προσεκτική ανάλυση των στατιστικών στοιχείων που καταγράφονται στις εγχώριες και διεθνείς βάσεις δεδομένων, και όχι από τα αξιακά τους συστήματα ή από δικές τους αυθαίρετες υποθέσεις και παραδοχές. Σ’ αυτή τη βάση, θα τολμούσα να διακινδυνεύσω την άποψη ότι η αρτιότητα με την οποία καταγράφουν και ερμηνεύουν την μεταπολεμική ιστορία της δημοκρατίας και της οικονομίας στη χώρα μας θα προσελκύσει την προσοχή στο βιβλίο όχι μόνο των πολιτών, των οικονομολόγων και των ενδιαφερόμενων πολιτικών, αλλά επίσης θα είναι εξαιρετικά δύσκολο στους μελετητές αυτής της περιόδου στο μέλλον να το αγνοήσουν.
Εξίσου αξιοσημείωτη με την εύρωστη και λογικά συνεκτική αποτίμηση των παραγόντων που οδήγησαν στην παρούσα καταθλιπτική εθνική συγκυρία είναι επίσης η αποτύπωση από τους συγγραφείς ενός οράματος για την Ελλάδα καθώς και των προϋποθέσεων που θα απαιτηθούν για την επίτευξή του. Οι επιδιώξεις που στοιχειοθετούν το όραμα δεν μπορούν να διατυπωθούν πιο συμπυκνωμένα απ’ ό,τι το κάνουν οι συγγραφείς στις σελίδες 419-420. Υποστηρίζουν μεταξύ άλλων ότι:

Το ελληνικό κράτος πρέπει να αλλάξει πρόσωπο. Να υπάρχουν, δηλαδή:
– Λίγοι νόμοι, απλοί και ευέλικτοι, και η εφαρμογή τους να είναι άτεγκτη.
– Λίγοι δημόσιοι υπάλληλοι, αλλά υψηλόμισθοι, αδιάφθοροι και ακομμάτιστοι.
– Μικρό κράτος το οποίο: (α) να παρέχει υψηλής ποιότητας υπηρεσίες, (β) να διαφυλάσσει και να αξιοποιεί τη ζωογόνο δύναμη του ανταγωνισμού για να προστατεύει τους πολίτες από πάσης φύσεως μονοπώλια και συντεχνίες, και (γ) να στηρίζει αποτελεσματικά όσους έχουν αντικειμενική αδυναμία να επιτύχουν ένα ανθρώπινο επίπεδο διαβίωσης.

Τέλος, όσον αφορά τις προϋποθέσεις για να υπάρξει πρόοδος προς τις πιο πάνω κατευθύνσεις, οι συγγραφείς επισημαίνουν ότι:

«…άμεση προτεραιότητα έχει η προσπάθεια ανατροπής των (…) στερεοτύπων που καλλιεργούνται συστηματικά σε βάρος του ελληνικού λαού, και έχουν οδηγήσει στη θεώρηση της ελεύθερης οικονομίας ως κοινωνικά ανάλγητης. Το μεγάλο κράτος, προπαγανδίζεται έντεχνα στο λαό, ως ο μοναδικός εγγυητής κοινωνικής πρόνοιας και αλληλεγγύης, ενώ στην ουσία λειτουργεί ως προστατευτική ασπίδα για την γιγάντωση συντεχνιακών πρακτικών. Αυτός ο μύθος του μεγάλου, άρα κοινωνικά ευαίσθητου κράτους, είναι ώρα να αποκαλυφθεί και να καταρριφθεί. Με βάση τα όσα εκθέσαμε στο πρώτο μέρος του βιβλίου, πρέπει να καταστεί σαφές στον Έλληνα πολίτη, ότι η διατήρηση ενός κράτους τεράστιου, επαχθούς και αναποτελεσματικού, απομυζά κάθε ικμάδα της ελληνικής κοινωνίας, αποτελεί εστία διαφθοράς και ζημιώνει πρωτίστως τις ασθενέστερες κοινωνικές ομάδες που επαίρεται ότι προστατεύει. Μόνο ένα μικρό κράτος που σέβεται τους κόπους του πολίτη και δεν τους αποστραγγίζει μέσα από τη δυσβάσταχτη φορολογία που απαιτείται για τη συντήρηση ενός διογκωμένου κρατικού μορφώματος το οποίο ελέγχει και διαχειρίζεται, με οδυνηρές συνέπειες, ορισμένους από τους πιο δυναμικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας.»

Αποτίμηση
Στο βιβλίο τεκμηριώνεται ότι η σύγχρονη δημοκρατία βρίσκεται σε κρίση γιατί, εξαιτίας του μεγάλου και αδηφάγου κράτους στο οποίο βασίζεται, τροφοδοτεί την ακατάσχετη διαφθορά, περιορίζει τις ατομικές ελευθερίες και καταστέλλει τις δυνάμεις της ενδογενούς οικονομικής ανάπτυξης. Αλλά για τους συγγραφείς αυτή η κρίση είναι δημιουργική γιατί έχουν μπει σε λειτουργία οι εξελίξεις της αναγέννησης της δημοκρατίας, όπως έγινε πολλές φορές στο παρελθόν. Οι εξελίξεις αυτές, με τη βοήθεια και της νέας ψηφιακής τεχνολογίας, ενθαρρύνουν την αντικατάσταση στη δημοκρατία των διαδικασιών της αντιπροσώπευσης με διαδικασίες άμεσης ανάμιξης των πολιτών στις κοινές αποφάσεις για τα προβλήματα που τους αφορούν. Έτσι, όταν σε λίγα χρόνια οι αναταράξεις καταλαγιάσουν, οι δημοκρατίες θα λειτουργούν πιο αποτελεσματικά απ’ ό,τι στο πρόσφατο παρελθόν, οι εγχώριες και οι παγκόσμιες αγορές θα διαχέουν τα αγαθά της νέας τεχνολογίας σε όλο και μεγαλύτερα πλάτη και μήκη της γης, και προπάντων οι ατομικές ελευθερίες θα έχουν γίνει πιο ουσιαστικές για περισσότερους ανθρώπους και χώρες.

Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στο Τεύχος 39 Απριλίου 2013 της ARB.





[i] Ο Αναστάσιος Δ. Καραγιάννης, Καθηγητής Ιστορίας των Οικονομικών Θεωριών στο Τμήμα Οικονομικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Πειραιώς, απεβίωσε τον Ιανουάριο του 2012.
[ii] Από τον γερμανικό εκδοτικό οίκο Springer Publishers με τίτλο Creative Crisis in Democracy and Economy. Η έκδοση στα αγγλικά αποτελείται από εννιά κεφάλαια. Στην έκδοση αυτή τα έξι κεφάλαια για την Ελλάδα που περιέχονται στην ελληνική έκδοση συμπτύχθηκαν σε ένα.
Η ελληνική έκδοση αποτελείται από δύο μέρη και δεκατέσσερα κεφάλαια. Το πρώτο μέρος περιλαμβάνει οκτώ κεφάλαια. Σ’ αυτά οι συγγραφείς ασχολούνται με τα προβλήματα της δημοκρατίας και της οικονομίας από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Στο δεύτερο μέρος χρησιμοποιούν τα πορίσματά τους από το πρώτο μέρος προκειμένου να φωτίσουν τα αίτια που οδήγησαν την Ελλάδα σε μια άνευ προηγουμένου αναστροφή, από τη φάση της μεγάλης ανάπτυξης πριν από το 1974, στη φάση της φθίνουσας πορείας έκτοτε, με κατάληξη τη χρεοκοπία των ημερών μας, ή όπως αλλιώς θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κάποιος την αδυναμία της χώρας να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της χωρίς τη συνδρομή των πιστωτών της.
[iii] Βλ. Howard Callaway, The Morality of Capitalism, Society for Individual Liberty, Warminster 1983.
[iv] Το δικαίωμα της ιδιοκτησίας στην Αρχαία Αθηναϊκή Δημοκρατία τύγχανε αυξημένης νομικής προστασίας, ήταν φυσικό δικαίωμα του πολίτη η υπεράσπιση της ιδιοκτησίας του. Εκείνος δε που θα πρότεινε την κατάργηση ή τον περιορισμό της προστασίας της ιδιοκτησίας κινδύνευε με καταδίκη σε ατιμία και δήμευση της δικής του περιουσίας. «ς ν ρχων διώτης ατιος τν θεσμν συγχυθναι τόνδε, μεταποιήσ ατόν, τιμον εναι κα παδας κα τ κείνου» (Δημοσθένους, Κατ ριστοκράτους, 62). Στον όρκο των Ηλιαστών (λαϊκών δικαστών) αναφέρεται: «ο ψηφιομαι (...) οδ τν χρεν τν δίων ποκοπς οδ γς ναδασμν τν θηναίων οδ’ οκιν ξεναι» (Δημοσθένους, Κατ Τιμοκράτους, 149).
[v]  Οι συγγραφείς ίσως θα έπρεπε να αναλύσουν περισσότερο και την καθολική τάση της γραφειοκρατίας να αυτονομείται όλο και περισσότερο από τις αποφάσεις και επιλογές της πολιτικής εξουσίας, πολλές φορές δε να αντιδρά ευθέως στην εφαρμογή πολιτικών που ενέκρινε το εκλογικό σώμα. Για μια εμπεριστατωμένη ανάλυση της αρνητικής επίδρασης της γραφειοκρατίας στην ποιότητα των θεσμών της δημοκρατίας, βλ. Ο. Williamson “Economic Institutions and Development: A view from the bottom”, στο Mancur Olson and Satu Kähköhnen, A Not-so-dismal Science: A Broader View of Economies and Societies, Oxford University Press, 2000, Eric Allen Nordlinger, On the Autonomy of the Democratic State, Harvard University Press, 1990 και το κλασικό έργο του Ludwig von Mises, Bureaucracy, Yale University Press, 1944.
[vi] Η θέση αυτή των συγγραφέων εδράζεται μεταξύ άλλων στο μνημειώδες έργο των Milton Friedman και Anna Jacobson Schwartz A Monetary History of the United States, 1867-1960. Ιδιαιτέρως στο κεφάλαιο “The great contraction” (“Η μεγάλη συρρίκνωση”), όπου οι συγγραφείς υποδεικνύουν ως υπεύθυνο για την ύφεση που ακολούθησε την κρίση του 1929 το Federal Reserve Bank System.
[vii] Ειρήσθω εν παρόδω ότι ο εκλιπών Αναστάσιος Καραγιάννης υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς και έγκυρους μελετητές του έργου του Κέυνς.
[viii] Για την αλλαγή του πολιτικού ρεύματος στη Βρετανία της Θάτσερ και στις ΗΠΑ του Ρέιγκαν, βλ. Peter Jenkins, Mrs Thatcher's Revolution: The Ending of the Socialist Era, London 1987· Andrew Gamble, The Free Economy and the Strong State: The Politics of Thatcherism, Durham, NC, Duke University, 1988· Ian C. Bradley, The Strange Rebirth of Liberal Britain, London, Chatto and Windus, 1985· Henk Overbeek, Global Capitalism and National Decline: The Thatchers Decade in Pespective, London, Unwin Hyman, 1989· William E. Simon, A Time for Truth, New York, Readers’s Digest Press, 1978· Robert J. Ringer, Restoring the American Dream, New York, 1979.
[ix] Αξίζει να αναφέρουμε εδώ και το πολύ σημαντικό έργο του Μάρκου Δραγούμη, Πορεία προς τον Φιλελευθερισμό, Παπαζήση - ΚεΦιΜ, Αθήνα 22010, καθώς και του πρώην υπουργού Αλέκου Παπαδόπουλου, Τα βήματα του Έστερναχ. Η Ελλάδα μετά το 2010, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2008. 

Τετάρτη 1 Μαΐου 2013

Aνάπτυξη ή φόροι


Πολλοί πιστεύουν γαλουχημένοι δεκαετίες με τα κρατικιστικά ιδεολογήματα ότι αρκεί το πάτημα ενός κουμπιού από την κυβέρνηση ή μια ομιλία του κ. Στουρνάρα στο συνέδριο του Economist και ως δια μαγείας θα δημιουργηθεί ανάπτυξη. 
Στον πραγματικό κόσμο όμως αυτά δε γίνονται. 
Αντιθέτως, το κράτος με το πάτημα ενός κουμπιού μπορεί ευκολότατα να καταστρέψει τα πάντα, ολόκληρους κλάδους της οικονομίας και να εμποδίσει την ανάπτυξη για το παρόν και το μέλλον.
Πάρτε για παράδειγμα τα ακίνητα. Η ολέθρια επιλογή και της παρούσας κυρίως όμως της προηγούμενης αμιγώς σοσιαλιστικής -κατά δήλωση του κ. Παπακωνσταντίνου- κυβέρνησης να καλυφθεί το έλλειμμα με αύξηση των φόρων και όχι με μείωση των δημοσίων δαπανών, οδήγησε σε κατάρρευση τις τιμές των ακινήτων. 
Η αξία της συνολικής ακίνητης περιουσίας της Ελλάδος (δημόσιας και ιδιωτικής) εκτιμάται ότι μειώθηκε στο ένα τρίτο κατά την τριετία 2009-2012, από 1 περίπου τρις € το 2009 σε 350 με 400 εκ. € σήμερα.
Αυτό ήταν το αποτέλεσμα της εξοντωτικής φορολογίας που επιβλήθηκε στα ακίνητα (ETAK, ΦΑΠ, έκτακτο τέλος, ΕΕΤΗΔΕ, ΤΑΠ, δημοτική φορολογία κοκ.).
Αλλά όταν η ακίνητη ιδιοκτησία μιας χώρας χάνει την αξία της, δεν υπονομεύονται, όπως έχω αρκετές φορές εξηγήσει, μόνο τα φορολογικά έσοδα, υπονομεύεται και μόνο εξ αυτού του λόγου συνολικά η αναπτυξιακή πορεία της χώρας. 
Θα σας δώσω ένα παράδειγμα μια επιχείρηση δανείστηκε το 2008 ένα ποσό με εμπράγματη ασφάλεια κάποιο ακίνητό της. Οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες -για να μην κινδυνεύσει η φερεγγυότητά τους- να αποτιμούν κάθε χρόνο τις εξασφαλίσεις τους στα δάνεια που έχουν χορηγήσει κι αν αυτές για οποιοδήποτε λόγο έχουν απομειωθεί οφείλουν να ζητήσουν από το δανειολήπτη πρόσθετες εξασφαλίσεις ή στην καλύτερη περίπτωση γι΄αυτόν να του αυξήσουν το επιτόκιο του δανεισμού του. Η δυστυχής επιχείρηση θα κληθεί λοιπόν σήμερα να δώσει πρόσθετες εξασφαλίσεις αλλιώς θα κινδυνεύσει είτε να αυξηθεί σημαντικά το επιτόκιο του δανεισμού της είτε ακόμη και να καταγγελθεί από την τράπεζα το δάνειο και να καταστεί άμεσα απαιτητό το ανεξόφλητο υπόλοιπό του. Ποια επιχείρηση υπό τις σημερινές ιδιαιτέρως αντίξοες συνθήκες είναι σε θέση είτε να δώσει πρόσθετες εξασφαλίσεις είτε να αντέξει το κόστος της αύξησης των επιτοκίων δανεισμού;
Εξαιτίας της υπερφορολόγησης των ακινήτων απαξιώθηκε το αντικείμενο του φόρου και περιορίστηκε σημαντικά η δανειοληπτική ικανότητα των πολιτών και των επιχειρήσεων που είναι απαραίτητη για την παραγωγή πλούτου.
Επιπλέον, με την άυξησητ ης φορολογίας των ακινήτων μειώθηκε η αξία της προς αξιοποίηση ακίνητης περιουσίας του δημοσίου.
Κοντολογίς, οι υπέρμετρα επαχθείς φόροι οδήγησαν σε κατάρρευση της αξίας του πρωτογενούς εθνικού πλούτου, αξία που προσέδωσαν εδώ και δεκαετίες οι άνθρωποι με τον καθημερινό μόχθο και τον ιδρώτα τους.

Οι δύο κανόνες

                              Από τα διδάγματα της ιστορίας μπορούμε να κατανοήσουμε τη σημασία που έχουν τα καλά δημόσια οικονομικά για την...