Παρασκευή 22 Ιουνίου 2018

Ο παράνομος ΕΝΦΙΑ*

Το ζήτημα των αντικειμενικών αξιών απασχόλησε πολλές φορές το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο έκρινε με απόφαση της Ολομελείας του παράνομη την παράλειψη του Ελληνικού Δημοσίου να αναπροσαρμόσει τις τιμές ζώνης ώστε να είναι κοντά στις πραγματικές αξίες των ακινήτων.
Με τις νέες τιμές ζώνης που ανακοίνωσε πρόσφατα το Υπουργείο Οικονομικών επιμένει στην παρανομία περιφρονώντας τις αποφάσεις του ανωτάτου ακυρωτικού Δικαστηρίου. Οι νέες τιμές ζώνης δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με την πραγματικότητα. Είχε υποχρέωση το Υπουργείο Οικονομικών να συμμορφωθεί με το Σύνταγμα, τις δεσμεύσεις που ανέλαβε από το δεύτερο και τρίτο Μνημόνιο και αποτελούν νόμο του κράτους, καθώς και τις διαδοχικές αποφάσεις του ΣτΕ επί του θέματος. Έπρεπε δηλαδή το Υπουργείο Οικονομικών να κάνει επιτόπια έρευνα για κάθε ζώνη, ώστε να καθορισθεί με την καλύτερη δυνατή προσέγγιση η τιμή που αντιστοιχεί στα ακίνητα της κάθε περιοχής. Θα έπρεπε να προχωρήσει στην αναζήτηση των αγοραπωλητηρίων συμβολαίων που έχουν γίνει, των μισθωτηρίων συμβολαίων, των μικρών αγγελιών, των ειδικών στοιχείων από τους πλειστηριασμούς, από τις τράπεζες και τους κτηματομεσίτες και κάθε άλλης σχετικής πληροφορίας που θα επέτρεπε τη διαπίστωση, έστω και κατά προσέγγιση, των τιμών των ακινήτων σε καθεμία περιοχή. Την έρευνα αυτή θα την έκαναν οι επιτροπές που προβλέπονται ήδη στη νομοθεσία. Άλλωστε το ίδιο το ΣτΕ είχε ήδη διατάξει τη διοίκηση να κάνει αυτή την απολύτως απαραίτητη και ουσιαστική έρευνα, τονίζοντας ότι οι πολίτες έχουν αξίωση να φορολογούνται με βάση την πραγματική αξία του ακινήτου τους.
Η κυβέρνηση όχι μόνο δεν έκανε, όπως είχε υποχρέωση, την έρευνα που απαιτείται, ώστε να ανταποκριθεί στη στοιχειώδη αξίωση των φορολογουμένων, για φορολόγηση αντίστοιχη της πραγματικής τιμής των ακινήτων, αλλά προχώρησε και σε αυθαίρετες ρυθμίσεις που καταλήγουν σε πλασματικές και ανεπίκαιρες τιμές, άρα σε εντελώς άδικη φορολόγηση των πολιτών. Όπου υπάρχουν μειώσεις είναι ελάχιστες και οπωσδήποτε δεν ανταποκρίνονται στις τεράστιες μειώσεις οι οποίες έχουν επισυμβεί τα τελευταία χρόνια. Όλοι γνωρίζουμε ότι η οικονομική κρίση και η δυσβάστακτη φορολογία της ακίνητης περιουσίας και της οικοδομικής δραστηριότητας γενικότερα συνετέλεσαν στη ραγδαία πτώση των τιμών των ακινήτων. Οι εκθέσεις του Διοικητού της Τραπέζης της Ελλάδος από το 2010 έως σήμερα προσδιορίζουν την συνολική πτώση των τιμών των ακινήτων σε ποσοστά που ξεπερνούν το 50%.
Ακούγεται το αντεπιχείρημα ότι πρέπει να εισπραχθεί ένα πολύ μεγάλο ποσό από τον ΕΝΦΙΑ. Όμως αυτό που ενδιαφέρει στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι η νομιμότητα της φορολογίας στην ακίνητη περιουσία ή οι συντελεστές του φόρου.
Είναι δύο θεμελιώδεις αρχές για ένα κράτος δικαίου:
Πρώτον, η αρχή της νομιμότητας της διοικητικής δράσης. Το κράτος δεν μπορεί να επιβάλει ένα φορολογικό βάρος χωρίς να μπορεί να αιτιολογήσει το ύψος του και να έχει την αξίωση να φορολογεί στην τύχη, αγνοώντας την πραγματική αξία της φορολογούμενης περιουσίας, και
Δεύτερον, η αρχή της φορολογικής ισότητας. Παραβιάζεται κάθε έννοια φορολογικής ισότητας όταν το ποσόν της φορολόγησης είναι εντελώς άσχετο με τη φοροδοτική ικανότητα του φορολογουμένου.
Για τους λόγους αυτούς, ραντεβού ξανά στο ΣτΕ.


* Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο στις 22/6/2018. 

Σάββατο 16 Ιουνίου 2018

Το αδιέξοδο και η λύση*

Με την ψήφιση του πολυνομοσχεδίου την περασμένη Τετάρτη η χώρα εισέρχεται σε έναν καινούργιο οικονομικό κύκλο που θα διαρκέσει περίπου έως το τέλος του 2023. Το κύριο χαρακτηριστικό του κύκλου αυτού θα είναι η συνέχιση της δημοσιονομικής προσαρμογής που ξεκίνησε το 2010, με έμφαση κατά κανόνα σε ακόμη μεγαλύτερη αύξηση της φορολογίας και σε ακόμη μεγαλύτερη μείωση της ζήτησης. Με περίπου 40 δισ. ευρώ επιπλέον δημόσιο χρέος (εσωτερικό και εξωτερικό), αποκλειστικά «Έργο Τσίπρα», είναι αυτονόητο ότι οι τόκοι του χρέους αγγίζουν το 3,5% του ΑΕΠ και σχεδόν εκμηδενίζουν το πρωτογενές πλεόνασμα.
Το αποτέλεσμα της αύξησης ή έστω της διατήρησης στα σημερινά επίπεδα της φορολογίας έχει ως συνέπεια την επιβάρυνση της οικονομίας (των ισολογισμών επιχειρήσεων και νοικοκυριών). Με τους φόρους και τις ασφαλιστικές εισφορές να αυξάνονται ‒σε αντίθεση με όλες τις άλλες χώρες του ΟΟΣΑ‒ το αποτέλεσμα θα είναι η περαιτέρω μείωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και η περαιτέρω συρρίκνωση της φορολογικής βάσης. Η τελευταία θα εκδηλωθεί ποικιλοτρόπως, με εκπατρισμό νέων επιστημόνων, εύρωστων επιχειρήσεων, με πτωχεύσεις των οριακών «παικτών» της αγοράς και με αύξηση των περιπτώσεων της φοροαποφυγής, της φοροδιαφυγής και της φορολογικής απάτης.
Ενόψει αυτών των κινδύνων η κυβέρνηση επιδιώκει στη διαπραγμάτευση με τους Θεσμούς με κάθε τρόπο και ως απόλυτη προτεραιότητα την ελάφρυνση του δημοσίου χρέους. Για μια ακόμη φορά η κυβέρνηση δεν επιθυμεί να κατανοήσει ότι το κρίσιμο ζητούμενο για την ελληνική οικονομία είναι η ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικής δυναμικότητας της ελληνικής οικονομίας. Οι επενδυτές αποφεύγουν την Ελλάδα όχι γιατί έχει υψηλό δημόσιο χρέος, αλλά επειδή δεν έχουν εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση ότι θα υλοποιήσει ένα πακέτο μεταρρυθμίσεων που θα αυξήσουν επενδύσεις και εξαγωγές. Η ελάφρυνση του χρέους χωρίς μεταρρυθμίσεις, και με αριστερούς λαϊκιστές στο τιμόνι του κράτους, θα ήταν καταστροφική καθώς θα οδηγούσε εκ νέου σε πελατειακές διευκολύνσεις διαφόρων συντεχνιών και προσοδοθηρικών ομάδων, ψηφοθηρικές παροχές και αργά ή γρήγορα σε νέα ελλείμματα. Αντιθέτως, η ελάφρυνση του χρέους θα ήταν επιθυμητή μόνο εάν συνδυαζόταν με μεταρρυθμίσεις που στοχεύουν στο άνοιγμα των αγορών, σε μείωση του κράτους, σε άρση των κανονιστικών εμποδίων της οικονομίας και σε ιδιωτικοποιήσεις. Όλα όσα δηλαδή έχει η κυβέρνηση δεσμευθεί να υλοποιήσει σύμφωνα με το τρέχον πρόγραμμα και δεν πράξει ακόμη.
Για να καταστεί η ελληνική οικονομία ανταγωνιστική και για να αποκτήσει την παραγωγική βάση που θα επιτρέψει την παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων χρειάζεται:
‒ λιγότερους φόρους, περισσότερους πόρους δηλαδή για την παραγωγική και όχι την παρασιτική οικονομία.
‒ μικρότερη γραφειοκρατία, άρα καλύτερες υπηρεσίες και μικρότερο κόστος σε χρόνο και χρήμα για την επιχειρηματική δραστηριότητα και τη ζωή των πολιτών.

‒ ιδιωτικοποιήσεις, οι οποίες θα μειώσουν τις κρατικές δαπάνες διευκολύνοντας τη δημοσιονομική προσαρμογή και θα επιταχύνουν την ανάπτυξη με την εντονότερη δραστηριοποίηση του ιδιωτικού τομέα και τη δημιουργία συνθηκών ανταγωνισμού στην οικονομία.

*Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο στις 15 Ιουνίου 2018.

Παρασκευή 8 Ιουνίου 2018

Ασφαλιστικό: Πρόβλημα ή ευκαιρία;*

Ήταν Νοέμβριος του 2004 όταν ο Μίμης Ανδρουλάκης εξέδωσε το βιβλίο «Βαμπίρ και κανίβαλοι». Σαν «βαμπίρ» στο βιβλίο παρουσιάζονται οι συνταξιούχοι και σαν «κανίβαλοι» οι γενιές που βρίσκονται στην παραγωγή. Η σύγκρουση θα επισυμβεί όταν το κράτος αναγκαστεί για να αντιμετωπίσει τις άμεσες ανάγκες του να αθετήσει τις πλουσιοπάροχες και πελατειακές υποσχέσεις που έδωσε δεκαετίες πριν σε όλους τους ασφαλισμένους και να περικόψει συντάξεις. Είναι αναπόφευκτη, όπως πιστεύει ο συγγραφέας και πολλοί ακόμη έγκριτοι συγγραφείς, η σύγκρουση των γενεών λόγω των προβλημάτων διαγενεαλογικής αδικίας των ασφαλιστικών συστημάτων;
Ας δούμε συνοπτικά τα στοιχεία:
‒ Το ελληνικό κράτος, με σοβαρή παρούσα και μελλοντική αδυναμία πληρωμών των υποχρεώσεών του πληρώνει περίπου τα 3/5 των συντάξεων από τον κρατικό προϋπολογισμό. Γύρω στο 10% του προϋπολογισμού είναι η ετήσια επιδότηση του κράτους για να καλυφθούν τα ελλείμματα του ασφαλιστικού συστήματος. Η επιδότηση αυτή στερεί πολύτιμα κεφάλαια από την οικονομία αφού προέρχεται από φόρους και περιορισμό του προγράμματος των δημοσίων επενδύσεων.
‒ Τα υπόλοιπα 2/5 των συντάξεων προέρχονται από τις υπέρογκες εισφορές που πληρώνουν εργαζόμενοι και επιχειρήσεις σε μια διαρκώς συρρικνούμενη οικονομία.
Δεν χρειάζονται πολλές γνώσεις οικονομικών για να αντιληφθεί κανείς ότι το σημερινό ασφαλιστικό σύστημα είναι μια από τις βασικές αιτίες –αν όχι η βασικότερη‒ της οικονομικής ύφεσης και εκείνο που με τη σειρά του επηρεάζεται περισσότερο από την κρίση που το ίδιο προκαλεί.
Στα παραπάνω επισημαίνω:
‒ Οι συνταξιούχοι σήμερα είναι περίπου το 24,5% του πληθυσμού της χώρας. Οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα, μαζί με τους αυτοαπασχολούμενους και τους ελεύθερους επαγγελματίες, δεν ξεπερνούν το 25% του πληθυσμού της χώρας. Η αναλογία συνταξιούχων - εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα είναι σχεδόν 1 προς 1,07.
‒ Η παρούσα αξία των υποχρεώσεων του ασφαλιστικού συστήματος στους σημερινούς συνταξιούχους υπερβαίνει με μετριοπαθείς υπολογισμούς το 150% του ΑΕΠ.
Εξαιτίας του ασφαλιστικού τα βάρη που συσσωρεύονται στην οικονομία είναι περισσότερη φορολογία (φόροι και εισφορές), περισσότερη γραφειοκρατία, αποθάρρυνση επενδυτικού κλίματος, υπονόμευση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, εισφοροδιαφυγή.
Η μεταρρύθμιση Κατρούγκαλου για λόγους που δεν υπάρχει χώρος να αναπτυχθούν εδώ, απέτυχε πλήρως στο να βελτιώσει το ασφαλιστικό, καθώς δεν άλλαξε ούτε στο ελάχιστο την αρχιτεκτονική του παλιού συστήματος. Αυτό παρέμεινε δημόσιο και αναδιανεμητικό, με την αρχιτεκτονική του όμοια με το αρχικό σχέδιο της δεκαετίας του 1950. «Επέτυχε» βεβαίως να αυξήσει την εισφοροδιαφυγή επιχειρώντας τη διεύρυνση της βάσης των εισφορών μετατρέποντας τους πάντες σε μισθωτούς.
Στο αρχικό ερώτημα λοιπόν, η απάντηση με βάση τα στοιχεία που αναφέραμε, είναι ότι εάν το ασφαλιστικό δεν μεταρρυθμισθεί ριζικά, η σύγκρουση των γενεών είναι αναπόφευκτη και αυτή θα συμπαρασύρει οτιδήποτε άλλο έχει μείνει όρθιο στην οικονομία και στην κοινωνία. 
Πώς μπορεί το ασφαλιστικό από μείζον πρόβλημα να γίνει το εφαλτήριο της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας; Η απάντηση είναι καταφατική, υπό την προϋπόθεση να εγκαταλείψουμε το ξεπερασμένο μοντέλο που οδηγεί ταυτόχρονα στον βυθό της χρεοκοπίας ασφαλιστικά ταμεία και οικονομία.
Το νέο σύστημα θα πρέπει να είναι αντιγραφειοκρατικό και ευέλικτο, στηριγμένο στους εξής πυλώνες:
‒ Πρώτος πυλώνας, βασική εθνική σύνταξη για όλους όσους κατοικούν στην Ελλάδα για 25 χρόνια και έχουν συμπληρώσει το 67ο έτος της ηλικίας τους. Η σύνταξη θα καταβάλλεται αυτόματα χωρίς γραφειοκρατικές εμπλοκές τον επόμενο μήνα από τα εξηκοστά έβδομα γενέθλια του δικαιούχου. Η βασική εθνική σύνταξη θα πρέπει να είναι ίση τουλάχιστον με τον κατώτατο μισθό.
‒ Δεύτερος πυλώνας, ιδιωτικά ασφαλιστικά ταμεία, στα οποία η συμμετοχή θα είναι προαιρετική και οι εισφορές που θα κατατίθενται σ’ αυτά θα αποτελούν περιουσία του ασφαλισμένου (κεφαλαιοποιητικό σύστημα). Ο ασφαλισμένος θα μπορεί οποτεδήποτε να μεταπηδήσει σε άλλο ταμείο μεταφέροντας στο καινούργιο τις εισφορές που μέχρι τη στιγμή εκείνη έχει καταβάλει. Ο ασφαλισμένος δεν επιτρέπεται να αναλάβει τις εισφορές του πριν συμπληρώσει ένα ηλικιακό όριο. Υπάρχει υποχρεωτική αντασφάλιση των ιδιωτικών ταμείων, τα οποία τελούν υπό κρατική εποπτεία. Οι εισφορές στα ταμεία μέχρις ενός καθορισμένου ορίου εκπίπτουν από το φορολογητέο εισόδημα του ασφαλισμένου.
‒ Τρίτος πυλώνας, η αμιγώς ιδιωτική ασφάλιση. Οι εισφορές είναι επίσης προαιρετικές, αλλά η συμμετοχή σ’ αυτόν έχει περισσότερο επενδυτικό χαρακτήρα από τον δεύτερο.
Είναι εύκολη η μετάβαση στο νέο σύστημα; Κάθε άλλο, καθώς στην περίπτωση αυτή θα δημιουργηθεί ένα «κόστος κληρονομιάς», στο οποίο περιλαμβάνονται οι υποχρεώσεις του σημερινού συστήματος προς τους σημερινούς συνταξιούχους. Το κόστος αυτό πρέπει να αντιμετωπισθεί με σειρά μέτρων εντός μιας σύντομης μεταβατικής περιόδου που δεν θα θίγουν την αρχιτεκτονική του νέου ασφαλιστικού συστήματος και θα αντιμετωπίζουν τις δυσμενείς πλην όμως αναγκαίες επιπτώσεις της μεταρρύθμισης.
Τα μέτρα αυτά θα μπορούσαν να είναι:
‒ σταδιακή κατάργηση των εισφορών κατά τη μεταβατική περίοδο,
‒ μείωση των μεγάλων συντάξεων κατά το ποσό που δεν αντιστοιχεί σε εισφορές που πληρώθηκαν,
‒ αξιοποίηση περιουσίας και διαθεσίμων των ασφαλιστικών ταμείων και του ΑΚΑΓΕ,
‒ κατάργηση των έμμεσων πελατειακών επιδοτήσεων του κράτους σε ασφαλιστικά ταμεία (λ.χ. ΤΑΠ ΔΕΗ, ΤΑΠ ΟΤΕ),
‒ επιστροφή στην εργασία, όσων συνταξιοδοτήθηκαν πρόωρα και δεν έχουν συμπληρώσει το 60ό έτος,
‒ εξοικονόμηση πόρων από την κατάργηση του συνταξιοδοτικού κλάδου των ασφαλιστικών ταμείων και
‒ μέρος εσόδων από ιδιωτικοποιήσεις και μείωση του κράτους.
 Τι σημαίνουν όλα αυτά;
Α. Η βασική εθνική σύνταξη χρηματοδοτείται μόνο από τον προϋπολογισμό και οι ασφαλιστικές εισφορές στον πρώτο πυλώνα σταδιακά καταργούνται.
Β. Η οικονομία με την κατάργηση των εισφορών παίρνει μια βαθιά ανάσα ρευστότητας, καθώς περιορίζεται σημαντικά το μη μισθολογικό κόστος που επηρεάζει το κόστος εργασίας και το κόστος παραγωγής. Είναι πλέον δυνατή η αύξηση των κερδών των επιχειρήσεων και των μισθών των εργαζομένων.
Γ. Καταργείται πλήρως η ασφαλιστική γραφειοκρατία, καταργούνται οι ελεγκτικοί μηχανισμοί, τα πρόστιμα, οι ποινικές και διοικητικές κυρώσεις, η ασφαλιστική ενημερότητα κ.ο.κ.

Το άρθρο αυτό αποτελεί συνένωση δύο άρθρων που δημοσιεύθηκαν στον Φιλελεύθερο την 1η Ιουνίου 2018 και την 8η Ιουνίου 2018 με τίτλους "Ο φαύλος κύκλος του ασφαλιστικού" και "Ασφαλιστικό: Από πρόβλημα ευκαιρία" αντίστοιχα.



Οι δύο κανόνες

                              Από τα διδάγματα της ιστορίας μπορούμε να κατανοήσουμε τη σημασία που έχουν τα καλά δημόσια οικονομικά για την...