Παρασκευή 20 Ιουλίου 2018

«Το μικρό και το μεγάλο καρβέλι»*

Στις βρετανικές εκλογές του 1906 εμφανίστηκε μια από τις πιο επιτυχημένες εκλογικές καμπάνιες στην ιστορία, «Το μικρό και το μεγάλο καρβέλι». Με αυτήν οι πολιτικοί που εναντιώνονταν στην επάνοδο στον προστατευτισμό κατάφεραν να εκλαϊκεύσουν και να πείσουν το εκλογικό σώμα ότι η τιμή του ψωμιού θα ανέβαινε εάν η βρετανική κυβέρνηση επέστρεφε στην καταστροφική πολιτική του δασμολογίου.
Με αντίστοιχα εκλαϊκευμένα παραδείγματα θα έπρεπε οι σύγχρονοι φιλελεύθεροι πολιτικοί να αποδεικνύουν στους φορολογούμενους ότι η επιβολή κάθε νέου ή η αύξηση των συντελεστών κάποιου υφιστάμενου φόρου οδηγεί σε μείωση της αγοραστικής τους δύναμης χωρίς ανταπόδοση από το κράτος.
Δυστυχώς συμβαίνει το αντίθετο. Η προπαγάνδα των κρατιστών στον δημόσιο διάλογο για την αναγκαιότητα των πάσης φύσεως φόρων παραπλανά συνεχώς τους πολίτες με διλήμματα του τύπου: «Πρέπει το κράτος με τα έσοδα από τη φορολογία να παρέχει καλύτερες υπηρεσίες;». Ποιος θα μπορούσε βεβαίως να απαντήσει «όχι»; Αλλά ακόμη κι αν το ερώτημα επαναδιατυπωθεί κάπως έτσι: «Θέλετε το κράτος να παρέχει καλύτερες υπηρεσίες ή να μειωθούν οι φόροι;» και στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παραπλανητική προπαγάνδα υπέρ των συμφερόντων της γραφειοκρατίας.
Στην πραγματικότητα τέτοιου τύπου χονδροκομμένα ρητορικά ερωτήματα στερούνται οποιασδήποτε σημασίας και διατυπώνονται με σκοπό να δικαιολογήσουν την ωμή κλοπή μέρους του εισοδήματος του πολίτη μέσω της φορολογίας από το κράτος υπέρ των ευνοημένων από αυτό προσοδοθηρικών ομάδων. Ο πολίτης-ψηφοφόρος δεν είναι σε θέση να γνωρίζει το επιπλέον ποσό που πρέπει να καταβάλει σε φόρους για τις καλύτερες πρόσθετες υπηρεσίες ούτε ποια πρόσθετα ανταλλάγματα μπορεί να προσδοκά καταβάλλοντας περισσότερους φόρους.
Αντιθέτως, όταν κάποιος επισκέπτεται ένα εμπορικό κατάστημα δεν πρόκειται να δαπανήσει χρήματα εάν δεν ενημερωθεί προηγουμένως για τις τιμές των προϊόντων και τις ποσότητες που μπορεί να αγοράσει από κάθε είδος προϊόντος. Εάν δεν αναγράφεται σε ένα προϊόν η τιμή του θα ρωτήσει πόσο κοστίζει. Για σκεφτείτε ο πωλητής να απαντήσει στον καταναλωτή αόριστα, όπως το κράτος απαντά στους φορολογουμένους. Ο τελευταίος δεν πρόκειται να αγοράσει το προϊόν. Μάλιστα, όσο πιο ακριβό είναι ένα προϊόν τόσο μικρότερες ποσότητες από αυτό τείνει να αγοράσει ένας καταναλωτής, γιατί αλλιώς θα πρέπει να στερηθεί άλλες αγορές προϊόντων ή υπηρεσιών. Τα διαθέσιμα χρήματα δεν είναι ανεξάντλητα. Η οικονομική επιστήμη διδάσκει ότι χωρίς τιμή δεν υπάρχει ζήτηση.
Είναι αλήθεια ότι ο φορολογούμενος πληρώνει φόρους και για υπηρεσίες που δεν θα χρησιμοποιήσει ποτέ ο ίδιος (π.χ. οι άνδρες για τις γυναικείες τουαλέτες μιας δημόσιας υπηρεσίας). Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχουν υπηρεσίες και αγαθά που παρέχονται από το κράτος και δεν κοστίζουν. Πώς θα συμπεριφερθεί λοιπόν ο φορολογούμενος, εάν οι φόροι που θα κληθεί να πληρώσει για να λάβει αυτός ή κάποιος άλλος, διάφορες –έστω γνωστές εκ των προτέρων σ’ αυτόν‒ υπηρεσίες από το κράτος είναι x ή 2x ή x2; Η απάντησή του κάθε φορά θα είναι διαφορετική, όπως διαφορετική θα είναι στην περίπτωση που το κράτος υποσχεθεί βελτίωση στην παροχή των υπηρεσιών του κατά 5%, 10% ή 15%.
Η εποχή των μη κοστολογημένων κρατικών υπηρεσιών και της ανοχής στην κρατική σπατάλη πρέπει να τελειώσει.


* Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο στις 20 Ιουλίου 2018.

Φόροι, η αλήθεια των αριθμών*

Από την προσεκτική μελέτη και ανάλυση του σκέλους των δαπανών των προϋπολογισμών των τριών τελευταίων ετών 2015-2017 συγκριτικά με την πολιτική δαπανών των δέκα πιο επιτυχημένων ιδιωτικών επιχειρήσεων της χώρας καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι αν η διαχείριση του Ελληνικού Δημοσίου ακολουθούσε τους κανόνες που διέπουν την πολιτική δαπανών που ισχύει στις επιχειρήσεις και περιόριζε την αλόγιστη σπατάλη του (ενδεικτικά και μόνο εφαρμογή σε όλο του Δημόσιο του ενιαίου μισθολογίου, κλείσιμο άχρηστων οργανισμών χωρίς προσωπικό, κατάργηση σκανδαλωδών επιδοτήσεων, περιορισμός της γραφειοκρατίας, παροχή δημοσίων υπηρεσιών από ιδιωτικό τομέα με ευθύνη του κράτους), τότε το ελληνικό κράτος θα εξοικονομούσε αμέσως ένα 5% του ΑΕΠ. Δηλαδή σε αριθμούς κάτι περισσότερο από όσα προσδοκά να εισπράξει από το σύνολο του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων.
Η οικονομική επιστήμη έχει αποδείξει ότι η φορολογία επηρεάζει σημαντικά τα κίνητρα των πολιτών για παραγωγή. Σε περιόδους οικονομικής ύφεσης οι σοβαροί οικονομολόγοι συστήνουν περιορισμό των δαπανών του κράτους και μείωση των φόρων. Στην Ελλάδα ακολουθήσαμε μια διαφορετική συνταγή. Το Μάρτιο του 2010 η σοσιαλιστική κυβέρνηση Παπανδρέου προχώρησε σε μεγάλες αυξήσεις στη φορολογία. Η τότε κυβέρνηση δικαιολόγησε την αύξηση των φόρων επικαλούμενη, αφενός μεν την σοσιαλιστική ιδεολογία της, αφετέρου δε την ανάγκη κάλυψης του θηριώδους πράγματι δημοσιονομικού ελλείμματος. Εκείνη η αύξηση των φόρων προκάλεσε βαθύτατη ύφεση, η οποία οδήγησε σε σημαντική μείωση του εγχώριου προϊόντος, με αποτέλεσμα το χρέος από 127% του ΑΕΠ το 2009 να ανέβει στο 148% το 2010 και να εκτιναχθεί στο 170% του ΑΕΠ το 2011. Οι δυσβάστακτοι φόροι και η περιορισμένη μείωση των δαπανών επηρέασαν όμως και το δημοσιονομικό έλλειμμα, που από 9,4% το 2010 αυξήθηκε στο 10% το 2012.
Ακόμη πιο χρήσιμα συμπεράσματα για τις δυσμενείς επιπτώσεις που προκάλεσε στην οικονομία η ραγδαία αύξηση των φόρων το 2010 μας παρέχουν τα δημοσιευμένα στοιχεία από τις εκκαθαρίσεις των φορολογικών δηλώσεων για τα έτη 2010 έως 2015 (δυστυχώς δεν έχουν ακόμη δημοσιευθεί στοιχεία για το 2016):
‒ το φορολογούμενο εισόδημα μειώθηκε το 2015 σε σχέση με το 2010 περίπου κατά 20%,
‒ το δηλωθέν εισόδημα κατά την ίδια περίοδο μειώθηκε κατά 23,2% και
‒ ο αριθμός των φορολογουμένων με ατομικό φορολογητέο εισόδημα μεγαλύτερο των 42.000 ευρώ μειώθηκε το 2015 σε σχέση με το 2010 κατά 45% περίπου (από 213.639 σε 117.455).

Από τα στοιχεία αυτά και πλήθος άλλων προκύπτει ότι η αύξηση των φόρων και η προοδευτικότητα του φορολογικού συστήματος δημιουργούν δικαιολογημένο αίσθημα αδικίας στους κερδοφόρους εργαζομένους, ενώ ταυτοχρόνως καθιστούν συμφέρουσα τη φοροδιαφυγή. Ας μη γελιόμαστε, δεν υπάρχει καμιά οικονομική λογική στην προοδευτική φορολογία. Η μόνη λογική εξήγηση είναι ο φθόνος εναντίον των παραγωγικών και επιτυχημένων πολιτών. Λησμονούμε όμως ότι το εισόδημα ενός εργαζομένου δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αμοιβή του ανθρώπινου κεφαλαίου που έχει δημιουργήσει με σκληρή προσπάθεια.

* Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο στις 13 Ιουλίου 2018.

Δευτέρα 9 Ιουλίου 2018

Το ασφαλιστικό της ΔΕΗ*

Αφορμή για το σημερινό άρθρο υπήρξε επιστολή διαμαρτυρίας που μου εστάλη από συνταξιούχο της ΔΕΗ, με την οποία διαμαρτύρεται για όσα υποστήριξα πρόσφατα στην τηλεόραση για τη σκανδαλώδη κατά τη γνώμη μου χρηματοδότηση του Ταμείου Ασφάλισης Προσωπικού της ΔΕΗ (ΤΑΠ ΔΕΗ). Μου γράφει μεταξύ άλλων: «(...) η ΔΕΗ είχε Κλάδο Ασφάλισης και οι ασφαλισμένοι πληρώναμε κανονικά τις εισφορές μας, για σύνταξη κυρία, επικουρική και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Όταν εισήχθη στο χρηματιστήριο επί Βενιζέλου τα αποθεματικά και η περιουσία του μείνανε στη ΔΕΗ. Ιδρύθηκε ο ΟΑΠ και το κράτος εγγυήθηκε τη χρηματοδότησή του για την κάλυψη των αναγκών του». Μολονότι σε πρόσφατο άρθρο μου στον Φιλελεύθερο έχω απαντήσει στους ισχυρισμούς αυτούς θα επιχειρήσω σήμερα να δώσω μια πιο αναλυτική απάντηση:
Πράγματι ο νόμος Βενιζέλου (2773/1999), όταν η ΔΕΗ εισήλθε το 1999 στο Χρηματιστήριο και τις ασφαλιστικές υποχρεώσεις της ανέλαβε ο νέος ασφαλιστικός φορέας (τότε ΟΑΠ ΔΕΗ) ‒καθώς η ΔΕΗ δεν θα μπορούσε πλέον νομικά να είναι και ασφαλιστικός φορέας των εργαζομένων της‒ προέβλεψε στο άρθρο 34, ότι μέρος της περιουσίας της που σχηματίστηκε από τις εισφορές των εργαζομένων της τα προηγούμενα χρόνια θα μεταφερθεί στον νέο φορέα. Έτσι με το κεφάλαιο αυτό θα μπορούσαν να αποπληρώνονται οι ασφαλιστικές υποχρεώσεις του. Αλλά ποιο είναι άραγε το ύψος αυτής της «αμύθητης» περιουσίας που προήλθε τάχα από τις εισφορές των εργαζομένων της ΔΕΗ μέχρι το 1999 και είχε υποχρέωση το κράτος να επιστρέψει; Ουδείς γνωρίζει πραγματικά. Το μόνο γνωστό δεδομένο για να αντιληφθεί κανείς πόσο εξωφρενικό ακούγεται, είναι ότι μέχρι σήμερα η επιχορήγηση του κρατικού προϋπολογισμού στον νέο φορέα έχει αγγίξει τα 10 δισ. ευρώ, σχεδόν όση ήταν η κεφαλαιοποίηση ολόκληρης της επιχείρησης τις πιο λαμπρές ημέρες του Χρηματιστηρίου (στις αρχές της εβδομάδας ήταν μόλις 420 εκατομμύρια ευρώ)!
Ωστόσο το ενδιαφέρον είναι ότι η αστήρικτη σε όλα της τα σημεία επιχειρηματολογία των συνδικαλιστών της ΔΕΗ φαίνεται να υποστηρίζει την πάγια θέση ημών των φιλελευθέρων για μεταρρύθμιση του σημερινού αναδιανεμητικού συστήματος σε κεφαλαιοποιητικό, στο οποίο οι εργαζόμενοι θα είναι ιδιοκτήτες των εισφορών τους. Για κακή τους τύχη όμως το ασφαλιστικό μας σύστημα μέχρι σήμερα ήταν κρατικό και αναδιανεμητικό. Επομένως οι εισφορές των εργαζομένων της ΔΕΗ δεν ήταν δική τους περιουσία αλλά περιουσία της ΔΕΗ, όπως καθόριζε ξεκάθαρα ο νόμος 4491/1966. Ούτε δημιουργήθηκε ποτέ κάποιο επικουρικό ή επαγγελματικό ταμείο που να δικαιολογεί κάτι άλλο. Ο νόμος 4491/1966 προέβλεπε επίσης ξεκάθαρα ότι η σύνταξη των ασφαλισμένων της ΔΕΗ δεν υπολογιζόταν με βάση τις όποιες εισφορές είχαν πληρώσει, αλλά αποκλειστικά βάσει του ύψους του μισθού του τελευταίου χρόνου απασχόλησής τους στη ΔΕΗ. Ωστόσο η βάση υπολογισμού των συντάξεων μπορεί να μεταβληθεί οποτεδήποτε ανάλογα με τις δυνατότητες του ασφαλιστικού φορέα. Έτσι μειώθηκαν οι συντάξεις στο ΙΚΑ, στο Δημόσιο, στα ταμεία των ελεύθερων επαγγελματιών. Πώς μπορεί ακόμα να εξαιρείται το ΤΑΠ ΔΕΗ;

* Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο στις 6 Ιουλίου 201


Οι δύο κανόνες

                              Από τα διδάγματα της ιστορίας μπορούμε να κατανοήσουμε τη σημασία που έχουν τα καλά δημόσια οικονομικά για την...