Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

ΤΟ ΠΑΣΟΚ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΟΥ

Μπορεί το ΠΑΣΟΚ να διαλύεται όμως ταυτοχρόνως επικρατεί παντού έστω και μέσω μετασχηματισμού. 
Ο σοσιαλκρατισμός του παλαί ποτε κραταιού ΠΑΣΟΚ θριαμβεύει. Στην πραγματικότητα δεν προηγείται ο ΣΥΡΙΖΑ. Οι ειδικοί των συγχωνεύσεων και εξαγορών θα το καταλάβουν. Από το ΠΑΣΟΚ εκεί γύρω στο 2010 αποσχίστηκε ο κλάδος του συντεχνιακού, συνδικαλιστικού και πιο κρατικιστικού ΠΑΣΟΚ. Ο μικρός -τότε- ΣΥΡΙΖΑ ή αλλιώς το "κέλυφος" απορρόφησε δια συγχωνεύσεως τον αποσχισθέντα κλάδο των πελατειακών σχέσεων που συγχρόνως διέθετε τεράστια οργανωτική και κομματική εμπειρία. Μετά τη συγχώνευση από τον παλιό ΣΥΡΙΖΑ διατηρήθηκε μόνο μέρος της ηγετικής ομάδας και η επωνυμία. Έτσι λόγω μεν είναι ΣΥΡΙΖΑ έργω δε original (ΠΑΣΟΚ) 81.
Αλλά και το ΠΑΣΟΚ που έμεινε ως κατάλοιπο κατόρθωσε να κυβερνά με όχημα απλώς τη Νέα Δημοκρατία που πολύ σωστά ο Βενιζέλος δήλωσε ότι θα μπορούσε κάποιος να πει ότι έχει γίνει συνιστώσα του ΠΑΣΟΚ.
Σήμερα σε πλείστα όσα θέματα ακολοθούνται οι πολιτικές εκείνες που οδήγησαν τον τόπο στην καταστροφή. Στα φορολογικά μάλιστα η ακολουθούμενη σήμερα πολιτική είναι σοσιαλιστικότερη άρα χειρότερη κι εκείνης που εφήρμοσε η κυβέρνηση Παπανδρέου. Λ.χ. οι μισθωτοί φορολογούνται με ανώτατο συντελεστή 42% για ετήσιο εισόδημα που υπερβαίνει τα 42.000 €. Επί Παπακωνσταντίνου ο ανώτατος συντελεστής ήταν μεν 45% αλλά εφηρμόζετο για ετησιο εισόδημα άνω των 100.000 €. Εκεί που εφαρμόζεται κατά γράμμα η πολιτική ΠΑΣΟΚ είναι στη φορολογία ακινήτων με δημευτικούς συντελεστές. Επαιρόμενος μάλιστα ο Βενιζέλος δήλωσε "... εάν δεν υπήρχε το ΠΑΣΟΚ θα είχαμε τη σωστή λύση για την φορολογία ακινήτων και την φορολογία της μεγάλης ακίνητης περιουσίας;".

Στην προσπάθεια μειώσεως του καταστροφικού για την οικονομία και την κοινωνία δημοσίου τομέα η συγκυβέρνηση της ΝΔ-ΠΑΣΟΚ ανθίσταται περισσότερο σθεναρά από την κυβέρνηση Παπανδρέου υιοθετώντας την ίδια κουτοπόνηρη πολιτική στρεψοδικιών και καθυστερήσεων με τα "καλύτερα" παιδιά της κυβέρνησης εκείνης (Κατσέλη, Καστανίδη, Παπουτσή και το κακό συναπάντημα).
Μπορεί λοιπόν το ΠΑΣΟΚ να πνέει τα λοίσθια ως κόμμα αλλά ως αντίληψη, ως νοοτροπία, ως πολιτική κυριαρχεί απολύτως στο πολιτικό σύστημα και ίσως είναι ισχυρότερο και από την εποχή που σάρωνε στις εκλογικές αναμετρήσεις.

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013

Φοροδιαφυγή: Η αλήθεια και το ψέμα


Παρά τα όσα λέγονται το μεγάλο και υπερτροφικό κράτος, ο βασικός δηλαδή υπαίτιος της οικονομικής κρίσης που μαστίζει τη χώρα, αντί να μικραίνει σε σχέση με το μέγεθος της οικονομίας, μεγαλώνει.
Oι πρωτογενείς δαπάνες της κεντρικής κυβέρνησης στα τέσσερα τελευταία χρόνια παρουσιάζουν ως ποσοστό του ΑΕΠ οριακή αύξηση (28,4% το 2013 από 28% το 2009), ενώ οι πρωτογενείς δαπάνες της γενικής κυβέρνησης, ως ποσοστό του ΑΕΠ πάντοτε, παρουσιάζουν οριακή μείωση κατά 1,4% (43,2% το 2013 από 44,6% το 2009), όταν το ΑΕΠ της χώρας μειώθηκε την ίδια περίοδο κατά 21%.
Μια ακόμη απόδειξη του παραπάνω ισχυρισμού είναι ότι τα φορολογικά έσοδα ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκαν στο 23,8% για το 2013 από 21,5% που ήταν το 2009. Και τούτο γιατί η αύξησή τους δεν οφείλεται στον περιορισμό της φοροδιαφυγής αλλά στην αύξηση των φόρων που θα κληθούν να πληρώσουν, σε αντίθεση με τους επιτήδειους που φοροδιαφεύγουν, οι ίδιοι συνεπείς φορολογούμενοι που μέχρι σήμερα πλήρωναν φόρους. Τώρα οι τελευταίοι θα πληρώσουν ακόμη περισσότερα.
Κι επειδή και πάλι τα έσοδα δεν φτάνουν να καλύψουν τις υπέρογκες δαπάνες, το κράτος αντί να φορολογήσει το παραγόμενο εισόδημα καταφεύγει στην εύκολη πλην όμως παράλογη και ανήθικη φορολόγηση ανύπαρκτης ακίνητης περιουσίας (ανύπαρκτης δεδομένου ότι η αξία της υπολογίζεται βάσει αντικειμενικών αξιών που δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικές αξίες των ακινήτων), η οποία δεν παράγει εισόδημα και έχει ήδη υπερφορολογηθεί. Και τι προσδοκά να εισπράξει για το 2014; Το πολύ 2,9 δισ. ευρώ. Το κράτος υπερφορολογεί τα ακίνητα –με όλες τις αρνητικές συνέπειες που κατά καιρούς έχουμε εκθέσει για τους ιδιοκτήτες και την οικονομία– επειδή δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τη φοροδιαφυγή.
Τα οικονομικά στοιχεία καταδεικνύουν το μέγεθος του παραλογισμού. Από τη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων το Δημόσιο θα εισπράξει φέτος περίπου 7,5 δισ. ευρώ, δηλαδή μόλις το 4% του ΑΕΠ! Ο μέσος όρος της Ευρωζώνης είναι 8,7% του ΑΕΠ και της ΕΕ των 28 είναι περίπου 9% του ΑΕΠ.
Εάν εισπράττετο και στην Ελλάδα από τη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων το 8% του ΑΕΠ (δηλαδή και πάλι λιγότερα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης), τα αντίστοιχα έσοδα για το 2013 θα ήταν 15 δισ. ευρώ. Το Δημόσιο δηλαδή θα εισέπραττε κάθε χρόνο 7,5 δισ. ευρώ περισσότερα από όσα εισπράττει σήμερα. Αυτό είναι το ποσό που χάνεται από τη φοροδιαφυγή μόνο από τη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων.
Προσέξτε τον παραλογισμό, σε μια χώρα με ανώτατο φορολογικό συντελεστή 45% ή 33% (για ελεύθερους επαγγελματίες) τα έσοδα του κράτους περιορίζονται στο 4% του ΑΕΠ!
Οι λαϊκιστές της αριστεράς, ου μην αλλά και της δεξιάς, θα σπεύσουν να παρατηρήσουν, όπως κάνει ήδη ο Α. Τσίπρας, ότι μόλις καταλάβουν την εξουσία θα «συλλάβουν» τη φορολογητέα ύλη που σήμερα κρύβεται και όλοι πλέον θα τρώμε με χρυσά μαχαιροπήρουνα. Αλλά τα στοιχεία για την ανικανότητα του κράτους να πατάξει τη φοροδιαφυγή δεν τεκμηριώνουν τα λαϊκιστικά συνθήματα του τύπου «λεφτά υπάρχουν» για να δικαιολογήσουν νέες φορομπηχτικές πολιτικές ή περαιτέρω αυστηροποίηση του συστήματος των ποινών. Υπάρχουν δυστυχώς αφελείς που πιστεύουν τους λαϊκιστές του κρατισμού ή κάνουν πως τους πιστεύουν.
Η πραγματικότητα ωστόσο διαφέρει από τις αναψυκτικές δηλώσεις των Δον Κιχώτηδων του λαϊκισμού. Η οικονομική ανάλυση αλλά και η εμπειρία των προηγμένων χωρών έχει δεκαετίες τώρα αποδείξει ότι η φοροδιαφυγή δεν αντιμετωπίζεται με νέους φόρους, με αστυνομικά μέτρα και με αυστηρότερες ποινικές ή διοικητικές κυρώσεις που θίγουν στον πυρήνα τους θεμελιώδη δικαιώματα των φορολογουμένων.
Οι βασικές αιτίες της φοροδιαφυγής σύμφωνα με όλες τις εκθέσεις των διεθνών οργανισμών, χωρίς τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις των εκπροσώπων του ελληνικού πελατειακού τόξου είναι οι εξής:
α) οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές,
β) η πολυπλοκότητα-πολυνομία της φορολογικής νομοθεσίας,
γ) η έλλειψη ανταποδοτικότητας για το φορολογούμενο,
δ) η αδικία του φορολογικού συστήματος.
Η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής προϋποθέτει μείωση των δημοσίων δαπανών και των φόρων. Η απόλυτα συνειδητή επιλογή του πελατειακού κομματικού συστήματος, ήδη από το 2009, να αυξήσει τους φόρους αντί να μειώσει τη δημόσια σπατάλη, αύξησε αναλόγως και το μέγεθος της φοροδιαφυγής.
Η υψηλή φορολογία, η πολυπλοκότητα του φορολογικού συστήματος, η αδιαφάνεια και αναποτελεσματικότητα των κρατικών μηχανισμών που οδηγούν τον μόχθο των φορολογουμένων σε μια μαύρη τρύπα απίστευτης σπατάλης, η έλλειψη ανταποδοτικότητας στις παροχές του κράτους, οι νησίδες υπερτροφικής εύνοιας και προστασίας που έχει δημιουργήσει το κομματικό σύστημα εξουσίας για τις δικές του προσοδοθηρικές ομάδες είναι οι αιτίες που αμβλύνουν τη φορολογική συνείδηση των πολιτών και διευκολύνουν τη φοροδιαφυγή. Αντιθέτως, όταν οι φορολογικοί συντελεστές είναι σε χαμηλά επίπεδα η φοροδιαφυγή μειώνεται.
Χαρακτηριστικό στοιχείο επίσης του φαινομένου της φοροδιαφυγής είναι ότι αυτή διαχέεται «δημοκρατικότατα» σε πολύ μεγάλα τμήματα του πληθυσμού και δεν αποτελεί «προνόμιο» των πλουσίων. Αυτό το τελευταίο είναι ένας ακόμη από τους προσφιλείς μύθους των κρατικιστών που επαναλαμβάνει συχνά ο Α. Τσίπρας (τον είχε χρησιμοποιήσει και ο Γ. Α. Παπανδρέου το 2009), ότι δηλαδή δεν φορολογούνται οι πλούσιοι, κι ότι αν η κυβέρνηση αποφάσιζε να τους φορολογήσει θα έλυνε ως δια μαγείας το δημοσιονομικό πρόβλημα, είναι ο μύθος που συνοψίζεται, όπως είπαμε, στη φράση «λεφτά υπάρχουν ή οσονούπω θα υπάρξουν». Ο μύθος αυτός συνετέλεσε αποφασιστικά στην καταστροφή της οικονομίας. Όμως από τα επίσημα στοιχεία του Υπουργείου Οικονομικών προκύπτει ότι το 35% των φόρων πληρώνεται από το 3% των φορολογουμένων που δηλώνουν το 15% των συνολικών εισοδημάτων. Κανένας όμως δεν λέει αυτή την αλήθεια, ότι δηλαδή το κύριο βάρος των αμέσων φόρων επωμίζεται μια πολύ μικρή μερίδα φορολογουμένων.
Το ότι η μείωση των φορολογικών συντελεστών μειώνει το μέγεθος της φοροδιαφυγής ισχύει και στην περίπτωση των εμμέσων φόρων. Σύμφωνα με σχετική μελέτη της Ε.Ε. η Ελλάδα το 2011 κατέγραψε τις δεύτερες υψηλότερες μετά τη Ρουμανία απώλειες εσόδων από τον ΦΠΑ μεταξύ των κρατών-μελών της Ένωσης (9,7 δισ. ευρώ ή 4,7% του ΑΕΠ). Ο μέσος όρος των 26 τότε χωρών ήταν 1,5% του ΑΕΠ της Ε.Ε. Το 2008 πριν την πρώτη αύξηση των συντελεστών του ΦΠΑ από την κυβέρνηση Καραμανλή (από 18% σε 19%) οι απώλειες εσόδων από ΦΠΑ βρίσκονταν κοντά στο 3% του ΑΕΠ. Ακολούθησε το 2010 η φοροκαταιγίδα των σοσιαλιστών Παπανδρέου - Παπακωνσταντίνου, όπου μεταξύ άλλων αυξήθηκαν και οι συντελεστές του ΦΠΑ στο 23% (αύξηση δηλαδή περίπου 20%). Η χώρα από απώλειες ΦΠΑ 7 δισ. ευρώ το 2008 με ΑΕΠ κοντά στα 240 δισ. ευρώ, έφθασε σχεδόν τα 10 δισ. ευρώ το 2011 με ΑΕΠ στα 206 δισ. ευρώ. Η αύξηση των φόρων οδήγησε σε μεγάλη μείωση των εσόδων και ταυτοχρόνως σε ακόμη μεγαλύτερη διαφθορά και αναποτελεσματικότητα του φοροελεγκτικού μηχανισμού.

Κατόπιν αυτών υποστηρίζω ότι εάν δεν απαλλαγούμε το ταχύτερο δυνατόν από την τυραννία των μύθων που με συστηματικό τρόπο καλλιέργησε και συντηρεί ως κοινωνική συνείδηση και αντίληψη η συμμαχία των κομματικών και πελατειακών (επιχειρηματικών και συνδικαλιστικών) δικτύων που κυβερνά δεκαετίες τώρα σε βάρος της παραγωγικής ιδιωτικής οικονομίας δεν υπάρχει ελπίδα σωτηρίας της χώρας.

Δημοσιεύτηκε στο http://www.andro.gr/apopsi/forodiafugh/ στις 18/11/2013

Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013

Πού την είδατε την έξοδο από την κρίση;

Γιατί δε συμμερίζομαι την αισιοδοξία του πρωθυπουργού σχετικά με την οικονομική ανάκαμψη της χώρας.
Θα σας παραθέσω ενδεικτικά τα εξής στοιχεία:
Ας συγκρίνουμε το έτος που ξεκίνησε η ελληνική κρίση, δηλαδή το 2009, με το τρέχον έτος. 

Το ΑΕΠ της χώρας το 2009 ανερχόταν σε 235 δις € περίπου. Το 2013 αναμένεται να διαμορφωθεί σε 185 δις €. Το 2009 οι πρωτογενείς δαπάνες του δημοσίου (γενικής κυβέρνησης) άγγιζαν τα 105 δις €, ενώ το 2013 εκτιμάται ότι θα αγγίξουν τα 80 δις €. Δηλαδή ενώ το ΑΕΠ τηςχώρας μειώθηκε από το 2009 έως το 2013 κατά 21%, την ίδια περίοδο οι δαπάνες του κράτους, ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώθηκαν κατά 1,4% (το 2009 ήταν 44,6% περίπου και το 2013 43,2%). Η μείωση δηλαδή των δαπανών του κράτους ως ποσοστό του ΑΕΠ υπήρξε οριακή. Εάν μάλιστα, ως συγκριτικά στοιχεία λάβουμε τις δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού, τότε οι δαπάνες του κράτους το 2009 ήταν το 28% του ΑΕΠ (65,9 δις €) ενώ το 2013 θα είναι 28,4% του ΑΕΠ (52,6 δις €) άρα θα έχουμε οριακή αύξηση του κράτους!
Επίσης το 2009 τα φορολογικά έσοδα ανέρχονταν σε 50,57 δις € και αντιστοιχούσαν σε 21,5% του ΑΕΠ ενώ το 2013 υπολογίζονται σε 44 δις € και θα αντιστοιχούν σε 23,8% του ΑΕΠ! Αξιοσημείωτο επίσης, ότι η αύξηση των φόρων σε σχέση με το 2009, ως ποσοστό του ΑΕΠ, δεν προέρχεται από σύλληψη της φοροδιαφυγής, η οποία αντιθέτως έχει αυξηθεί, αλλά από την αύξηση της φορολογίας.
Τα παραπάνω με απλά λόγια σημαίνουν ότι το πελατειακό τόξο των κομμάτων που εκπροσωπείται στη βουλή (κυβέρνηση και αντιπολίτευση) κατάφερε την πενταετία της οικονομικής κρίσης να μην πειράξει τη βασική αιτία αυτής που ήταν και είναι το μεγάλο κράτος αλλά αντιθέτως μέσω της αύξησης της φορολογίας και της επιβολής νέων φόρων να το διατηρήσει αλώβητο παρά τις ρητές δεσμεύσεις που έχουμε ως χώρα αναλάβει προς τους δανειστές μας και παρά τη δραματική συρρίκνωση της ιδιωτικής οικονομίας.
Έτσι το κράτος από υπαίτιος του δημοσιονομικού εκτροχιασμού της χώρας μεταβάλλεται με ευθύνη του πολιτικού συστήματος στον απόλυτο καταστροφέα της ελληνικής οικονομίας.

Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2013

Aμ έπος αμ έργον


Στην πρόσφατη συνέντευξή του ο Πρωθυπουργός ανακοίνωσε ότι εξετάζει την πρόταση να περάσει ο φόρος ακινήτων στους Δήμους – αλλά δεν το έχει συζητήσει ακόμη με την τρόικα, ούτε με τον κ. Στουρνάρα, προσθέτω εγώ. Η δήλωση του Πρωθυπουργού είναι επί της αρχής σωστή, αρκεί να εφαρμοστεί και να μην εγκαταλειφθεί, όπως συνέβη με άλλες εξαγγελίες του κόμματός του για μείωση της φορολογίας και απλοποίηση του φορολογικού συστήματος.
Λησμόνησε βεβαίως να αναφέρει ότι η πρόταση αυτή που ο ίδιος για πρώτη φορά εξετάζει σήμερα, έχει εδώ και χρόνια κατατεθεί στον δημόσιο διάλογο από τον Στέφανο Μάνο[i] και είναι εδώ και χρόνια βασική πρόταση του φορολογικού προγράμματος της Δράσης.[ii] Την πρόταση αυτή υποστήριξαν πρόσφατα δημοσίως με δηλώσεις τους και οι δήμαρχοι Αθήνας και Θεσσαλονίκης, που υποστηρίχθηκαν και από τη Δράση.
Είναι πάντως θετικό ότι ο Πρωθυπουργός της χώρας υιοθετεί την πρότασή μας έστω κι αν δεν αναφέρει την πατρότητά της. Αρκεί μόνο, ξαναγράφω, να την εφαρμόσει και να μη μείνει κι αυτή «στο ράφι».
Επίσης, η εφαρμογή της πρότασης χρειάζεται μεγάλη προσοχή για να μην καταλήξουμε να έχουμε έναν ακόμη φόρο. Πρέπει να γίνει σαφές, ότι δεν προτείνεται η εισαγωγή ενός ακόμη φορολογικού βάρους αλλά η κατάργηση κάθε κρατικής χρηματοδότησης προς τους ΟΤΑ, η κατάργηση των πάσης φύσεως φόρων και τελών που επιβαρύνουν την ακίνητη περιουσία και η αντικατάστασή τους σε επίπεδο Περιφέρειας και Δήμων με ένα μόνο τέλος στην εντός σχεδίου ακίνητη περιουσία που θα είναι ανταποδοτικό των υποδομών και των υπηρεσιών που της προσφέρονται από τους Δήμους. Το τέλος αυτό θα στηρίζεται αποκλειστικά στην επιφάνεια των ιδιοκτησιών και τον συντελεστή δόμησης (όχι στην αξία των ακινήτων), θα είναι απλούστατο στον υπολογισμό του, θα μπορεί να διαφέρει από Δήμο σε Δήμο και συνεπώς θα μπορεί να ελεγχθεί από τους δημότες κάθε περιοχής. Οι δημότες θα ελέγχουν πλέον αποτελεσματικά το πού πηγαίνουν και πώς ξοδεύονται τα χρήματά τους.
Η πρόταση της Δράσης είναι από κάθε άποψη επαναστατική, γιατί ταυτοχρόνως επιτυγχάνει τα εξής:
α) ανακουφίζει τον προϋπολογισμό καθώς καταργεί την κρατική χρηματοδότηση στους Δήμους και στις Περιφέρειες (περίπου 2,7 δισ. για το 2014),
β) μειώνει τη συνολική επιβάρυνση των πολιτών αφού καταργεί όλους τους φόρους, τέλη και λοιπές επιβαρύνσεις στην ακίνητη περιουσία,
γ) καταργεί τα δημοτικά τέλη που εισπράττονται μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ
δ) μεταφέρει αποκλειστικά την ευθύνη της συνετής και χρηστής διοίκησης στους τοπικούς άρχοντες και τους εξαναγκάζει υπό την πίεση των δημοτών τους και της μικρότερης χρηματοδότησης που θα έχουν να περιορίσουν δραστικά τις δαπάνες τους,
ε) καθιστά τον έλεγχο της οικονομικής διαχείρισης των Δήμων αποτελεσματικό από τους δημότες και συγχρόνως επιτρέπει στους πολίτες τη σύγκριση της πολιτικής επιβολής τελών διαφορετικών Δήμων,
στ) δίνει στις τοπικές κοινωνίες το δικαίωμα να καθορίζουν αυτές το ύψος του ανταποδοτικού τέλους που θα πληρώνουν, και
ζ) αποκαθιστά την αρχή της φορολογικής δικαιοσύνης που επιβάλλει τη λογική φορολόγηση μόνο της πραγματικής προσόδου κάποιου περιουσιακού δικαιώματος και όχι του πυρήνα του.

Δημοσιεύτηκε στο capital.gr στις 8/11/2013 http://www.capital.gr/News.asp?id=1903886

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2013

Υπεύθυνοι της ύφεσης τα κόμματα του πελατειακού τόξου

Το ότι η χώρα μας τήρησε στο ακέραιο τις προβλεπόμενες στο μνημόνιο υποχρεώσεις της αλλά η τρόϊκα τάχα πιέζει για πρόσθετα μέτρα που δεν αντέχει άλλο ο ελληνικός λαός είναι άλλο ένα μεγάλο ψέμμα της κυβέρνησης, των απολύτως ελεγχόμενων απ΄αυτή μέσων ενημέρωσης και των λοιπών "συνοδοιπόρων" της, για να καλύψουν την τεράστια αποτυχία τους στην υλοποίηση των δεσμεύσεων που έχουν αναλάβει από το μνημόνιο. Τα μέτρα αυτά έχουν συμφωνηθεί τα περισσότερα το 2010 με το πρώτο μνημόνιο και τα υπόλοιπα με το δεύτερο μνημόνιο. 
Στις εκθέσεις συμμόρφωσης της τρόϊκα όλο αυτό τον καιρό αναγράφεται ξεκάθαρα η μη συμμόρφωση της χώρας με τις αναληφθείσες δεσμεύσεις της.
Ξαναγράφω κάτι που το έχω γράψει πολλές φορές. Το ΚΥΡΙΟ ΜΕΡΙΔΙΟ ΕΥΘΥΝΗΣ για την οικονομική εξαθλίωση, την ανεργία και την ύφεση έχουν οι ελληνικές κυβερνήσεις για τη συνειδητή επιλογή τους να μην μειώσουν το πελατειακό κράτος, το αίμα δηλαδή στις φλέβες του κατεστημένου κομματικού συστήματος.
Ασφαλώς διέπραξε λάθη η τρόϊκα και το μέγιστο λάθος της ήταν, ότι υποχώρησε στις λυσσαλέες αντιδράσεις των κυβερνώντων να αντιμετωπίσουν το έλλειμμα όχι με μείωση του υδροκέφαλου κράτους των πελατών αλλά με επιβολή εξοντωτικής για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις φορολογίας.
Ακούστε τους εκπροσώπους της τρόϊκα στην τελευταία τους συνέντευξη τύπου στις 11/2/2011, συνέντευξη που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων, όταν υποστήριξαν μεταξύ άλλων ότι η κυβέρνηση Παπανδρέου δεν τήρησε όσα είχε συμφωνησει για αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, στο άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων. Οι εκπρόσωποι της τρόϊκα στη συνέντευξή τους υποστήριξαν ένα σαρωτικό πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων που θα απέφερε μέχρι το 2015 50 δις €, ενώ επέμειναν, ότι είναι αναγκαία η μείωση των δαπανών του δημοσίου αντί των οριζόντιων μέτρων των φόρων και των περικοπών μισθών και συντάξεων.
Στις πικρές εκείνες αλήθειες των εκπροσώπων των δανειστών μας αντέδρασε σύσσωμο το κομματικό σύστημα, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, η αντιμνημονιακή τότε ΝΔ, το ΛΑΟΣ και σύμπασα η αριστερά σε όλες τις εκδοχές της.
Όπως επισημαίνει εύστοχα και η ΕΣΤΙΑ "Λίγοι έχουν συνειδητοποιήσει ότι η ημέρα εκείνη ήταν σταθμός για την περαιτέρω εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας. Η άρνησις του πολιτικού μας συστήματος να κάνη αυτό που επέτασσε η λογική, είχε ως μοιραίο αποτέλεσμα την λήψη περαιτέρω οριζόντιων μέτρων -φορολογικών και περικοπής μισθών και συντάξεων- τα οποία ενέτειναν στο έπακρο την ύφεση."
Αν τους είχαν ακούσει και είχαν υιοθετήσει τις διαρθρωτικές αλλαγές που συμφωνήθηκαν το 2010 και μειώσει από το 2011 τον υπερμεγέθη δημόσιο τομέα, σήμερα θα είχαμε αποφύγει το κλείσιμο χιλιάδων επιχειρήσεων, θα είχαμε 400.000 λιγότερους ανέργους και θα είχαν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις ανάπτυξης που ακόμα αναζητούνται.
Όλη η συνέντευξη της τρόϊκα εδώ:
http://citypress-gr.blogspot.com/2011/02/blog-post_2368.html

Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2013

ΕΝΙΑΙΟΣ …ΦΟΝΟΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ


Η κυβέρνηση θα θέσει την ερχόμενη εβδομάδα σε διαβούλευση το νομοσχέδιο που προβλέπει την επιβολή του ενιαίου φόρου ακινήτων από το 2014. Ο ενιαίος φόρος θα προέλθει από συγχώνευση του ειδικού τέλους ακινήτου (ΕΕΤΑ) που εισπράττεται μέσω της ΔΕΗ και του ΦΑΠ. Επεκτείνεται μάλιστα η εφαρμογή του και σε οικόπεδα και αγροτεμάχια.
Το παράδοξο είναι ότι την υψηλή φορολογία στα ακίνητα είχε στηλιτεύσει προεκλογικά η ΝΔ ενώ και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός είχε δεσμευθεί αφενός στην κατάργηση του ΦΑΠ και του «επαχθούς», όπως ορθότατα το αποκαλούσε, ΕΕΤΗΔΕ, αφετέρου στην επαναφορά του χαμηλότερου ΕΤΑΚ που είχε θεσπίσει η κυβέρνηση Καραμανλή.
Ανατρέχω στις προεκλογικές δεσμεύσεις της ΝΔ και του Πρωθυπουργού γιατί ο τελευταίος είχε περιγράψει τότε με τον καλύτερο τρόπο τις τραγικές συνέπειες της υψηλής φορολογίας στα ακίνητα, στο σύνολο της οικονομίας.
Ενώ λοιπόν αυτά τα σωστά έλεγε ο μεγαλύτερος εταίρος της σημερινής κυβέρνησης, όταν βρισκόταν στην αντιπολίτευση, σήμερα όχι μόνο δεν καταργεί τους φόρους εκείνους αλλά επεκτείνει την εφαρμογή τους και σε ακίνητα που δεν επιβαρύνονταν από τους προηγούμενους. Αυτή η λανθασμένη πολιτική δεν λαμβάνει υπόψη της πρώτα και κύρια το πραγματικό γεγονός της σοβαρής οικονομικής αδυναμίας της συντριπτικής πλειονότητας των πολιτών. Επίσης, με μαθηματική ακρίβεια θα οδηγήσει σε πλήρη κατάρρευση την κτηματαγορά, δηλαδή την ατμομηχανή μέχρι πριν από λίγο καιρό της ελληνικής οικονομίας από την οποία εξαρτώνται διακόσια και πλέον επαγγέλματα, και συνακόλουθα σε ακόμη μεγαλύτερη ύφεση, άρα σε περαιτέρω μείωση των εσόδων του κράτους και, το κυριότερο, σε τεράστιες κοινωνικές εντάσεις.
Επί της ουσίας –χωρίς να εξετάζεται η τρέχουσα φοροδοτική ικανότητα του πολίτη καθώς και το ότι όταν απέκτησε αυτός ένα ακίνητο το απέκτησε από φορολογημένο εισόδημα και πλήρωσε, ανάλογα με την αιτία της κτήσεως, φόρο μεταβίβασης ή φόρο κληρονομίας– το κάθε ακίνητο θα επιβαρύνεται από 1/1/2014 με όλους ή κάποιους από τους εξής φόρους:
1) Με τον Ενιαίο Φόρο Ακινήτων,
2) Με Δημοτικό φόρο,
3) Με Δημοτικά τέλη,
4) Με Τέλος Ακίνητης Περιουσίας,
5) Με Συμπληρωματικό φόρο εισοδήματος από οικοδομές,
6) Με Φόρο επί του τεκμαρτού εισοδήματος ιδιοκτησίας,
7) προκαταβολή φόρου για το επόμενο έτος,
8) Τέλος Χαρτοσήμου και εισφορά ΟΓΑ στο χαρτόσημο επί του εισοδήματος από οικοδομές.
Ακόμη στην περίπτωση της μεταβίβασης επιβάλλεται φόρος μεταβίβασης ενώ για τα πωλούμενα ακίνητα που αποκτήθηκαν μετά την 1/1/2013 επιβάλλεται φόρος υπεραξίας.
Θα αντιλέξουν κάποιοι ότι το δημοσιονομικό συμφέρον του κράτους σε περιόδους κρίσης υπερτερεί του ατομικού. Κάνουν μεγάλο λάθος. Εκείνο που ξεχνούν και κυρίως το ξεχνά και η κυβέρνηση είναι ότι παλιοί και νέοι φόροι δεν έχουν καμιά σχέση με τη φοροδοτική ικανότητα των φορολογουμένων αλλά και με τα δεδομένα της αγοράς ακινήτων.
Πρώτον, διότι τα περισσότερα ακίνητα σήμερα είτε αποφέρουν μειωμένο εισόδημα σε σχέση με το παρελθόν, το οποίο επίσης υπερφορολογείται, είτε δεν αποφέρουν καν εισόδημα.
Δεύτερον, διότι οι αντικειμενικές αξίες των ακινήτων, βάσει των οποίων υπολογίζονται είναι υπερδιπλάσιες των πραγματικών. Επισημαίνω κάτι το οποίο στο Υπουργείο Οικονομικών «λησμονούν», ότι οι αντικειμενικές αξίες δεν είναι μέσο επιβολής της φορολογίας, όπως λανθασμένα πιστεύεται, αλλά μέσο προσδιορισμού της φορολογητέας ύλης. Οι ιδιοκτήτες ακινήτων θα πληρώσουν λοιπόν το 2013 και πολύ περισσότερο το 2014 φόρο που δεν αντιστοιχεί σε υπαρκτή φορολογητέα ύλη. Η φορολογία θα είναι γι’ αυτούς εξουθενωτική. Με τις αγοραίες αξίες των ακινήτων να έχουν καταρρεύσει η διατήρηση των αντικειμενικών αξιών στα επίπεδα του 2007 ουσιαστικά οδηγεί σε διπλασιασμό ή και τριπλασιασμό της φορολογίας. Η διατήρηση των αντικειμενικών αξιών σε εξωπραγματικά επίπεδα τις καθιστά μοχλό δημεύσεως της περιουσίας των πολιτών. Επομένως, και ανεξάρτητα από την επιβολή του Ενιαίου Φόρου Ακινήτων, πρέπει η κυβέρνηση να προσαρμόσει άμεσα τις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων στην πραγματικότητα της αγοράς.
Θα αναρωτηθείτε: ναι, αλλά τι θα γίνει με το δημοσιονομικό συμφέρον που επιβάλλει να δείξουμε πρωτογενές πλεόνασμα; Με υπερφορολόγηση των ακινήτων δεν πρόκειται να λυθεί το πρόβλημα. Η κυβέρνηση δεν θα εισπράξει το ποσό που περιμένει –το ομολογεί άλλωστε– όσο κι αν προσπαθήσει, γιατί πολύ απλά οι περισσότεροι ιδιοκτήτες ακινήτων δεν έχουν λεφτά να πληρώσουν τους φόρους τους και ταυτόχρονα εξαιτίας της δυσβάστακτης φορολόγησης της ακίνητης περιουσίας δεν υπάρχουν αγοραστές για να πουλήσουν τα ακίνητά τους.
Η παράλογη αυτή φορολογική πολιτική θα ακυρώσει στην πράξη τις προσπάθειες της κυβέρνησης να εκποιήσει την ακίνητη περιουσία του Δημοσίου. Όσο πιο υψηλούς φόρους επιβάλλει η κυβέρνηση τόσο περιορίζεται ο κύκλος των δυνητικών αγοραστών των δημοσίων ακινήτων και τόσο λιγότερα αναμένεται τελικώς να εισπράξει.
Εμμέσως με τη δημευτική φορολογία των ακινήτων, όπως πολλές φορές έχει γραφτεί, η κυβέρνηση φορολογεί τις όποιες καταθέσεις των ιδιοκτητών ακινήτων. Είναι επομένως άξιο απορίας γιατί ο Υπουργός Οικονομικών ...απορεί, γιατί οι καταθέσεις στις τράπεζες μειώνονται. Η απάντηση είναι ότι αυτές μετατρέπονται σε φόρους.
Η απόσυρση των καταθέσεων για να πληρωθούν οι φόροι των ακινήτων συνιστά ταυτόχρονα αφαίρεση ρευστότητας από την πραγματική οικονομία. Αυτό θα εντείνει και άλλο την οικονομική ύφεση και θα οδηγήσει σε απόγνωση εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά, σε κλείσιμο μερικές ακόμη δεκάδες χιλιάδες επιχειρήσεις, θα αυξήσει κι άλλο την ανεργία και δεν θα βοηθήσει το επιδιωκόμενο δημοσιονομικό αποτέλεσμα.
Όταν λοιπόν ακούω ότι θα υπάρξει ανάπτυξη μετά από νέα επαχθή φορολογικά μέτρα θυμάμαι την φράση του νομπελίστα Robert E. Lucas για τις προβλέψεις και τα οικονομετρικά μοντέλα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης: «ξύνουν τα νύχια τους και βγάζουν προβλέψεις».

Δημοσιεύτηκε στις 14/10/2013 στο Capital.gr
http://www.capital.gr/News.asp?id=1888490

Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2013

My country right or wrong? *


Τον 19ο αιώνα οι περισσότεροι ιστορικοί έθεσαν τις υπηρεσίες τους στη νομιμοποίηση της διαδικασίας οικοδόμησης των εθνών-κρατών της εποχής εις βάρος βεβαίως της ιστορικής επιστήμης. Με βάση, λόγου χάρη, μια παρανάγνωση της ιστορίας του Παπαρρηγόπουλου η Ελλάδα θα μπορούσε να διεκδικήσει όλα τα εδάφη μέχρι τον Ινδικό Ωκεανό.
Με το πέρασμα των χρόνων οι ιστορικοί από τον …Ηρόδοτο πέρασαν στον Θουκυδίδη, συνειδητοποίησαν δηλαδή ότι η ιστορική αφήγηση δεν μπορεί να είναι φανταστική αφήγηση ούτε καν επιλεκτική παράθεση γεγονότων διανθισμένη με μύθους προκειμένου να εξυπηρετηθούν αλλότριοι της επιστήμης σκοποί. Με το πρόσχημα της επιστήμης δεν μπορεί να νομιμοποιούνται κρατικές επιδιώξεις που βαφτίζονται «εθνικό συμφέρον». Η ιστορία μιας χώρας δεν μπορεί να στηρίζεται σε ψέματα και η ιστορική επιστήμη δεν πρέπει να τα ανέχεται.
Πολλοί, οι περισσότεροι ίσως, κατηγορούν την ιστορικό και βουλευτή Μαρία Ρεπούση –ακόμη και το κόμμα της κράτησε αποστάσεις από τις θέσεις της– για τις αυτονόητες αλήθειες που κατά καιρούς έγραψε ή είπε σχετικά με γεγονότα που η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών αγνοεί πλήρως ή έχει γι’ αυτά μια εντελώς διαστρεβλωμένη εικόνα. Κάνουν λάθος, η ιστορική αλήθεια δεν οφείλει να συσχετίζεται με το «εθνικό συμφέρον». Το τελευταίο δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια αόριστη αξιολογική έννοια που ο καθένας προσεγγίζει διαφορετικά.
Εάν μας ενδιαφέρει να είμαστε μια ευρωπαϊκή χώρα, όχι με την έννοια της συμμετοχής μας σε κάποια νομική ένωση κρατών αλλά ως μέτοχοι των κοινών αξιών που το ελευθερωτικό κίνημα σκέψης και συνειδήσεων που ονομάστηκε «Διαφωτισμός» ανακάλυψε στην αρχαία Ελλάδα, επαναδιατύπωσε και αποτελούν πλέον τη βάση του σύγχρονου ευρωπαϊκού πολιτισμού, οφείλουμε να συζητήσουμε με ειλικρίνεια για όλα εκείνα τα μελανά σημεία της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας και να τα αναθεωρήσουμε πριν αξιώσουμε από τους άλλους να κάνουν το ίδιο με τα δικά τους μελανά ιστορικά σημεία.
Παραδείγματος χάρη, δεν δεχόμαστε αυτό που πιστεύει η πλειονότητα, ότι η βυζαντινή ταυτίζεται με την ελληνική ιστορία. Όταν αποφεύγουν ακόμη και επιστήμονες να διατυπώσουν δημοσίως τέτοιες αυτονόητες αλήθειες, ποιος θα τολμούσε να επαναλάβει σήμερα αυτά που ο Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός (μεταξύ άλλων υπουργός Εξωτερικών του Καποδίστρια και ιδρυτής της Αρχαιολογικής Εταιρείας) είπε σε επίσημη ομιλία του στην Ακρόπολη ότι «Η βυζαντινή ιστορία είναι αλληλένδετος σχεδόν και μακροτάτη σειρά πράξεων μωρών και αισχρών βιαιοτήτων τού εις το Βυζάντιον μετεμφυτευθέντος ρωμαϊκού Κράτους. Είναι στηλογραφία επονείδητος της εσχάτης αθλιότητος και εξουθενώσεως των Ελλήνων» (Κ.Θ. Δημαράς, «Νεοελληνικός Διαφωτισμός», εκδ. Ερμής, 1989, σελ. 117).
Πρέπει να πέσει πολύ χαμηλά ένας επαγγελματίας ιστορικός ώστε να κάνει το άσπρο μαύρο προκειμένου να ικανοποιήσει όσους καταναλώνουν μύθους, θρύλους και συνωμοσιολογίες αντί για την ιστορική αλήθεια. Κι αυτό δεν είναι εύκολο σε κανέναν επιστήμονα.
Πρόσφατα, λ.χ., η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ πολύ δυσαρέστησε το εθνικιστικό κοινό με όσα διατύπωσε δημοσίως σχετικά με την πτώση της «αυτοκρατορίας μας», αφού ο μύθος της «Κερκόπορτας» είναι πιο ισχυρός και διαδεδομένος κι από τον μύθο του «Κρυφού Σχολειού».
Οι ιστορικοί επιστήμονες έχουν χρέος να διαλύουν τους μύθους και τις ασάφειες και να αποκαθιστούν την αλήθεια. Εάν τυχαίνει να είναι και πολιτικοί ακόμη καλύτερα. Η «επιβίωση» μιας συλλογικότητας πρέπει να στηρίζεται στην αλήθεια, ώστε να είναι σε θέση να διορθώνει και να μαθαίνει από τα λάθη της: κανένα συλλογικό πρότυπο δεν γιγαντώνεται με ψέματα – αντιθέτως, με την αυτοσυγχώρεση και τη θυματοποίηση αποπροσανατολίζεται. Το ελληνικό κράτος κινδύνευσε σοβαρά (1897, 1922, 1991) όσες φορές «νευροπαθείς ψευδοπατριώτες» –για να θυμηθούμε τη φράση του Βλάση Γαβριηλίδη– το έμπλεξαν σε περιπέτειες και μεγαλοϊδεατισμούς που πάντοτε είχαν ως υπόστρωμά τους μια λανθασμένη ή επιλεκτική ανάγνωση της ιστορίας.
Η αλήθεια είναι ότι οι ιστορικοί δεν μπορούν να σταθούν έξω από το κοινωνικό γίγνεσθαι, πολλές φορές καλούνται να τοποθετηθούν επί ζητημάτων για τα οποία πολλοί αναζητούν ιστορικά ερείσματα για να τα ερμηνεύσουν. Ο ρόλος τους είναι να τοποθετούν τα πράγματα στις σωστές τους διαστάσεις με βάση την επιστημονική τους συνείδηση και μόνο, ανεπηρέαστη από ιδεολογήματα, εθνικισμούς ή θρησκευτικούς φανατισμούς.
Το ανησυχητικό είναι ότι πίσω από τις επιθέσεις κατά των ιστορικών βρίσκεται ένα ισχυρό εξτρεμιστικό εθνικιστικό μέτωπο φαινομενικά αντιθετικών πολιτικών δυνάμεων, από την άκρα δεξιά μέχρι την άκρα αριστερά που σε κάθε ευκαιρία αμφισβητεί τον κοινοβουλευτισμό, το πρωτείο του δικαίου, τα θεμελιώδη δικαιώματα, τον φιλελεύθερο δηλαδή χαρακτήρα του πολιτεύματος και επιχειρεί να αναθεωρήσει την ιστορική πραγματικότητα με απόψεις που μπορεί να στερούνται τεκμηρίωσης αλλά τις περιβάλλει το «τεκμήριο της εθνικότητας».
Σ’ αυτή τη φαιοκόκκινη ψευδοπατριωτική συμμαχία που αμφισβητεί κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο τα ατομικά δικαιώματα και τις πολιτικές ελευθερίες των ατόμων οι πολίτες με ελεύθερη συνείδηση θα πρέπει να αναλαμβάνουν δράση ανεπηρέαστη από κομματικούς υπολογισμούς.
Δημοσιεύτηκε στις 3/9/2013 στο http://www.athensvoice.gr/article/city-news-voices/πολιτικη/my-country-right-or-wrong

Δευτέρα 5 Αυγούστου 2013

Mια εναλλακτική πρόταση στο φορολογικό αδιέξοδο

Η ταλαιπωρία, για να μην πω ο βασανισμός, των φορολογουμένων από το υπερφορτωμένο taxisnet και από τη δυσνόητη και πολύπλοκη φορολογική νομοθεσία, συνεχίζεται. Εκατομμύρια φορολογούμενοι καταφεύγουν απελπισμένοι σε φοροτεχνικούς για να συμπληρώσουν τη δήλωσή τους. Δηλαδή, για να γνωστοποιήσουν στο κράτος το εισόδημα που απέκτησαν πέρυσι και να πληρώσουν τον φόρο που τους αναλογεί οκτώ ή εννέα μήνες μετά το τέλος του 2012.

Η υψηλή φορολογία σε συνδυασμό με την απίστευτη πολυπλοκότητα του φορολογικού συστήματος καταστρέφουν τη χώρα, τόσο από οικονομική όσο και από κοινωνική άποψη. Η γραφειοκρατία του συστήματος δεν περιγράφεται. Αντί η ηλεκτρονική υποβολή των δηλώσεων να κάνει τη ζωή μας ευκολότερη έγινε περισσότερο δυσνόητη και περίπλοκη και μάλιστα χωρίς να αντικαταστήσει την παραδοσιακή γραφειοκρατία, καθώς οι φορολογούμενοι καλούνται να υποβάλουν σειρά εγγράφων (λ.χ. βεβαιώσεις παρακράτησης φόρου) αυτοπροσώπως στην Εφορία προκειμένου να εκκαθαριστούν οι δηλώσεις τους. Αυτές τις ημέρες σχηματίζονται ουρές φορολογουμένων στις διάφορες ΔΟΥ για να υποβληθούν τα έγγραφα που συνοδεύουν τις φορολογικές δηλώσεις που υποβλήθηκαν ηλεκτρονικά. Χαμένος χρόνος για τους πολίτες και την οικονομία καθώς οι φορολογούμενοι –κατά κανόνα οι παραγωγικοί πολίτες– αναγκάζονται να χάνουν ώρες και μεροκάματα, για να διεκπεραιώσουν κάτι που θα έπρεπε να γίνεται απλά και γρήγορα. Η συμπλήρωση και υποβολή της φορολογικής δήλωσης εξαιτίας της πολυπλοκότητας του φορολογικού συστήματος απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις –τις περισσότερες φορές μάλιστα οι φορολογούμενοι είναι αναγκασμένοι να καταφύγουν σε φοροτεχνικούς ή λογιστές για να τα καταφέρουν. Οι επιχειρήσεις με τη σειρά τους δαπανούν μεγάλα ποσά που ανεβάζουν σημαντικά το διοικητικό κόστος τους προκειμένου να παρακολουθήσουν τις συνεχείς αλλαγές της φορολογικής νομοθεσίας και να αποφύγουν τα λάθη, με αβέβαιο τις περισσότερες φορές αποτέλεσμα.

Η πολυπλοκότητα του φορολογικού συστήματος, σε συνδυασμό με την απώλεια των χρημάτων των φορολογουμένων στη μαύρη τρύπα της κρατικής σπατάλης και την έλλειψη αναλογίας με τις ανταποδοτικές παροχές του κράτους, οδηγεί σε απώλεια παραγωγικού χρόνου των πολιτών, αμβλύνει τη φορολογική συνείδησή τους, οδηγεί σε εύλογη καχυποψία από μέρους τους και γιγαντώνει τη φοροδιαφυγή. Όταν όμως ο φορολογούμενος αδυνατεί να κατανοήσει τη λογική της λειτουργίας του φορολογικού συστήματος αποθαρρύνεται και εξ αυτού του λόγου από την ανάληψη επιχειρηματικού ρίσκου ή νέων επιχειρηματικών πρωτοβουλιών που θα δημιουργήσουν εθνικό προϊόν και θέσεις εργασίας.

Θα επιμείνω για μια ακόμη φορά στην ιδέα της καθιέρωσης αναλογικής φορολογίας στη θέση των σημερινών προοδευτικών συντελεστών με την υιοθέτηση ενός Ενιαίου Φορολογικού Συντελεστή. Η ιδέα αυτή, που εφαρμόστηκε με επιτυχία σε αρκετές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, κερδίζει συνεχώς έδαφος παρά τις λυσσαλέες αντιδράσεις των συνδικάτων των δημοσίων υπαλλήλων και της γραφειοκρατίας των οικονομικών υπουργείων που βρίσκονται σε αγαστή συμμαχία με τις δυνάμεις των δεξιών και αριστερών κρατιστών. Τον περασμένο Μάρτιο ο επιτυχημένος δήμαρχος Λονδίνου και ένα από τα ανερχόμενα αστέρια του Συντηρητικού κόμματος Μπόρις Τζόνσον, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στην Ινδία, πρότεινε κάτι ανάλογο ως λύση κυρίως για την αντιμετώπιση του μεγάλου προβλήματος ανταγωνιστικότητας της βρετανικής οικονομίας. Σύμφωνα με τον Τζόνσον, η καθιέρωση ενός ενιαίου φορολογικού συντελεστή (Flat Tax) θα προσελκύσει σημαντικά κεφάλαια και επενδύσεις στη χώρα του και θα αυξήσει τα φορολογικά έσοδα του κράτους.

Την ιδέα του Ενιαίου Φορολογικού Συντελεστή παρουσίασε ολοκληρωμένη ήδη από το 2005 ο Στιβ Φορμπς, συγγραφέας και εκδότης του ομώνυμου περιοδικού, στο πρωτοποριακό βιβλίο του “Flat Tax Revolution”. Ο Φορμπς στο εν λόγω βιβλίο του εξηγεί, ότι ένα τέτοιο φορολογικό σύστημα θα ήταν πολύ πιο αποτελεσματικό τόσο στην είσπραξη του φόρου εισοδήματος όσο και στην αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, ενώ θα ενθάρρυνε τη νόμιμη απόκτηση πλούτου, την αποταμίευση και τις επενδύσεις.

Τις ίδιες πάνω-κάτω απόψεις υποστηρίζει και ο κορυφαίος καθηγητής του φορολογικού δικαίου και πρώην δικαστής του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας Πάουλ Κίρχοφ1. Ο Κίρχοφ υπήρξε για ένα διάστημα σύμβουλος της Άνγκελα Μέρκελ, η οποία όμως λίγο πριν από τις προηγούμενες εκλογές στη Γερμανία δεν «άντεξε» την ιδέα του πολιτικού κόστους, που συνεπάγονταν οι ρηξικέλευθες απόψεις του προκαλώντας σωρεία αντιδράσεων του κατεστημένου του γερμανικού Υπουργείου Οικονομικών, και τον ανάγκασε να απομακρυνθεί από τον κύκλο των συμβούλων της.

Η κυβέρνηση και οι κρατιστές όλων των κομμάτων θεωρούν ότι το σοβαρό δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας μπορεί να αντιμετωπισθεί με καταπολέμηση της φοροδιαφυγής χωρίς μείωση των δημοσίων δαπανών και των φόρων. Αλλά η καταιγίδα των φόρων και η μεγάλη αύξηση των φορολογικών συντελεστών από το 2009 έως σήμερα ενέτειναν μάλλον παρά περιόρισαν τη φοροδιαφυγή. Όπως, αντιθέτως, διδάσκει η οικονομική θεωρία και έχει πολλαπλώς αποδειχθεί τα έσοδα του κράτους αυξάνονται2  όταν οι φορολογικοί συντελεστές είναι σε χαμηλά επίπεδα η φοροδιαφυγή μειώνεται και εξ αυτού του λόγου, αλλά –το σημαντικότερο– εξαιτίας της αύξησης της παραγωγικότητας των ατόμων.

Τι πρέπει να γίνει; 
Πρώτον, το ατομικό εισόδημα των φυσικών προσώπων από κάθε πηγή να φορολογείται με βασικό συντελεστή 15% το πολύ 20%. Για τα εισοδήματα άνω των 150.000 ευρώ θα μπορούσε να υπάρξει ένας συντελεστής γύρω στο 25% με 30%.

Δεύτερον, να καθιερωθεί αφορολόγητο όριο 5.000 ευρώ, το οποίο θα προσαυξάνεται κατά 5.000 ευρώ για κάθε προστατευόμενο μέλος του φορολογουμένου που δεν διαθέτει εισόδημα, καθώς και για άτομα με ειδικές ανάγκες ή συμπληρωμένο το 80ό έτος της ηλικίας τους.

Τρίτον, εντός του Ιανουαρίου, κάθε χρόνο οι φορολογούμενοι να υποβάλουν δήλωση μέσω διαδικτύου για το συνολικό εισόδημα που απέκτησαν τον προηγούμενο χρόνο από οποιαδήποτε πηγή. Χωρίς προσφυγή σε φοροτεχνικούς, χωρίς τα δεκάδες άχρηστα κουτάκια της φορολογικής δήλωσης. Ο φορολογούμενος θα ξοδεύει το πολύ μια ώρα για τη συμπλήρωση και την υποβολή της δήλωσής του. Εντός πέντε ημερών ο φόρος θα έχει βεβαιωθεί για όλους τους φορολογούμενους.

Τα θετικά αποτελέσματα μιας τέτοιας φορολογικής μεταρρύθμισης θα άλλαζαν την εικόνα της ελληνικής οικονομίας. Αρκεί να σκεφτούμε ότι, ενώ το συνολικό εισόδημα που δημιουργείται στη χώρα για το 2013 είναι κοντά στα 190 δισ. ευρώ, η φορολογία εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων δεν θα αποδώσει συνολικά περισσότερα από 11 δισ. ευρώ.

Πώς θα επενεργούσε τώρα η καθιέρωση του ενιαίου συντελεστή επί του διαθεσίμου εγχωρίου προϊόντος (με τον υπολογισμό δηλαδή των αποσβέσεων, την αφαίρεση ενός αφορολόγητου ορίου, των εμμέσων φόρων αλλά και της φοροδιαφυγής να παραμένει στα σημερινά επίπεδα). Σε μια τέτοια περίπτωση το διαθέσιμο εισόδημα θα ήταν με συντηρητικούς υπολογισμούς περίπου στα 90 δισ. ευρώ. Με ενιαίο συντελεστή 20% –σε συνδυασμό με την απλότητα του συστήματος που θα επηρέαζε άμεσα την αποτελεσματικότητα του εισπρακτικού μηχανισμού– τα φορολογικά έσοδα από τον φόρο εισοδήματος θα κυμαίνονταν περίπου στα 18 δισ. ευρώ. Το κράτος, μειώνοντας τους φόρους και απλοποιώντας το φορολογικό σύστημα, θα κατόρθωνε να αυξήσει τα έσοδά του τουλάχιστον κατά 60%.

Μάλιστα στον προηγούμενο υπολογισμό δεν έχουμε λάβει υπόψη τη μείωση της φοροδιαφυγής. Αλλά η μείωση των φόρων και η απλοποίηση του φορολογικού συστήματος –σε συνδυασμό με αυστηρότατες διοικητικές κυρώσεις εναντίον όσων φοροδιαφεύγουν– θα μείωνε δραστικά τη φοροδιαφυγή. Πρέπει να αντιληφθούμε ότι όσο σοβαρό πρόβλημα είναι η φοροδιαφυγή άλλο τόσο σοβαρό και ακόμη μεγαλύτερο είναι η εξοντωτική φορολόγηση των πολιτών, που καταστρέφει την οικονομία και συγχρόνως απενοχοποιεί πλήρως την πρώτη, οδηγώντας μαζικά πλέον τον κόσμο στη φοροδιαφυγή, όχι για να κερδίσει περισσότερα, αλλά τις περισσότερες φορές για να επιβιώσει στοιχειωδώς.

Ας μην ξεχνάμε ότι οι φόροι είναι μια βίαιη αρπαγή από το κράτος τμήματος του εισοδήματος και της περιουσίας των πολιτών. Το κράτος μονομερώς επιβάλλει και καθορίζει τους φόρους και θεσπίζει τα μέτρα εξαναγκασμού των πολιτών για την καταβολή τους. Ποια είναι λοιπόν η νομιμοποίηση αυτής της ληστρικής πράξης. Κατά τον κλασικό ορισμό του Τζέσε μια τέτοια βίαιη αφαίρεση του εισοδήματός μας νομιμοποιείται στα πλαίσια του κοινωνικού συμβολαίου που προβλέπει κάποιο αντάλλαγμά της. Όσο πιο μικρή είναι η αφαίρεση του εισοδήματος και όσο πιο εμφανές το αντάλλαγμα προς αυτήν τόσο περισσότερο γίνεται κατανοητή και αποδεκτή από τους πολίτες και θεωρείται απ’ αυτούς «δίκαιη». Το αντάλλαγμα είναι η περιορισμένη αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ εκείνων που έχουν ανάγκη και η κάλυψη των δημοσίων δαπανών που γίνονται «για το καλό όλων». Θυμίζω ότι η προηγούμενη θέση διατυπώνεται ανεπιφύλακτα στη Συνθήκη της Λισσαβώνας (ν. 3671/2008). Η φορολογία πρέπει να τελεί δηλαδή σε σχέση αναλογίας με ανταποδοτικές παροχές του κράτους προς τους πολίτες.

Καταλήγοντας, η υιοθέτηση ενός απλού, σταθερού και αναλογικού φορολογικού συστήματος, όπως περιγράφεται πιο πάνω, σε συνδυασμό βεβαίως με τον δραστικό περιορισμό των δημοσίων δαπανών, της γραφειοκρατίας και των αγκυλώσεων της αγοράς εργασίας, θα ενισχύσει τη φορολογική συνείδηση και τα κίνητρα των ατόμων να εντείνουν και να επαυξήσουν την εμφανή οικονομική τους προσπάθεια, θα εξοικονομήσει πόρους για την οικονομία, που η διαχείρισή τους θα γίνει από τους παραγωγικούς πολίτες και επιχειρήσεις και όχι από τον αντιπαραγωγικό, αναποτελεσματικό και σπάταλο δημόσιο τομέα και κατ’ επέκταση θα αυξήσει την παραγωγικότητα, τα δημόσια έσοδα και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.


1 Paul Kirchhof, “In Favour of a Flat Tax”, πρόταση που παρουσιάστηκε στην ετήσια συνάντηση του IFO Institute στις 22.6.2004, διαθέσιμη στοhttp://bit.ly/1cnQAoj
2   Arthur Laffer, “The Laffer Curve: Past, Present and Future”, Executive Summary Backgrounder, The Heritage Foundation, 2004 (http://tiny.cc/crg30w).



Πηγή:www.capital.gr




Δημοσιεύτηκε στις 2/8/2013 http://www.capital.gr/News.asp?id=1846739

Παρασκευή 26 Ιουλίου 2013

Πόσοι είναι τελικά οι δημόσιοι υπάλληλοι;

Γράφουν όλα τα sites και έγκυροι δημοσιογράφοι, ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι μετρήθηκαν και είναι 614.053 (http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_2_26/07/2013_527983).
Μέγα και ασυγχώρητο λάθος. Οι δημόσιοι υπάλληλοι, όπως πολλές φορές σας έχω γράψει αγγίζουν -μάλλον ξεπερνούν- τις 900.000.
Αλλά όσοι μιλούν για 614 χιλ. αναφέρονται μόνο στους μονίμους και στους υπαλλήλους αορίστου χρόνου (ΙΔΑΧ) και δεν υπολογίζουν -ασυγχώρητα- τους μισθοδοτούμενους από το δημόσιο αιρετούς, συμβασιούχους (συμβάσεις έργου), υπαλλήλους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου κλπ. που σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης ανέρχονται σε 68.656. 

Έτσι σύνολο 614.053 + 68.656= 682.709
http://apografi.yap.gov.gr/apografi/ergasiakisxesir_n.asp.
Επίσης, δεν υπολογίζονται ακόμη οι απασχολούμενοι στις δημόσιες επιχειρήσεις, στις δημοτικές επιχειρήσεις και στα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου υπό τον έλεγχο του δημοσίου.
Σε μια μελέτη της ΓΓΠΣ (Έκδοση 1.0, Οκτώβριος του 2010) αυτοί ανέρχονται σε 215.000 περίπου. Η μελέτη αυτή έχει αρκετά λάθη (υπολογίζει εσφαλμένα λ.χ. τους υπαλλήλους του ΟΤΕ ή της Ε.Τ.Ε. ενώ την ίδια στιγμή λείπουν στοιχεία 880 φορέων του δημοσίου, λείπουν δημοτικές επιχειρήσεις κλπ.) ωστόσο μας δίνει μια μάλλον μετριοπαθή εκτίμηση για τον αριθμό των απασχολουμένων στο ευρύτερο δημόσιο. 

Πάντως ο αριθμός αυτών των υπαλλήλων ξεπερνά κατά πολύ τις 200.000.

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2013

Mια απάντηση στο δήμαρχο Παλαιού Φαλήρου

Στην τηλεόραση του SKAI την προηγούμενη εβδομάδα ο δήμαρχος Παλαιού Φαλήρου απαντώντας στον ισχυρισμό μου ότι η παροχή υπηρεσιών καθαριότητας από τους δήμους κοστίζει δύο έως τρεις φορές παραπάνω απ΄όσο θα κόστιζε εάν ιδιωτικοποιείτο, μου απάντησε ότι στους δικούς του δημότες κοστίζει μόνο 69 ευρώ ο τόνος των σκουπιδιών.

Η απάντησή μου με στοιχεία στον αγαπητό δήμαρχο:
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΕΣΔΝΑ, το 2012 στο Παλαιό Φάληρο συλλέχθηκαν 29.876,47 τόνοι σκουπιδιών.

Τα τέλη καθαριότητας που πλήρωσαν οι πολίτες του Π.Φαλήρου το 2012 ανέρχονται σε 6.180.000 €. http://www.palaiofaliro.gr/Documents/ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ%20ΕΣΟΔΩΝ%202012.pdf

Αυτό σημαίνει ότι για κάθε τόνο σκουπιδιών που συλλέγεται στο Π. Φάληρο οι δημότες επιβαρύνονται με το ποσό των 207 ευρώ!!! Δηλαδή τρεις φορές παραπάνω από τα λεγόμενα του δημάρχου.

Σας υπενθυμίζω τι έγγραφα στην Καθημερινή στις 17/11/2012
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_1_17/11/2012_501949

Ιδιωτικοποιήστε τώρα την καθαριότητα

Η Αθήνα πνίγηκε και πάλι από τα σκουπίδια με αποφάσεις των διαφόρων συνδικάτων και της ΠΟΕ ΟΤΑ. Οπως αποδεικνύει η οικονομική ανάλυση, η παροχή δημόσιων υπηρεσιών, είτε από το κράτος είτε από τους δήμους, είναι ποιοτικά χειρότερη και οικονομικά ασύμφορη σε σχέση με την ανάθεσή της σε ιδιώτες.

Για να γίνει κατανοητό σε όλους πόσο στοιχίζει η Διεύθυνση Καθαριότητας του δήμου της Αθήνας, θα παραθέσω τα ακόλουθα στοιχεία:

Στην εν λόγω διεύθυνση απασχολούνται σήμερα 2.146 υπάλληλοι (μόνιμοι και με συμβάσεις αορίστου χρόνου) και περίπου 250 υπάλληλοι με συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Μέχρι τον Νοέμβριο του 2012, οι Αθηναίοι πλήρωσαν στον δήμο τέλη που ανέρχονται σε περίπου 115 εκατομμύρια ευρώ. Από αυτά, πάνω από 100 εκατ. ευρώ κατανέμονται στην καθαριότητα. Το κόστος μισθοδοσίας των υπαλλήλων της καθαριότητας ανήλθε για το δεκάμηνο του 2012 περίπου στο ποσό των 42 εκατ. ευρώ, ποσό στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και οι εισφορές προς τα ασφαλιστικά ταμεία και οι πληρωμές υπερωριών. Ο μέσος ετήσιος μισθός του μόνιμου υπαλλήλου της Διεύθυνσης Καθαριότητας του Δήμου Αθηναίων το 2012 (συμπεριλαμβανομένων ασφαλιστικών εισφορών και υπερωριακής αμοιβής) ανέρχεται περίπου στο ποσό των 23.595 ευρώ ή, μηνιαίως, σε 1.966 ευρώ. Υπενθυμίζω ότι το 2011, εξαιτίας τόσο της εξοικονόμησης που επέτυχε η νέα δημοτική αρχή όσο –κυρίως– της εφαρμογής του ενιαίου μισθολογίου οι μισθοί υπέστησαν σημαντικές περικοπές. (Το 2010 ο μέσος ετήσιος μισθός του μόνιμου υπαλλήλου της Διεύθυνσης Καθαριότητας ανήλθε περίπου στο ποσό των 38.200 ευρώ ή, μηνιαίως, σε 3.183 ευρώ. Ενας εργαζόμενος στην καθαριότητα του δήμου, λοιπόν, σήμερα κερδίζει περισσότερα απ’ όσα ένας καθηγητής πανεπιστημίου, ένας πρωτοδίκης, ένας γιατρός του ΙΚΑ, ένας δάσκαλος, ένα υψηλόβαθμο στέλεχος μεγάλης ιδιωτικής εταιρείας κ. ο. κ. – και κάτι τέτοιο θεωρείται αποδεκτό με την αντεστραμμένη λογική της σοβιετικού τύπου κοινωνίας μας.

Παράνοια


Ας προχωρήσουμε όμως την ανάλυσή μας: Σύμφωνα με ακριβείς υπολογισμούς, το 2012 στην Αθήνα θα συλλεγούν περίπου 350.000 τόνοι σκουπιδιών. Οπως αναφέρθηκε, τα τέλη καθαριότητας θα ανέλθουν μέχρι το τέλος του χρόνου στα 120 εκατ. ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι οι Αθηναίοι πολίτες για κάθε τόνο σκουπιδιών που συλλέγεται επιβαρύνονται με το αστρονομικό ποσό των 343 ευρώ. Eχει υπολογιστεί ότι η συνολική επιβάρυνση σε περίπτωση που ιδιωτικοποιηθεί η καθαριότητα δεν θα ξεπερνά τα 100 με 120 ευρώ τον τόνο. Για να αναλογιστεί κανείς ακόμη πιο πολύ την παράνοια του τεράστιου κόστους διατήρησης της δημοτικής υπηρεσίας καθαριότητας, με βάση τα διεθνή στοιχεία της αγοράς σιδήρου, η χαλυβουργία σήμερα πληρώνει 270 ευρώ τον τόνο περίπου για την αγορά καθαρού σιδήρου (Bλ. http: //tiny. cc/gre8c).

Ως πότε λοιπόν θα ανεχόμαστε να πληρώνει ο πολίτης τρεις φορές παραπάνω μια δημόσια υπηρεσία; H διεθνής εμπειρία μάς δείχνει ότι η παροχή των υπηρεσιών αυτών μπορεί να ανατεθεί σε ιδιωτικές επιχειρήσεις προκειμένου:

(α) Να μειωθεί το κόστος παραγωγής των υπηρεσιών αυτών, που επιβαρύνει τους δημότες, (β) να βελτιωθεί σημαντικά η ποιότητα και η ποσότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, (γ) να αναληφθεί από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, η εκτέλεση έργων αστικής ανάπλασης και προστασίας του περιβάλλοντος, (δ) να μειωθούν δραστικά τα δημοτικά τέλη και η φορολογία.

Αν κάποιος καλόπιστα αμφιβάλλει, προτείνω να δώσουμε πειραματικά στους πολίτες το δικαίωμα της επιλογής. Οσοι θέλουν, τα σκουπίδια τους θα τα μαζεύει η δημοτική υπηρεσία με κόστος 300 με 350 ευρώ τον τόνο και όσοι θέλουν θα αναθέσουν σε ιδιωτικές επιχειρήσεις την αποκομιδή τους με κόστος που θα καθορίσει η ελεύθερη αγορά. Ο ανταγωνισμός θα αναδείξει τον νικητή.

Παρασκευή 12 Ιουλίου 2013

Το κόστος των ρουσφετολογικών προσλήψεων


Ενώ δικαίως μας απασχολεί πόσα χρήματα διασπάθισαν εδώ και δεκαετίες οι δωρολήπτες πολιτικοί και λειτουργοί του κράτους –και είναι χωρίς αμφιβολία πάρα πολλά– ελάχιστοι ασχολούνται με τις αθρόες προσλήψεις και τους διορισμούς που έκαναν οι πολιτικοί και τα κόμματα στο Δημόσιο, χωρίς αυτό να είναι αναγκαίο για την εύρυθμη λειτουργία του και χωρίς αξιοκρατικά κριτήρια. Ελάχιστοι έχουν ασχοληθεί συστηματικά με το θέμα αυτό, παρά το γεγονός ότι οι διορισμοί στο Δημόσιο μέσω των κομματικών ή πελατειακών δικτύων παραμένει το μεγαλύτερο σκάνδαλο της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας με άμεσο αυτουργό το πολιτικό σύστημα και συνεργούς τους διορισθέντες υπαλλήλους. Αν όμως σκεφτούμε τι τελικά κόστισαν και κοστίζουν οι ρουσφετολογικοί διορισμοί στη χώρα θα συνειδητοποιήσουμε ότι οι μίζες της Siemens, των προμηθευτών όπλων και δεκάδων άλλων προμηθευτών του Δημοσίου ήταν σταγόνα μπροστά στον ωκεανό της δημόσιας σπατάλης.
Πόσο κοστίζει στον έλληνα πολίτη κάθε ρουσφετολογική πρόσληψη στο Δημόσιο; Οι υπολογισμοί μας θα πρέπει κατ’ αρχάς να λάβουν υπόψη τους το αποδεκτό από έγκυρες πηγές της ασφαλιστικής κυρίως αγοράς ή διεθνών οργανισμών μέσο προσδόκιμο ζωής (ανδρών και γυναικών). Αυτό είναι σήμερα, σύμφωνα με το έγκυρο περιοδικό Lancet, για την Ελλάδα περίπου το 79ο έτος της ηλικίας (http://tiny.cc/rlt1zw). Το 2013 η δαπάνη μισθοδοσίας των επισήμως απασχολουμένων στο Δημόσιο (στοιχεία γενικής κυβέρνησης) ανέρχεται σε 24 δισ. ευρώ (το 2009 ανήλθε σε 31 δισ. ευρώ). Ο αριθμός τους σήμερα ανέρχεται περίπου σε 900.000, υπολογίζοντας και τους εργαζομένους στα υπό κρατικό έλεγχο νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, που συμμετέχουν στο δημόσιο έλλειμμα. Συνεπώς, ο μέσος ακαθάριστος μισθός ενός απασχολούμενου στο Δημόσιο το 2013 κυμαίνεται περίπου σε 27.000 ευρώ (ενώ το 2009 άγγιζε τις 32.000 ευρώ). Ο υπολογισμός εξυπακούεται ότι αναφέρεται σε ακαθάριστους μισθούς (χωρίς να συνυπολογίζονται οι υπερωρίες). Σ’ αυτό το ποσό θα πρέπει να προσθέσουμε τις ασφαλιστικές εισφορές που πληρώνει το Δημόσιο και οι φορείς του για τους υπαλλήλους του, ποσό που αγγίζει κατά μέσο όρο περίπου τις 3.000 ευρώ ανά υπάλληλο. Κανονικά, για να είναι ακριβέστερος προς τα πάνω ο υπολογισμός του αληθινού κόστους κάθε υπαλλήλου για τον προϋπολογισμό θα έπρεπε στα παραπάνω ποσά να προστεθούν και τα λειτουργικά κόστη που επιμερίζονται σε κάθε δημόσιο υπάλληλο (fully loaded cost).
Οι υπάλληλοι του κράτους και του ευρύτερου δημόσιου τομέα την τελευταία τριακονταετία εργάστηκαν πριν συνταξιοδοτηθούν κατά μέσο όρο λιγότερο από 25 χρόνια έκαστος. Στα χρόνια αυτά μάλιστα συνυπολογίσθηκε πλασματικώς, με την άμεση συνέργεια του πολιτικού συστήματος, και ο απολεσθείς χρόνος των απεργιών του Δημοσίου που έχει υπολογισθεί ότι για τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες ξεπερνά τις 1.500 ημέρες ή περίπου 6 εργάσιμα χρόνια (αφαιρουμένων των μη εργασίμων ημερών). Εάν λοιπόν κάποιος προσλήφθηκε στο Δημόσιο σε ηλικία 24 ετών και συνταξιοδοτήθηκε στα 49 του έτη, θα λαμβάνει σύνταξη για τριάντα τουλάχιστον χρόνια. Λόγω αδυναμίας εξεύρεσης των στοιχείων δεν έχουμε λάβει υπόψη ότι σε αρκετές περιπτώσεις υπάρχει νεότερος σύζυγος που και μετά τον θάνατο του δικαιούχου λαμβάνει για πολλά ακόμη έτη μειωμένη σύνταξη ή τις ειδικές περιπτώσεις «νησίδων υπερτροφικής προστασίας» του συνταξιοδοτικού συστήματος –κατά τη χαρακτηριστική διατύπωση της έκθεσης Σπράου–, όπου κάποιοι κατιόντες του ασφαλισμένου λαμβάνουν με νόμο πλήρη σύνταξη χωρίς να χρειαστεί να εργαστούν ποτέ στη ζωή τους (ενήλικες άγαμες θυγατέρες στρατιωτικών, δικαστικών υπαλλήλων κ.ο.κ.).
Η συνταξιοδοτική δαπάνη του προϋπολογισμού για 440 χιλ. περίπου συνταξιούχους δημοσίους υπαλλήλους ήταν 6,58 δισ. ευρώ το 2012, δηλαδή περίπου 15.000 ευρώ ανά συνταξιούχο. Σε σημερινές τιμές λοιπόν ένας δημόσιος υπάλληλος κόστισε στο κράτος κατ’ ελάχιστον τα ακόλουθα ποσά:
(α) Κατά τον εργάσιμο βίο του (25x30.000=) 750.000 ευρώ, (β) κατά τη συνταξιοδότησή του έλαβε εφάπαξ που κατά μέσο όρο κυμαινόταν στις 75.000 ευρώ και (γ) κατά το διάστημα του συντάξιμου βίου του εισέπραξε κατ’ ελάχιστον (30x15.000=) 450.000 ευρώ. Συνολικά δηλαδή έλαβε τουλάχιστον 1.275.000 ευρώ.
Θυμίζουμε ότι το 1956 το σύνολο των απασχολουμένων στον δημόσιο τομέα δεν ξεπερνούσε τις 150.000, αριθμός που κατά τον Βαρβαρέσο θα κατέληγε εις βάρος της οικονομίας[i]. Το πολιτικό σύστημα δεν άκουσε τις ορθότατες υποδείξεις Βαρβαρέσου με αποτέλεσμα το 1974 ο αριθμός των απασχολουμένων στο Δημόσιο να ανέρχεται σε 270.000, για να αγγίξει το 1981 τις 390.000. Οι αθρόες προσλήψεις της οκταετίας 1981-1989 σχεδόν διπλασίασαν τον αριθμό των απασχολουμένων στον δημόσιο τομέα, οι οποίοι στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ανέρχονταν σε 800.000 περίπου[ii]. Έτσι το ποσοστό του Δημοσίου στο ΑΕΠ από 38,4% το 1975 έφθασε να αγγίζει το 70% το 1988, γεγονός που με άλλα λόγια σήμαινε ότι υπήρξε μια τεράστια σε μέγεθος μεταφορά πόρων από τον ιδιωτικό στον δημόσιο τομέα η οποία είχε ως αποτέλεσμα την εκμηδένιση της οικονομικής ανάπτυξης και την υπονόμευση της παραγωγικότητας της χώρας. Η πενταετία Καραμανλή πρόσθεσε επιπλέον 120.000 δημοσίους υπαλλήλους, για να φθάσει η χώρα το 2011 να αριθμεί πλέον του ενός εκατομμυρίου απασχολούμενων στον δημόσιο τομέα.
Επιστρέφοντας στους υπολογισμούς μας: το κράτος το 1981 λειτουργούσε με λιγότερους από 400.000 υπαλλήλους και το 2011 με περισσότερους από 1.000.000. Ο δημόσιος τομέας το 1981 δεν είχε υπολογιστές, μηχανοργάνωση, βάσεις δεδομένων, ηλεκτρονικά δίκτυα και διαδίκτυο. Ο δημόσιος τομέας το 2011 τα είχε όλα αυτά με το παραπάνω και επιπλέον 600.000 υπαλλήλους. Από αυτούς δεν χρειαζόμαστε τουλάχιστον 400.000. Μας τους επέβαλε το πελατειακό και κομματικό κράτος για να διαιωνίσει την εξουσία του. Αυτοί, σύμφωνα με τους παραπάνω απολύτως μετριοπαθείς υπολογισμούς, θα στοιχίσουν (1.275.000 x 400.000=) 510 δισ. ευρώ τουλάχιστον ή μιάμιση φορά το δημόσιο χρέος της χώρας, ποσό που προστίθεται στα υπέρογκα επίσης ποσά που για τους ίδιους λόγους επιβάρυναν τις προηγούμενες δεκαετίες την οικονομία μας και προήλθαν από την καταλήστευση του μόχθου των φορολογουμένων και από δανεισμό. 
Τον Νοέμβριο του 2010 ο τότε πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου απέκλεισε κάθε ενδεχόμενο απολύσεων στο Δημόσιο. Τότε το ποσοστό ανεργίας ήταν ακόμη στο 14% περίπου και ο αριθμός των ανέργων δεν ξεπερνούσε τους 700 χιλιάδες. Σήμερα το ποσοστό ανεργίας έχει εκτιναχθεί στο 27,6% και ο αριθμός των ανέργων ξεπερνά τα 1,3 εκατομμύρια. Εάν από το 2010 είχαν απολυθεί 200.000 δημόσιοι υπάλληλοι θα είχαν εξοικονομηθεί περισσότερα από 20 δισ. ευρώ, το κράτος θα είχε δώσει τα 8 δισ. ευρώ που χρωστά στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, δεν θα είχαν κλείσει 100.000 επιχειρήσεις και τουλάχιστον 600.000 σημερινοί άνεργοι θα είχαν ακόμη τη δουλειά τους. Σκεφτείτε ότι το μέσο κόστος του απασχολουμένου στο Δημόσιο ανέρχεται σε 180% του μέσου κόστους του εργαζόμενου στον ιδιωτικό τομέα. Ο μέσος συντελεστής φορολογίας εισοδήματος των υπαλλήλων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα είναι περίπου 20%. Μετά την επιστροφή στο κράτος του φόρου του δικού του υπαλλήλου το καθαρό κόστος αυτού ανέρχεται σε 152% του κόστους του εργαζομένου στον ιδιωτικό τομέα (180% -20% x 180%). Συνεπώς για να πληρωθεί ένας δημόσιος υπάλληλος πληρώνουν φόρο 7,5 ιδιωτικοί υπάλληλοι (152% : 20%) άρα για τους 900.000 χιλιάδες χρειαζόμαστε 6.750.000 ιδιωτικούς υπαλλήλους που βεβαίως δεν υπάρχουν. Αυτός είναι ο λόγος που καταρρέει η ελληνική οικονομία υπό το δυσβάσταχτο βάρος του Δημοσίου, κλείνουν μαζικά οι επιχειρήσεις, αυξάνονται οι φόροι σ’ ένα φαύλο κύκλο που τροφοδοτεί ακόμη μεγαλύτερη ύφεση και οδηγούνται μαζικά στην ανεργία οι ιδιωτικοί υπάλληλοι. Αυτό είναι το βαρύτατο τίμημα της αντίστασης που προβάλλει στις απολύσεις στον δημόσιο τομέα το πολιτικό πελατειακό σύστημα. Σε 3 με 4 χρόνια θα έχει χαθεί ένα ολόκληρο ΑΕΠ για τη χώρα εξαιτίας της υψηλής ανεργίας χωρίς κανείς να υπολογίσει τις απρόβλεπτες κοινωνικές εντάσεις που θα δημιουργηθούν.
Γι’ αυτό λοιπόν εκείνο που σήμερα θα έπρεπε κυρίως να μας απασχολεί είναι το διαχρονικό σκάνδαλο των κομματικών διορισμών και ρουσφετολογικών προσλήψεων στο Δημόσιο –σκάνδαλο απείρως μεγαλύτερο από όλα τα άλλα μαζί–, το οποίο συντέλεσε καθοριστικά στην οικονομική καταστροφή της χώρας και στην υπονόμευση της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης. Οι δυσμενέστερες συνέπειες δεν ήταν όμως οικονομικές: στην Ελλάδα του 20ού αιώνα ο αναξιοκρατικός μέσω του κόμματος ή του βουλευτή διορισμός στο Δημόσιο κατέστη κοινωνικά αποδεκτός αφού με τον μηχανισμό αυτό το πολιτικό σύστημα μείωνε ανορθόδοξα την ανεργία και διαιώνιζε την κυριαρχία του. Κάποτε, συνειδητοποιώντας αυτή τη συλλογική παράνοια, ο Λεωνίδας Κύρκος στηλιτεύοντας το κρατικιστικό παρελθόν της Αριστεράς χαρακτήρισε την υπερβολική συγκέντρωση του κράτους και τον διορισμό στο Δημόσιο «βάθρο του συντηρητισμού της κοινωνίας και πολεμικό αντίπαλο των νέων ιδεών της Αριστεράς».[iii]
Οι μαζικοί, αναξιοκρατικοί και ρουσφετολογικοί διορισμοί στο Δημόσιο συντέλεσαν πρωτίστως στην καταβαράθρωση της ελληνικής κοινωνίας μέσω της αλλαγής του αξιακού της προτύπου, οδήγησαν στον εξευτελισμό των αξιών της ατομικής ευθύνης, της τιμιότητας, του φιλότιμου, της αξιοκρατίας, της σκληρής εργασίας και στην αντικατάστασή τους με τις λογικές της ελάχιστης προσπάθειας, της πονηρίας, του γρήγορου πλουτισμού και της χωρίς προϋποθέσεις κοινωνικής και οικονομικής ανέλιξης.



[i] Βλ. την έκθεση του Κ. Βαρβαρέσου για την ελληνική οικονομία το 1952 με τίτλο «Έκθεσις επί του οικονομικού προβλήματος της Ελλάδος», 2η έκδοση, Σαββάλας, Αθήνα 2002.
[ii] Σε εμπιστευτική επιστολή του προς τον πρωθυπουργό Ανδρέα Γ. Παπανδρέου το 1988 ο Απόστολος Λάζαρης γράφει μεταξύ άλλων: «Τώρα, εκ των υστέρων, έγινε φανερό πως με τις προσλήψεις που κάναμε, και προ πάντων με τον τρόπο που τις κάναμε, όχι μόνο δεν βελτιώσαμε την ποιότητα της διοίκησης στο δημόσιο και στους διαφόρους οργανισμούς και στις τράπεζες, αλλά τη χειροτερέψαμε ακόμα πιο πολύ.» Βλ. Νίκος Νικολάου, «Πρόσωπα της Οικονομίας», εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2008, σελ. 220.
[iii] Λεωνίδας Κύρκος, «Ποια Αριστερά;», εκδ. Οδυσσέας , Αθήνα 1987, σελ. 33. 


Δημοσιεύτηκε στο http://www.capital.gr/News.asp?id=1834092 στις 12/7/2013

Τετάρτη 3 Ιουλίου 2013

Αλλαγή πορείας*


Θα πρέπει να το πάρουμε απόφαση ότι υπό αυτές τις συνθήκες το χρέος της χώρας δεν είναι βιώσιμο. Δεν είναι βιώσιμο όχι μόνο λόγω του ύψους του αλλά και διότι με αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης και εξ αυτού του λόγου –κυρίως– το πρωτογενές έλλειμμα για το 2013 ενδέχεται να φθάσει και το 190% του ΑΕΠ. Ο χρόνος που χάθηκε με καθυστερήσεις και παλινωδίες δεν είναι δυνατόν να αναπληρωθεί. Η Ελλάδα δεν πρόκειται να χρηματοδοτηθεί από τις αγορές τουλάχιστον για 15 χρόνια.
Ακόμη κι αν η κυβέρνηση θεσπίσει σήμερα όλα τα διαρθρωτικά μέτρα που έχουμε δεσμευτεί να λάβουμε από το 2010, ακόμη κι αν υλοποιήσει όλα εκείνα τα μέτρα που έχουν ήδη αποφασιστεί αλλά φροντίζαμε εν τω μεταξύ να τα ακυρώνουμε με διάφορα κυβερνητικά τερτίπια ή νομοθετικά «παράθυρα» και τότε το πρόβλημα της χώρας δεν λύνεται χωρίς ταυτόχρονη αλλαγή πορείας και νοοτροπίας. Πρέπει να μεταβληθεί το αξιακό πλαίσιο των πολιτών. Να συνειδητοποιήσουμε ότι η παθολογική μας εξάρτηση από το κράτος αναιρεί τις ατομικές μας δυνατότητες και αμβλύνει την ατομική ευθύνη, το φιλότιμο, την εργατικότητα, την αυτοπειθαρχία, τον σεβασμό της αξίας – αρετές που δυστυχώς αμβλύνθηκαν εδώ και δεκαετίες, γεγονός που αποτέλεσε την κύρια αιτία της παρακμής μας.
Αυτό που πρέπει πρωτίστως να γίνει είναι η δραστική μείωση του κράτους, πράγμα που ξεπερνά τις αντοχές της παρούσας κυβέρνησης, των εκπροσώπων των δανειστών μας και του κρατικοδίαιτου επιχειρηματικού και κομματικού κατεστημένου. Ποιος άραγε θα επιδιώξει τη συρρίκνωση του δημοσίου τομέα όταν εκεί βρίσκονται οι πελάτες όλων ανεξαιρέτως των κομμάτων που εκπροσωπούνται σήμερα στο κοινοβούλιο και όταν απ’ αυτόν εξαρτώνται μεγάλες ή μικρές επιχειρήσεις, τύποις ιδιωτικές, κατασκευασμένες όμως για να εξυπηρετούν και για να εξυπηρετούνται από τον μεγάλο υδροκέφαλο δημόσιο τομέα.
Εδώ κινδυνεύσαμε να οδηγηθούμε σε εκλογές εξαιτίας του υποτιθέμενου κλεισίματος της ΕΡΤ που αφορά μόνο 3.000 δημοσίους υπαλλήλους. Πιστεύει κανείς ότι θα υπάρξει ποτέ βούληση για απολύσεις 150.000 ή 200.000; Δεν πειράζει να οδηγηθούν στην ανεργία ακόμη 500.000 εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα. Ήδη από το 2010 έχουν οδηγηθεί χωρίς ν’ ανοίξει μύτη 900.000 και έχουν κλείσει 120.000 επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα. Οι μισές ελληνικές επιχειρήσεις και πλέον είναι ζημιογόνες. Αυτοί όμως δεν εκπροσωπούνται στο κοινοβούλιο, δεν μας νοιάζει. Τους πελάτες των κομμάτων, τους τροφίμους χιλιάδων άχρηστων δημοσίων φορέων, τους υπεράριθμους, τους επίορκους κ.ο.κ., αυτούς –προς Θεού!– δεν επιτρέπεται να τους αγγίξει κανείς. Να η ιδιότυπη κοινωνική δικαιοσύνη ελληνικής κοπής.
Εξίσου απογοητευτική είναι και η στάση των εκπροσώπων των δανειστών μας, όταν όχι μόνο αποδέχονται –κατ’ ουσίαν– τη διατήρηση του υπερδιογκωμένου δημόσιου τομέα αλλά επιμένουν και στη διατήρηση της υψηλής και άδικης φορολογίας που τον συντηρεί και καταστρέφει τους παραγωγικούς Έλληνες. Η Τρόικα επιχειρεί να εφαρμόσει και στην Ελλάδα μια λανθασμένη δημοσιονομική εξυγίανση αμιγώς κεϋνσιανής εμπνεύσεως, που συνίσταται σε άμεση δημοσιονομική προσαρμογή με μείωση των ελλειμμάτων, η οποία επιτυγχάνεται κυρίως με την αύξηση των φορολογικών εσόδων και όχι με τη μείωση των κρατικών δαπανών. Αλλά έτσι, ακόμη κι αν καταφέρουν να αυξήσουν τα έσοδα –πράγμα για το οποίο αμφιβάλλω– τα ελλείμματα δεν πρόκειται να μειωθούν, απλώς κουκουλώνονται. Με την επιβολή εξοντωτικής φορολογίας όμως σε συνδυασμό με την αδυναμία προώθησης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων σε όλους τους τομείς, εξαιτίας, όπως είπαμε, των λυσσαλέων αντιδράσεων των οργανωμένων και βολεμένων φοροφαγάδων του Δημοσίου, καταλήγουμε σε περαιτέρω μείωση του διαθέσιμου λαϊκού εισοδήματος, σε εξόντωση των παραγωγικών Ελλήνων και εν τέλει σε ακόμη μεγαλύτερη ύφεση και σε βεβαία κοινωνική έκρηξη. Υπό την έννοια αυτή, η Τρόικα είναι συνυπεύθυνη για την παρατεταμένη ύφεση, αφού ρίχνει όλο το βάρος της προκειμένου να καλυφθούν τα ελλείμματα στην αύξηση των φόρων και όχι στη μείωση των δαπανών. Και είναι επίσης συνυπεύθυνη με την κυβέρνηση στην μη υλοποίηση των μεγάλων διαρθρωτικών αλλαγών που συμφωνήσαμε ως χώρα με τους δανειστές μας, αφού με τις μέχρι σήμερα έντεχνα διατυπωμένες εκθέσεις της επιτρέπει την εκταμίευση των ποσών που χρειάζεται η κυβέρνηση όχι για να προλάβει να υλοποιήσει μεταρρυθμίσεις αλλά για να κερδίσει χρόνο για την αναβολή τους.
Επαναλαμβάνω, το ζητούμενο είναι η οικονομική ανάκαμψη και η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της χώρας που θα επιτρέψει την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των διεθνών αγορών στην ελληνική οικονομία. Για να συμβεί κάτι τέτοιο πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η ευθύνη των μεγάλων διαρθρωτικών αποφάσεων και της εφαρμογής τους ανήκει σε μας και όχι στους ξένους δανειστές μας.
Η διαχειρισιμότητα του χρέους μας έχει να κάνει αφενός με το να πάψουμε να σπαταλούμε τα λεφτά που με τον ιδρώτα τους δημιουργούν οι παραγωγικοί Έλληνες και αφετέρου με την επαναλειτουργία της ελληνικής οικονομίας και τον στρατηγικό αναπροσανατολισμό της. Και χωρίς το δεύτερο το πρώτο δεν είναι αρκετό, χωρίς δηλαδή σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης, οι οποίοι θα εξασφαλιστούν με ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις που θα κατοχυρώσουν και θα αυξήσουν συγχρόνως το επενδυτικό αντικείμενο, το χρέος δεν είναι βιώσιμο.
Θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι, για όσους λόγους αναφέρθηκαν, χωρίς μια αλλαγή του αξιακού πλαισίου των πολιτών, ώστε αυτοί να εμπιστευτούν τις παραγωγικές δυνάμεις και το πρότυπο του ελεύθερου δρώντα πολίτη και όχι το αναποτελεσματικό, γραφειοκρατικό και διεφθαρμένο κράτος, ακόμη κι αν μια αόρατη δύναμη διέγραφε το σύνολο του ελληνικού χρέους ως διά μαγείας, η ελληνική οικονομία θα είχε τα ίδια χάλια όπως και πριν και θα παρέμενε διεθνώς ελάχιστα ανταγωνιστική.


* Το άρθρο του Τάσου Αβραντίνη δημοσιεύτηκε στις 3/7/2013 στο http://www.capital.gr/News.asp?id=1828274

Δευτέρα 3 Ιουνίου 2013

Η Δράση μπορεί ν΄αλλάξει τις ισορροπίες

Μας περιμένει σκληρή δουλειά στη Δράση. Πρέπει να εκφράσουμε όσους δεν εκπροσωπούνται στο κοινοβούλιο. Το 30% περίπου του πληθυσμού, το πιο παραγωγικό και δυναμικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας πληρώνει φόρους για να συντηρεί το σπάταλο, υπετροφικό, κομματικό και απολύτως διεφθαρμένο δημόσιο, τους κρατικοδίαιτους επιχειρηματίες και τις ομάδες των ειδικών συμφερόντων που διατηρούν στο ακέραιο τα προνόμιά τους.
Εξαιτίας της άρνησης του κομματικού κατεστημένου να μειώσει το κράτος, μέσα σε δυόμισι χρόνια 900 χιλ. εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα οδηγήθηκαν στην ανεργία.
Η φοροεπιδρομή του κράτους στο εισόδημα των ελλήνων θα συνεχιστεί με αμείωτη ένταση φέτος και τα επόμενα δύο χρόνια. Παγιώνονται οι "έκτακτοι" φόροι, φορολογείται εξαντλητικά η ακίνητη περιουσία, διατηρούνται οι φορολογικοί συντελεστές σε υψηλά επίπεδα. Η φορολογία καταστρέφει την ελληνική οικονομία και τρέφει την παραοικονομία.
Η κυβέρνηση ανακοινώνει -σωστά- μέτρα εναντίον των φοροφυγάδων αλλά δεν κάνει τίποτε εναντίον των πελατών της, φοροφαγάδων.
Άμεσοι και έμμεσοι συνεργοί της κυβέρνησης σ΄αυτό το έγκλημα η μείζων και ελάσσων αντιπολίτευση και η Τρόϊκα που ανέχεται την κοροϊδία του πολιτικού συστήματος και των προσοδοθηρικών ομάδων που το στηρίζουν.
Η σοσιαλδημοκρατικής έμπνευσης συνταγή Κυβέρνησης -Τρόϊκας αυξάνουμε τους φόρους και δεν μειώνουμε το "δικό" μας κράτος έχει ήδη αποτύχει.

Ο ΟΟΣΑ προβλέπει ότι το 2013 το ΑΕΠ της χώρας θα μειωθεί κατά 4,8% και το 2014 κατά 1,2%. Ως προς την πρόβλεψη για το 2013 συμφωνεί με τον ΟΟΣΑ και η Τράπεζα της Ελλάδος ενώ στην έκθεσή της προβλέπει θετικούς ρυθμούς αναπτύξεως για το 2014. Με την πρόβλεψη αυτή -της ΤτΕ- συμφωνεί και ο κ. Στουρνάρας.
Η χώρα είτε με την αισιόδοξη (ΤτΕ, Στουρνάρας) είτε με την απαισιόδοξη άποψη (ΟΟΣΑ) θα έχει χάσει μέσα σε μια τετραετία το 25% του ΑΕΠ της και η ανεργία θα αγγίζει το 30% (ή με άλλες κουβέντες ένα χαμένο ΑΕΠ μέσα σε μια τριετία) αποτελώντας το υπ΄αριθ. ένα κοινωνικό πρόβλημα.
Εξαιτίας της δυσβάστακτης φορολογίας και του μεγέθους του αντιπαραγωγικού δημοσίου τομέα η οικονομία συρρικνώνεται δραματικά και η παραοικονομία ενισχύεται κι άλλο.
Για να ανακάμψει η χώρα πρέπει να συμβούν σωρευτικά τα ακόλουθα:
α) να μειωθεί σημαντικά το μέγεθος του κράτους, η απίστευτη πολυνομία και να αρθούν ταυτόχρονα όλα τα γραφειοκρατικά εμπόδια στη ζωή των πολιτών και των επιχειρήσεων. Εάν η γραφειοκρατία αντιστέκεται θα πρέπει να παρακάμπτεται.
β) Να μειωθούν σημαντικά οι φόροι, να απλοποιηθεί το φορολογικό σύστημα και να δοθούν κίνητρα μηδενικής φορολογίας για μια δεκαετία σε κάθε νέα επένδυση.
γ) Να αρθούν οι κανονιστικές ρυθμίσεις στην αγορά εργασίας που καθιστούν τις προσλήψεις και τις απολύσεις ακριβές για τις επιχειρήσεις.
δ) Να εγγυηθεί με τρόπο αποτελεσματικό το κράτος όλες τις άμεσες επενδύσεις στη χώρα παρέχοντας ακόμη και εμπράγματη ασφάλεια στους επενδυτές.


Οι δύο κανόνες

                              Από τα διδάγματα της ιστορίας μπορούμε να κατανοήσουμε τη σημασία που έχουν τα καλά δημόσια οικονομικά για την...