Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2018

Ένα μεγαλύτερο σκάνδαλο*

Θα συμφωνήσουμε όλοι, ότι η διαλεύκανση κάθε σκανδάλου πρέπει να προχωρήσει προκειμένου να απαλλαγεί η ελληνική κοινωνία από πολιτικούς και επιχειρηματίες που υπονομεύουν τη δημοκρατία. Η ατιμωρησία της διαφθοράς τρέφει τον ολοκληρωτισμό.
Σήμερα όμως το θέμα μας αφορά ένα άλλο σκάνδαλο που κατά σύμπτωση είναι πολύ μεγαλύτερο σε μέγεθος από όλα τα άλλα σκάνδαλα μαζί. Τούτο το σκάνδαλο δεν αφορά ένα μικρό κύκλο διεφθαρμένων πολιτικών και κρατικών υπαλλήλων, αλλά το μεγαλύτερο ποσοστό των πολιτικών και ένα μεγάλο ποσοστό των δημοσίων υπαλλήλων. Δεν λέγεται καν «σκάνδαλο», αλλά διορισμός στο Δημόσιο χωρίς αξιοκρατικά κριτήρια μέσω κομματικών ή πελατειακών δικτύων. Ας το αναλύσουμε με αριθμούς:
Α. Σε μια περίοδο τριάντα οκτώ ετών (1980-2018) το Πρόγραμμα των Δημοσίων Επενδύσεων δεν ξεπέρασε συνολικά τα 200 δισ. ευρώ. Έστω ότι τα πάσης φύσεως σκάνδαλα καλύπτουν το θηριώδες 5% αυτού του ποσού (υπήρξαν πολιτικοί με αυτό το προσωνύμιο). Το αποτέλεσμα είναι 10 δισ. ευρώ!
Ας δεχθούμε επίσης αυθαίρετα, για την οικονομία της συζήτησης, ότι όλες οι υποθέσεις διαφθοράς και μικροδιαφθοράς στο Δημόσιο ανέρχονται σε άλλα 20 δισ. ευρώ. Σύνολο 30 δισ. ευρώ. Έστω επίσης ότι όλοι όσοι έβαλαν το δάχτυλο στο βάζο με το μέλι έλαβαν 1 εκατομμύριο ευρώ κατά μέσο όρο. Σε μια περίοδο 38 ετών οι διεφθαρμένοι κάθε είδους αγγίζουν τις 30.000.
Β. Το 2018 η δαπάνη μισθοδοσίας του Δημοσίου ανέρχεται σε 17 δισ. ευρώ. Ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων υπολογίζεται σε 700.000 περίπου. Συνεπώς, ο μέσος ακαθάριστος μισθός ενός απασχολούμενου στο Δημόσιο το 2013 κυμαίνεται περίπου σε 24 χιλ. ευρώ.
Οι υπάλληλοι του κράτους και του ευρύτερου δημόσιου τομέα την τελευταία τριακονταετία εργάστηκαν σύμφωνα με τα δημοσιευμένα στοιχεία πριν συνταξιοδοτηθούν κατά μέσο όρο περίπου 25 χρόνια ο καθένας. Εάν λοιπόν κάποιος προσλήφθηκε στο Δημόσιο σε ηλικία είκοσι πέντε ετών, συνταξιοδοτήθηκε στα πενήντα του, θα λαμβάνει σύνταξη για τριάντα πέντε τουλάχιστον χρόνια. Η συνταξιοδοτική δαπάνη του προϋπολογισμού για 450.000 περίπου συνταξιούχους δημοσίους υπαλλήλους ήταν 6,3 δισ. ευρώ το 2017, δηλαδή περίπου 14.000 ευρώ ανά συνταξιούχο.
Σε σημερινές τιμές λοιπόν ένας δημόσιος υπάλληλος κόστισε στο κράτος κατ’ ελάχιστον τα ακόλουθα ποσά: (α) Κατά τον εργάσιμο βίο του (25x24.000=) 600.000 ευρώ, (β) κατά το διάστημα του συντάξιμου βίου του εισέπραξε (35x14.000=) 490.000 ευρώ. Συνολικά δηλαδή έλαβε τουλάχιστον 1.090.000 ευρώ. 
Το 1980 είχαμε περίπου 400.000 δημοσίους υπαλλήλους ενώ το 2009 (όταν ξεκίνησε η κρίση) ο αριθμός τους ξεπερνούσε το 1.000.000. Από αυτούς τουλάχιστον 300.000 ήταν απολύτως περιττοί. Τους επέβαλε ένα άρρωστο πελατειακό σύστημα για να μπορεί να διαιωνίζει και επεκτείνει την κυριαρχία του.
Αυτοί σύμφωνα με τους παραπάνω συντηρητικούς υπολογισμούς στοίχισαν στην οικονομία (300.000 x 1.090.000=) 327 δισ. ευρώ. Όσο δηλαδή είναι σήμερα το δημόσιο χρέος της χώρας ή 10 φορές τουλάχιστον το κόστος ολόκληρης της διαφθοράς και της μίζας.

Αυτό το συλλογικό διαχρονικό σκάνδαλο των ρουσφετολογικών προσλήψεων μοιάζει να μην ενοχλεί κανέναν και περνά απαρατήρητο κάτω από τα πέπλα της κοινωνικής συν(εν)οχής.

* Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο στις 2 Νοεμβρίου 2018 με τίτλο "Ρουσφετολογικές προσλήψεις".

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2018

Συνεντεύξεις για εκπαιδευτικά θέματα



Δύο συνεντεύξεις σχετικές τα συμπεράσματα της μελέτης του ΚΕΦίΜ "Παιδεία: Τι πληρώνουν οι Έλληνες;"

H συνέντευξή μου στις  4 Οκτωβρίου 2018 στη  Χριστίνα Βίδου στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ 


http://www.skai.gr/player/radio/?mmid=312098

και

η συνέντευξή μου στις  5 Οκτωβρίου 2018 στον Μάνο Νιφλή στο ραδιόφωνο του RealFM 97,8

http://www.real.gr/synenteukseis/arthro/-499127/?utm_source=dlvr.it&utm_medium=facebook&utm_campaign=real.gr


Πιστοποιητικά εναντίον ελευθερίας*

Eίναι γνωστό ότι η γραφειοκρατία κοστίζει ακριβά σε πολίτες και επιχειρήσεις και διαβρώνει τους θεσμούς του κράτους δικαίου. Σε κανέναν δεν αρέσει και όλοι στις σχετικές συζητήσεις καταφέρονται εναντίον της. Ο Λούντβιχ Φον Μίζες ήδη από το 1944 στο ομώνυμο βιβλίο του εξήγησε την καταστροφική για τη δημοκρατία και την οικονομία επίδραση της γραφειοκρατίας. Όταν όμως η συζήτηση επικεντρώνεται σε κάποιο ειδικό θέμα αρκετοί είναι αυτοί που επιχειρούν να δικαιολογήσουν τα εμπόδια που θέτει η γραφειοκρατία στην ελεύθερη δράση των πολιτών, χρησιμοποιώντας διάφορες προφάσεις ή δικαιολογίες. Η υπεράσπιση της γραφειοκρατίας μπορεί εύκολα να εξηγηθεί. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνούμε άλλωστε, ότι πίσω από κάθε ανεξήγητη με τους κανόνες της λογικής διοικητική διαδικασία είναι καλά κρυμμένο ένα ειδικό συμφέρον μιας καλά οργανωμένης συντεχνίας (μηχανικών, δικηγόρων, συμβολαιογράφων, ασφαλισμένων στο τάδε ή δείνα ευγενές ταμείο κ.λπ.).
Ας πάρουμε λ.χ. το παράδειγμα της μεταβίβασης ακινήτων.
Για μια απλή μεταβίβαση ενός διαμερίσματος πολυκατοικίας απαιτούνται τα εξής πιστοποιητικά: Αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας, αποδεικτικό ασφαλιστικής ενημερότητας, πιστοποιητικό ΕΝΦΙΑ, πιστοποιητικό περί μη οφειλής ΤΑΠ σε Δήμους, βεβαίωση πολιτικού μηχανικού περί πολεοδομικής νομιμότητας, πιστοποιητικό ενεργειακού επιθεωρητή, πιστοποιητικό από την Εφορία ότι δεν οφείλεται φόρος κληρονομιάς ή δωρεάς (σε περίπτωση που το διαμέρισμα αποκτήθηκε μετά το 1995 από χαριστική αιτία), υπεύθυνη δήλωση ιδιοκτήτη περί πολεοδομικής νομιμότητας του μεταβιβαζόμενου διαμερίσματος, αντίγραφο οικοδομικής άδειας (εάν η οικοδομή είναι μετά το 1983), έγγραφο πολεοδομίας με σφραγίδα περαίωσης διαδικασίας ρύθμισης ακινήτου (ν. 3843/2010) ή βεβαίωση οριστικής υπαγωγής στους νόμους ν. 4178/2013 ή ν. 4495/2017 με τα σχέδια που τη συνοδεύουν (εάν στο διαμέρισμα υπήρχαν πολεοδομικές παραβάσεις που τακτοποιήθηκαν), πιστοποιητικό κτηματογραφούμενου ακινήτου (εάν υπάρχει Κτηματολόγιο). Σίγουρα κάτι θα μου διαφεύγει. Όλα τα παραπάνω έγγραφα απαιτούνται για να μπορεί να μεταβιβασθεί ένα διαμέρισμα πολυκατοικίας. Τα υποχρεωτικά από το νόμο απαιτούμενα πιστοποιητικά  φθάνουν τα είκοσι τρία (23) σε πιο πολύπλοκες μεταβιβάσεις ακινήτων. Οι πολίτες δυσφορούν με αυτή την κατάσταση αλλά δεν αντιδρούν. Στην παθητική αυτή στάση απέναντι στη γραφειοκρατία εντοπίζεται ο μεγαλύτερος κίνδυνος κι αυτός δεν είναι τόσο οι δυσάρεστες οικονομικές επιπτώσεις της όσο η διαβρωτική δράση της στη ζωή των ανθρώπων και στους θεσμούς της πολιτείας. Με άλλα λόγια ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι ο εθισμός στη γραφειοκρατία και η αποδοχή της σαν κάποιο τάχα αναγκαίο κακό στη ζωή μας. Αυτή η αργή αλλά σταθερή προσαρμογή στον παραλογισμό της γραφειοκρατίας δεν είναι τίποτε άλλο παρά αργός, σταθερός και ανεπαίσθητος περιορισμός της προσωπικής μας ελευθερίας έως ότου πάψουμε να είμαστε ελεύθεροι. Κάθε επιπλέον πιστοποιητικό ή βεβαίωση, κάθε νέα διαδικασία, όσο ασήμαντο κι αν φαίνεται, συνιστά ταυτοχρόνως επέκταση του κράτους και περιορισμό της ελευθερίας μας.
Επιστρέφω στο παράδειγμα των ακινήτων. Τα παράλογα πιστοποιητικά για τη μεταβίβαση μιας γκαρσονιέρας στα Καμίνια ή μιας βίλας στο Ψυχικό, μπορεί να περνούν κάτω από τα ευαίσθητα “ραντάρ” των ανησυχιών των φιλελευθέρων, είναι όμως χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πώς η ελευθερία μας ημέρα με την ημέρα περιορίζεται χωρίς να είμαστε σε θέση να το αντιληφθούμε.

* Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο στις 5/10/2018.






Η Εκπαίδευση ως αναπτυξιακό εργαλείο: Μαθήματα από τη διεθνή εμπειρία*

Στην Ελλάδα συχνά η συζήτηση γύρω από τα εκπαιδευτικά ζητήματα και την ακολουθητέα εκπαιδευτική πολιτική περιστρέφεται κυρίως μόνο γύρω από τις μορφωτικές επιπτώσεις της εκπαίδευσης, αγνοώντας μια βασική αλήθεια, ότι αυτή ασκεί άμεση και καθοριστική επίδραση στο σύνολο των θεσμών μιας χώρας (δικαιοσύνη, δημόσια διοίκηση, οικονομία κ.λπ.).
Η παραπάνω μονομερής προσέγγιση εξηγείται κατά κάποιο τρόπο από την σε μεγάλο βαθμό ηγεμονία εδώ και δεκαετίες των ιδεών της κρατικιστικής Αριστεράς στον εκπαιδευτικό διάλογο και από την δυσανεξία της τελευταίας σε κάθε σύνδεση της εκπαίδευσης με την οικονομία. Πάντοτε οι αριθμοί ενοχλούσαν την αριστερή σκέψη.
Η οικονομική επιστήμη μάς διδάσκει όμως ότι η γνώση είναι ένας από τους κυριότερους συντελεστές παραγωγής πόρων. Η εκπαίδευση, συνεπώς, ως ο κυριότερος παραγωγός γνωστικού κεφαλαίου αποτελεί τον κατεξοχήν αναπτυξιακό μοχλό για μια οικονομία.
Ακόμα όμως και όταν διεξάγεται η σχετική συζήτηση με όρους οικονομικούς τείνουμε να επικεντρώνουμε την προσοχή μας στα αδιαμφισβήτητα οφέλη που προκύπτουν για την οικονομία από την κατάργηση τόσο του ανελεύθερου, γραφειοκρατικού και συγκεντρωτικού θεσμικού πλαισίου που διέπει τη λειτουργία των δημοσίων πανεπιστημίων όσο και του κρατικού μονοπωλίου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση υποβαθμίζοντας την πολύ ουσιαστική επίδραση της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας.
Από τη σχετική βιβλιογραφία γνωρίζουμε ότι η βελτίωση της ποιότητας της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης οδηγεί σε σημαντική αύξηση του ΑΕΠ των χωρών. Σύμφωνα λ.χ. με το μοντέλο των Hanushek & Wößmann (2007) η μέση ετήσια αύξηση του ΑΕΠ μιας χώρας υπολογίζεται σε μεσομακροπρόθεσμη βάση περίπου σε 1,2% για κάθε βελτίωση δέκα θέσεων στην κατάταξη της PISA. Η αύξηση αυτή είναι το αποτέλεσμα των θετικών επιπτώσεων της καλύτερης εκπαίδευσης σε τομείς όπως:
α) Το υψηλότερο επίπεδο δεξιοτήτων και άρα παραγωγικότητας του ανθρώπινου κεφαλαίου μιας χώρας.
β) Το καλύτερο επίπεδο υγείας του πληθυσμού. Έρευνες αποδεικνύουν ότι υπάρχει θετική συσχέτιση της καλύτερης εκπαίδευσης με τη μείωση των δαπανών υγείας και του χρόνου απουσίας των εργαζομένων από την παραγωγική διαδικασία.
γ) Η μείωση της εγκληματικότητας, η οποία συνεπάγεται μικρότερες δαπάνες για ασφάλεια και σωφρονισμό, αλλά και ασφαλέστερο επενδυτικό περιβάλλον.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι πώς επιτυγχάνεται βελτίωση της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης, ώστε αντίστοιχα να επέλθουν τα ανάλογα οφέλη στο επίπεδο της ανάπτυξης;
Είναι γεγονός ότι η απλή επέκταση του χρόνου παραμονής στο εκπαιδευτικό σύστημα δεν έχει τόσο σημαντική επίδραση στο επίπεδο της οικονομικής ανάπτυξης μιας χώρας. Αντιθέτως, κρίσιμο για την οικονομική ανάπτυξη είναι το είδος των γνώσεων και των δεξιοτήτων που αποκτούν οι εκπαιδευόμενοι στη διάρκεια της εκπαίδευσής τους. Σε σχέση με αυτό το ζήτημα, σύμφωνα με όλες τις σχετικές εκθέσεις του ΟΟΣΑ, προκύπτει ότι τα επιτυχημένα στις μέρες μας εκπαιδευτικά συστήματα καλλιεργούν τις δεξιότητες οι οποίες αποκαλούνται «δεξιότητες του 21ου αιώνα» και οι οποίες είναι:
α) καινοτομία και δημιουργικότητα,
β) κριτική σκέψη-επίλυση προβλημάτων-λήψη αποφάσεων,
γ) μεταγνώση (μαθαίνω δηλαδή πώς να μαθαίνω),
δ) επικοινωνία,
ε) συνεργασία,
στ) ψηφιακός εγγραμματισμός (η ικανότητα δηλαδή μεταξύ άλλων να εντοπίζεις, κατανοείς, διαχειρίζεσαι το πλήθος των πληροφοριών μέσω ψηφιακής τεχνολογίας),
η) καλλιέργεια της ιδιότητας του πολίτη,
θ) καριέρα,
ι) ατομική ευθύνη.
Με άλλα λόγια πρόκειται για τις δεξιότητες που εξετάζει το πρόγραμμα PISA και τις οποίες συστηματικά υποβαθμίζουν τα προγράμματα σπουδών του Ελληνικού Σχολείου. Υπενθυμίζω, ότι η Ελλάδα κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις διεθνώς ως προς την ποιότητα των σχολείων της σύμφωνα με τα κριτήρια των PISA, TIMSS, PIRLS κ.λπ.
Εκτός όμως από το περιεχόμενο της εκπαίδευσης σημαντική βελτίωση της ποιότητας επέρχεται και με μια σειρά θεσμικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ οι επιτυχημένες χώρες στην εκπαίδευση διακρίνονται για τα εξής τρία κύρια χαρακτηριστικά των εκπαιδευτικών τους συστημάτων:
α) Ελεύθερη επιλογή σχολικής μονάδας (ανάπτυξη κουλτούρας λογοδοσίας για τα εκπαιδευτικά αποτελέσματα, ενίσχυση του ανταγωνισμού με στόχο την καλύτερη ποιότητα και άρα την προσέλκυση μαθητών) και πολυτυπία σχολείων.
β) Έμφαση στον εκπαιδευτικό (καλή αρχική εκπαίδευση, αυστηρό σύστημα επιλογής των καλύτερων, συστηματική αξιολόγηση, συστηματική επιμόρφωση, κίνητρα για ανέλιξη των ικανότερων).
γ) Αποκέντρωση και ενίσχυση της αυτονομίας της σχολικής μονάδας (καλύτερη ανταπόκριση στις τοπικές ανάγκες, ανάπτυξη παιδαγωγικών καινοτομιών έξω από το ασφυκτικό πλαίσιο της συγκεντρωτικής ομοιομορφίας και του κεντρικού προγραμματισμού.
Οι χώρες των οποίων τα εκπαιδευτικά συστήματα συγκεντρώνουν τα παραπάνω χαρακτηριστικά, όπως λ.χ. η Κορέα, το Χονγκ-Κονγκ, η Σιγκαπούρη, η Φινλανδία, η Σουηδία κ.ά. έχουν επιτύχει εντυπωσιακά αναπτυξιακά αποτελέσματα σε μακροχρόνια βάση.
Είναι σαφές ότι εάν θέλουμε η βασική εκπαίδευση να αποτελέσει την ατμομηχανή της οικονομικής ανάπτυξης και της συνολικής θεσμικής βελτίωσης της χώρας πρέπει να κινηθούμε σύμφωνα με τις παραπάνω κατευθύνσεις, όπως αυτές αποτυπώνονται ξεκάθαρα στη διεθνή εμπειρία και πρακτική. Διαφορετικά η χαμηλής ποιότητας εκπαίδευση που προσφέρουμε στους σημερινούς μαθητές θα υπονομεύσει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και θα αναβάλει για το απώτατο μέλλον την έξοδό της από την κρίση.
* Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο στο ειδικό αφιέρωμα για την εκπαίδευση στις 28/9/2018.


Οι δύο κανόνες

                              Από τα διδάγματα της ιστορίας μπορούμε να κατανοήσουμε τη σημασία που έχουν τα καλά δημόσια οικονομικά για την...