Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2017

ΠΕΡΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ: ΕΛΛΑΣ ΖΙΜΠΑΜΠΟΥΕ ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ ΣΤΑ ΕΡΓΑΣΙΑΚΑ**

Τι κοινό έχει η Ελλάδα και η Ζιμπάμπουε; Έχουν και οι δύο ιδιαίτερα φιλεργατική νομοθεσία. Σύμφωνα με μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας (Severance Pay Programs around the World) οι δύο χώρες πρωτεύουν στον Δείκτη Γενναιοδωρίας (Generosity Index) μεταξύ 185 χωρών. Ο δείκτης γενναιοδωρίας προκύπτει από τον υπολογισμό των αποζημιώσεων που λαμβάνουν οι εργαζόμενοι κατά την απόλυσή τους σε συνδυασμό με τα χρόνια που εργάστηκαν και τον χρόνο προειδοποίησης για την απόλυση εκ μέρους του εργοδότη τους. H Ζιμπάμπουε κατατάσσεται πρώτη με βαθμό 13 και η Ελλάδα τέταρτη με βαθμό 10,4. Άλλες πρωταθλήτριες σε «γενναιοδωρία» χώρες κατατάσσονται η Σρι Λάνκα, ο Ισημερινός, η Ινδονησία, το Μεξικό, η Δημοκρατία της Κεντρικής Αφρικής, η Γουινέα κ.ο.κ.
Κατά σύμπτωση η Ελλάδα κατατάσσεται στον σχετικό πίνακα στις πρώτες θέσεις μαζί με τριτοκοσμικές-λιγότερο αναπτυγμένες χώρες μόνο. Τόσο οι ευρωπαϊκές όσο και οι υπόλοιπες αναπτυγμένες χώρες κατατάσσονται πολύ χαμηλά στο δείκτη της «εργασιακής γενναιοδωρίας». Η Γερμανία για παράδειγμα έχει δείκτη γενναιοδωρίας 2,2, η Γαλλία 0,9, ο Καναδάς 0,7 και η Βρετανία μόλις 0,3. Σε καμιά άλλη ευρωπαϊκή χώρα οι αποζημιώσεις απολύσεως δεν είναι τόσο ψηλές όσο στην Ελλάδα. Κι αυτό είναι μια από τις κύριες αιτίες που δεν δημιουργούνται στην Ελλάδα θέσεις εργασίας. Στις ΗΠΑ το σύνθημα στις εργασιακές σχέσεις είναι ένα: «Easy fire, easy hire» ‒ όσο πιο εύκολα απολύεις τόσο πιο εύκολα προσλαμβάνεις.
Η μελέτη αναφέρει ακόμη τα εξής αξιοσημείωτα: «(...) στις ανεπτυγμένες χώρες ισχύουν λιγότεροι περιορισμοί για τους εργοδότες ως προς τις αποζημιώσεις και γενικά την προστασία των εργαζομένων σε σχέση με όσα ισχύουν στις υπό ανάπτυξη χώρες. (...) Το εργασιακό καθεστώς είναι πιο απλό και διαχειρίσιμο, κατά συνέπεια έχει χαμηλότερο κόστος. Μάλιστα σε κάποιες (ανεπτυγμένες) χώρες οι αποζημιώσεις δεν προβλέπονται από τον νόμο αλλά είναι αποτέλεσμα είτε συλλογικών διαπραγματεύσεων είτε επιχειρησιακών συμβάσεων. (...) Στη σημερινή παγκοσμιοποιημένη οικονομία είναι αναπόφευκτη η βελτίωση της απόδοσης και η αύξηση της παραγωγικότητας, με τη δημιουργία μιας πιο ευέλικτης αγοράς εργασίας και κυρίως με την άρση των περιορισμών και των προστατευτικών διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας».
Μήπως ήρθε λοιπόν ο καιρός να συνειδητοποιήσουμε ότι το δύσκαμπτο εργασιακό πλαίσιο λειτουργεί εις βάρος των εργαζομένων και είναι η αιτία της ανεργίας;


* Δημοσιεύθηκε στο Φιλελεύθερο στις 27 Δεκεμβρίου 2017 

ΠΕΡΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ: Διόδια στο κέντρο*

Το 1976 δύο νέοι οικονομολόγοι της Σχολής της Δημόσιας Επιλογής, ο Νικόλαος Τάιντμαν και ο Πολ Ντάουνινγκ, δημοσίευσαν μια πρωτότυπη εργασία, στην οποία ανέλυαν τις δυνατότητες που προσφέρει η «μέθοδος αποκάλυψης της ζήτησης» στην καταπολέμηση ρυπογόνων δραστηριοτήτων των ατόμων. Η κεντρική ιδέα της θεωρίας αυτής είναι ότι οι άνθρωποι πρέπει να πληρώνουν για όσα προκαλούν οι δραστηριότητές τους. Η κυκλοφοριακή συμφόρηση είναι μια τέτοια ενοχλητική δραστηριότητα. Μια δυσάρεστη εξωτερικότητα, για την οποία θα πρέπει να πληρώνουν αυτοί που την προκαλούν.
Ας εξετάσουμε την εφαρμογή της ιδέας για την αντιμετώπιση του ασφυκτικού κυκλοφοριακού προβλήματος που αντιμετωπίζουν η Αθήνα και άλλες μεγάλες πόλεις της χώρας. Τα μέχρι σήμερα μέτρα, όπως η εφαρμογή του δακτυλίου, έχουν αποτύχει. Στην αποτυχία συνετέλεσε σίγουρα η αναποτελεσματική αστυνόμευση αλλά και το γεγονός ότι σχεδόν κάθε οικογένεια απέκτησε και δεύτερο αυτοκίνητο.
Η εξήγηση είναι απλή. Οι οδηγοί δεν αισθάνονται υποχρεωμένοι να πληρώσουν το φαινομενικά μη ορατό κόστος που συνεπάγεται για τους άλλους η χρήση από τους πρώτους του οδικού δικτύου του κέντρου της πόλης. Πιστεύουν ότι η χρήση ενός περιορισμένου πόρου μπορεί να γίνεται δωρεάν. Όμως η ρύπανση του αέρα, η κυκλοφοριακή συμφόρηση, η απώλεια εκατομμυρίων ωρών καθημερινά, τα ατυχήματα, η αισθητική υποβάθμιση του κέντρου της πόλης είναι τα ορατά αποτελέσματα της κυκλοφορίας πολλών αυτοκινήτων ταυτόχρονα σε ώρες αιχμής σ’ αυτό. Σύμφωνα με μελέτη του συγκοινωνιολόγου καθηγητή Ευάγγελου Ματσούκη, το καθημερινό κόστος του χαμένου χρόνου στο κέντρο της Αθήνας λόγω της κυκλοφοριακής συμφόρησης ξεπερνά κατά μέσο όρο το μισό εκατομμύριο ευρώ.
Η επιβολή διοδίων στο κέντρο σε ώρες αιχμής αποτελεί μια ικανοποιητική και δίκαιη λύση για το πρόβλημα. Κάθε οδηγός που οδηγεί το αυτοκίνητό του σε ώρες αιχμής στο κέντρο της πόλης θα πρέπει να χρεωθεί την επιβάρυνση που προκαλεί το αυτοκίνητό του στους κατοίκους, στους πεζούς και στους άλλους οδηγούς.
Η εφαρμογή του μέτρου των διοδίων διεθνώς ήταν επιτυχημένη και οδήγησε σε μείωση:
‒ της κυκλοφορίας των αυτοκινήτων κατά μέσο όρο περίπου στο 25%,
‒ των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα κατά 10%, και
‒ του χρόνου αναμονής και καθυστερήσεων από την κυκλοφοριακή συμφόρηση κατά 30%.
Σκεφτείτε πόσο σημαντικό είναι να κερδίσετε το ένα τρίτο του χρόνου των μετακινήσεών σας.
Με την εφαρμογή του μέτρου των διοδίων αντιμετωπίζεται το πρόβλημα της κυκλοφοριακής συμφόρησης όχι με κρατισμό και απαγορεύσεις αλλά με τη δημιουργία αγοράς κυκλοφορίας. Για την κυκλοφοριακή συμφόρηση δεν ευθύνονται οι οδηγοί αλλά το κράτος που επιτρέπει τη χρήση του δρόμου για όλους χωρίς επιβάρυνση. Στο σύστημα των διοδίων ο χρήστης πληρώνει ένα ποσό που αντιστοιχεί στη χρήση ενός περιορισμένου αγαθού. Η χρέωσή του είναι αντικειμενική και καθορίζεται μεταξύ άλλων από την ώρα που αποφασίζει κανείς να οδηγήσει στο κέντρο, την ημέρα και το επίπεδο του προβλήματος ανά περιοχή. Είναι αυτονόητο ότι κάποιος που κινείται τη νύκτα ή στις διακοπές του Αυγούστου στους δρόμους του κέντρου επιβαρύνει λιγότερο την πόλη και τους ανθρώπους της από κάποιον που κινείται το πρωί ή το μεσημέρι κατά τις εργάσιμες ημέρες του χρόνου. Εάν συζητούσαμε το μέτρο των διοδίων είκοσι χρόνια πριν θα αντιμετωπίζαμε σοβαρές δυσκολίες στην εφαρμογή του. Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει, η τεχνολογία επιτρέπει με ελάχιστο κόστος να εφαρμοστεί με επιτυχία χωρίς να απαιτούνται συμβατικά κουβούκλια, μπάρες, ύπαρξη ελεγκτικού προσωπικού κ.ο.κ. Ο έλεγχος των οχημάτων γίνεται με υπερσύγχρονες κάμερες που θα τοποθετηθούν σε όλες τις εισόδους του κέντρου και θα καταγράφουν τους αριθμούς κυκλοφορίας των αυτοκινήτων που εισέρχονται. Η πληρωμή των διοδίων από τους οδηγούς θα μπορεί να γίνεται με πολλούς εναλλακτικούς τρόπους, όπως είναι προπληρωμένες κάρτες (e-pass), πιστωτικές κάρτες, κινητά τηλέφωνα κ.λπ. Θα μπορούσε επίσης να τοποθετείται σε κάθε αυτοκίνητο συσκευή εντοπισμού που θα μετράει ακριβώς την αξία των διοδίων που πρέπει κάθε φορά να πληρωθεί.
Οι μόνιμοι κάτοικοι του κέντρου θα δικαιούνται εκπτώσεως.
Η εφαρμογή των διοδίων από μόνη της ή σε συνδυασμό με άλλα μέτρα ελέγχου της στάθμευσης και παραχώρησης της χρήσης του δικτύου των κεντρικών δρόμων της πόλης σε ιδιωτικές εταιρείες θα δημιουργούσε μια νέα αγορά δικαιωμάτων κυκλοφορίας. Αυτή με τη σειρά της θα έφερνε επενδύσεις, θα δημιουργούσε νέες θέσεις εργασίας, θα βελτίωνε την ποιότητα και την αισθητική των δρόμων με έργα αστικής ανάπλασης και θα συνέβαλε στην αλλαγή της νοοτροπίας των πολιτών ώστε να χρησιμοποιούν στις μετακινήσεις τους στο κέντρο λιγότερο το αυτοκίνητό τους και περισσότερο τα μέσα μαζικής μεταφοράς, το ποδήλατο ή τα πόδια τους.

* Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε σε δύο συνέχειες στο Φιλελεύθερο στις 22 και 28 Δεκεμβρίου 2017. 

Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2017

ΠΕΡΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ: ΠΟΙΟΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΕΙ ΤΟΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟ*

Πώς θα σας φαινόταν αν η κυβέρνηση αύριο το πρωί αποφάσιζε ν’ αυξήσει τις τιμές όλων των αγαθών για να στηρίξει τις ελληνικές επιχειρήσεις; Ή εάν διατηρούσε μεν τις τιμές αλλά μας υποχρέωνε να αγοράζουμε βάσει κάποιου «φωτισμένου» κρατικού σχεδίου συγκεκριμένες ποσότητες αγαθών και υπηρεσιών;
Όλοι θα απαντήσουν με ένα στόμα: ‒ Παράλογο! Η κερδοφορία των επιχειρήσεων δεν μπορεί να επιτευχθεί με την αναγκαστική διατίμηση, την υποχρεωτική αύξηση της ζήτησης και άλλα τέτοιου είδους αναγκαστικά μέτρα χωρίς τρομερές συνέπειες στην οικονομία.
Δεν θα πάρουμε όμως την ίδια κατηγορηματική απάντηση στην περίπτωση των προστατευτικών ρυθμίσεων της αγοράς εργασίας. Εδώ θα υπάρξουν αρκετοί που θα υποστηρίξουν τον κατώτατο μισθό και ημερομίσθιο, τις ρυθμίσεις που καθιστούν εξαιρετικά δυσχερή την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, τις υψηλές αποζημιώσεις απόλυσης και τόσες άλλες ρυθμίσεις που αυξάνουν υπέρογκα το κόστος παραγωγής χωρίς όμως να αυξάνουν την παραγωγικότητα των εργαζομένων. Τουναντίον.
Στην Ελλάδα οι εργοδότες αναλαμβάνουν τις περισσότερες και πλέον δυσβάστακτες εργασιακές δεσμεύσεις σε σχέση με όλες τις άλλες προηγμένες χώρες. Η ελληνική εργατική νομοθεσία θεωρεί τον εργαζόμενο δικαιοπρακτικά περιορισμένης ικανότητας άτομο, που δεν είναι σε θέση να διαπραγματευτεί ο ίδιος τους όρους της εργασίας του και χρειάζεται το κράτος-πατερούλη να τον προστατεύσει. Όσο όμως περισσότερο επιχειρεί το κράτος να τον προστατεύσει τόσο οι αρχικά αόρατες ‒στα μάτια των πολλών‒ συνέπειες αρχίζουν να γίνονται επώδυνα ορατές, επιδρούν στην παραγωγικότητα και οδηγούν σε αύξηση της ανεργίας. Η «προστατευτική» νομοθεσία έχει ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα τη μακροχρόνια ανεργία. Η εξήγηση είναι απλή για κάποιον ο οποίος τουλάχιστον έχει εργαστεί ή γνωρίζει πολιτική οικονομία. Ο προστατευτισμός και οι ευνοϊκές ρυθμίσεις της εργατικής νομοθεσίας σε συνδυασμό με την υπέρμετρη φορολογική και ασφαλιστική επιβάρυνση καθιστούν:
Α) την πρόσληψη εργαζομένου υπερβολικά ακριβή για την επιχείρηση. Ας μην ξεχνάμε ότι στην πραγματική οικονομία το εισόδημα κάποιου αποτελεί κόστος για κάποιον άλλον.
Β) Την απόλυση του εργαζομένου εξαιρετικά δύσκολη και ιδιαίτερα δαπανηρή ειδικά για τη μικρομεσαία επιχείρηση.
Η υπερπροστατευτική εργατική νομοθεσία έχει λοιπόν ως συνέπεια, η οικονομία να λειτουργεί σήμερα με λιγότερους εργαζομένους από όσους πραγματικά χρειάζεται. Αντιθέτως, ένα καθεστώς ελευθερίας στην αγορά εργασίας θα οδηγούσε σε περιορισμό των κινδύνων για τις επιχειρήσεις και αύξηση των προσλήψεων.

* Δημοσιεύθηκε στο Φιλελεύθερο στις 21 Δεκεμβρίου 2017.


Οι δύο κανόνες

                              Από τα διδάγματα της ιστορίας μπορούμε να κατανοήσουμε τη σημασία που έχουν τα καλά δημόσια οικονομικά για την...