Παρασκευή 30 Ιουνίου 2017

ΦΟΡΟΙ ΜΕΧΡΙ ΤΕΛΙΚΗΣ ΧΡΕΟΚΟΠΙΑΣ*

Η μελέτη του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών Μάρκος Δραγούμης για την Ημέρα Φορολογικής Ελευθερίας είναι αποκαλυπτική του προβλήματος που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία εξαιτίας των φόρων. Ο μέσος έλληνας φορολογούμενος εργάζεται μέχρι και τις 23 Ιουλίου αποκλειστικά για να πληρώνει φόρους και ασφαλιστικές εισφορές. Η Ελλάδα κατατάσσεται στις χώρες με τη μεγαλύτερη συνολική φορολογική επιβάρυνση των πολιτών της, χωρίς να υπάρχει η στοιχειώδης ανταποδοτικότητα του κράτους προς αυτούς. 
Οι δυσβάστακτοι φόροι επηρεάζουν όμως αρνητικά τα κίνητρα των ατόμων για οικονομική δραστηριοποίηση. Η φορολογία αποτελεί τμήμα του κόστους μιας οικονομίας. Οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές μιας χώρας είναι ένα από τα σημαντικά εμπόδια στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων και η καλύτερη επιδότηση της οικονομίας μιας άλλης χώρας που επιλέγει τη χαμηλή φορολογία.
Τι δείχνουν τα στοιχεία; Δέκα χρόνια πριν (2007) το ΑΕΠ της χώρας ήταν 223,2 δισ. ευρώ. Το σύνολο των φόρων που εισέπραξε τότε το κράτος ανήλθε σε 48,6 δισ. ευρώ. Ως ποσοστό του ΑΕΠ τα φορολογικά έσοδα κυμαίνονταν στο 21,7%.
Το 2017 το ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα κυμανθεί περίπου στα 178 δισ. ευρώ. Το σύνολο των φόρων που πρόκειται να εισπράξει το κράτος εκτιμάται σε 51 δισ. ευρώ. Δηλαδή, ως ποσοστό του ΑΕΠ θα είναι στο 28,65%. 
Ετσι το 2017 οι φορολογούμενοι θα πληρώσουν 2,5 δισ. ευρώ περισσότερους φόρους από όσους πλήρωσαν το 2007, όταν το ΑΕΠ της χώρας σε σύγκριση με τη χρονιά εκείνη έχει μειωθεί σήμερα κατά 45,2 δισ. ευρώ.
Την ίδια στιγμή ο βασικός υπεύθυνος για την οικονομική χρεοκοπία της χώρας, ο δημόσιος τομέας μεγαλώνει. Oι πρωτογενείς δαπάνες της γενικής κυβέρνησης, ως ποσοστό του ΑΕΠ, το 2016 παρουσίασαν αύξηση σε σχέση με το 2015 (55% από 51,8%). 
Το συμπέρασμα είναι ότι ο μόχθος και το υστέρημα κάθε φορολογούμενου, αντί να διοχετεύεται στην παραγωγή και να τροφοδοτεί την ανάπτυξη, καταληστεύεται από το αδηφάγο κράτος για να συντηρείται ένα ξεπερασμένο μοντέλο κρατικής οργάνωσης και λειτουργίας.

Ομως με την αφαίρεση πόρων από την παραγωγική οικονοµία για να συντηρηθεί η αντιπαραγωγική και απαρχαιωμένη κρατική μηχανή δεν παράγεται τίποτε, επενδύσεις δεν γίνονται και οι θέσεις εργασίας θα συνεχίσουν να χάνονται. Ταυτόχρονα οι τράπεζες συνεχίζουν να αποστερούνται καταθέσεις που χρειάζονται για να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία αφού αυτές χρησιμοποιούνται πλέον για την πληρωμή των φόρων, ενώ λίγοι αντιλαμβάνονται ότι ένα μεγάλο ιδιωτικό χρέος μέρα με την ημέρα δημιουργείται όταν οι πολίτες και οι επιχειρήσεις αναγκάζονται να δανείζονται με εξοντωτικά επιτόκια για να πληρώσουν τις υποχρεώσεις τους στο κράτος.
Οσο δεν μειώνονται δραστικά το κράτος και η φορολογία, η ανάπτυξη θα παραμένει όνειρο απατηλό και η οικονομία θα παραμένει εγκλωβισμένη στον φαύλο κύκλο της ύφεσης, που προκαλείται από την εξοντωτική φορολογία όσων ακόμη παράγουν.Η μελέτη του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών Μάρκος Δραγούμης για την Ημέρα Φορολογικής Ελευθερίας είναι αποκαλυπτική του προβλήματος που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία εξαιτίας των φόρων. Ο μέσος έλληνας φορολογούμενος εργάζεται μέχρι και τις 23 Ιουλίου αποκλειστικά για να πληρώνει φόρους και ασφαλιστικές εισφορές. Η Ελλάδα κατατάσσεται στις χώρες με τη μεγαλύτερη συνολική φορολογική επιβάρυνση των πολιτών της, χωρίς να υπάρχει η στοιχειώδης ανταποδοτικότητα του κράτους προς αυτούς. 
Οι δυσβάστακτοι φόροι επηρεάζουν όμως αρνητικά τα κίνητρα των ατόμων για οικονομική δραστηριοποίηση. Η φορολογία αποτελεί τμήμα του κόστους μιας οικονομίας. Οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές μιας χώρας είναι ένα από τα σημαντικά εμπόδια στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων και η καλύτερη επιδότηση της οικονομίας μιας άλλης χώρας που επιλέγει τη χαμηλή φορολογία.
Τι δείχνουν τα στοιχεία; Δέκα χρόνια πριν (2007) το ΑΕΠ της χώρας ήταν 223,2 δισ. ευρώ. Το σύνολο των φόρων που εισέπραξε τότε το κράτος ανήλθε σε 48,6 δισ. ευρώ. Ως ποσοστό του ΑΕΠ τα φορολογικά έσοδα κυμαίνονταν στο 21,7%.
Το 2017 το ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα κυμανθεί περίπου στα 178 δισ. ευρώ. Το σύνολο των φόρων που πρόκειται να εισπράξει το κράτος εκτιμάται σε 51 δισ. ευρώ. Δηλαδή, ως ποσοστό του ΑΕΠ θα είναι στο 28,65%. 
Ετσι το 2017 οι φορολογούμενοι θα πληρώσουν 2,5 δισ. ευρώ περισσότερους φόρους από όσους πλήρωσαν το 2007, όταν το ΑΕΠ της χώρας σε σύγκριση με τη χρονιά εκείνη έχει μειωθεί σήμερα κατά 45,2 δισ. ευρώ.
Την ίδια στιγμή ο βασικός υπεύθυνος για την οικονομική χρεοκοπία της χώρας, ο δημόσιος τομέας μεγαλώνει. Oι πρωτογενείς δαπάνες της γενικής κυβέρνησης, ως ποσοστό του ΑΕΠ, το 2016 παρουσίασαν αύξηση σε σχέση με το 2015 (55% από 51,8%). 
Το συμπέρασμα είναι ότι ο μόχθος και το υστέρημα κάθε φορολογούμενου, αντί να διοχετεύεται στην παραγωγή και να τροφοδοτεί την ανάπτυξη, καταληστεύεται από το αδηφάγο κράτος για να συντηρείται ένα ξεπερασμένο μοντέλο κρατικής οργάνωσης και λειτουργίας.

Ομως με την αφαίρεση πόρων από την παραγωγική οικονοµία για να συντηρηθεί η αντιπαραγωγική και απαρχαιωμένη κρατική μηχανή δεν παράγεται τίποτε, επενδύσεις δεν γίνονται και οι θέσεις εργασίας θα συνεχίσουν να χάνονται. Ταυτόχρονα οι τράπεζες συνεχίζουν να αποστερούνται καταθέσεις που χρειάζονται για να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία αφού αυτές χρησιμοποιούνται πλέον για την πληρωμή των φόρων, ενώ λίγοι αντιλαμβάνονται ότι ένα μεγάλο ιδιωτικό χρέος μέρα με την ημέρα δημιουργείται όταν οι πολίτες και οι επιχειρήσεις αναγκάζονται να δανείζονται με εξοντωτικά επιτόκια για να πληρώσουν τις υποχρεώσεις τους στο κράτος.
Οσο δεν μειώνονται δραστικά το κράτος και η φορολογία, η ανάπτυξη θα παραμένει όνειρο απατηλό και η οικονομία θα παραμένει εγκλωβισμένη στον φαύλο κύκλο της ύφεσης, που προκαλείται από την εξοντωτική φορολογία όσων ακόμη παράγουν.

* Δημοσιεύθηκε στα ΝΕΑ στις 29.6.2017 
http://www.tanea.gr/opinions/all-opinions/article/5456021/foroi-mexri-telikhs-xreokopias/ 

Ευρωπαϊκή άνοιξη ελευθερίας με γαλλικό άρωμα*

Το αποτέλεσμα των γαλλικών βουλευτικών εκλογών σε συνδυασμό με τη νίκη Μακρόν στις προεδρικές εκλογές είναι ιδιαίτερα σημαντικό για το μέλλον της Γαλλίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με τον δεύτερο γύρο των βουλευτικών εκλογών στη Γαλλία ολοκληρώθηκε μια σειρά εκλογικών αναμετρήσεων σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες που ξεκίνησε πριν από ένα περίπου χρόνο. Σε όλες αυτές τις εκλογικές αναμετρήσεις οι αντιευρωπαϊκές –όχι απλώς ευρωσκεπτικιστικές‒ πολιτικές δυνάμεις φάνταζαν προεκλογικά αρκετά ισχυρές να διεκδικήσουν την εξουσία με κυβερνητικό πρόγραμμα που αμφισβητούσε ευθέως τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.

Το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος εισήγαγε την Ευρωπαϊκή Ένωση σε μια νέα εποχή αβεβαιότητας και ενίσχυσε ακόμη περισσότερο την πολιτική νομιμοποίηση ακραίων κομμάτων της δεξιάς και αριστεράς σε όλη την Ε.Ε. Είχε ωστόσο κι ένα θετικό αποτέλεσμα. Ο κίνδυνος διάλυσης της Ε.Ε. αφύπνισε ένα ετερόκλητο ‒σε κάθε περίπτωση‒ πανευρωπαϊκό ρεύμα φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων που για πρώτη φορά μετά το δημοψήφισμα στο Ηνωμένο Βασίλειο συναισθάνθηκαν ότι η ενωμένη Ευρώπη δεν είναι δεδομένη κι ότι ο εφιάλτης του μεσοπολέμου με την επικράτηση του ολοκληρωτισμού στην πλειονότητα των ευρωπαϊκών χωρών θα μπορούσε να επιστρέψει. Η εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ έστειλε μια ακόμη προειδοποίηση στους ευρωπαίους πολίτες για το μέλλον της Ένωσης. Η Ευρώπη μόνο ενωμένη μπορεί να αντιμετωπίσει τις οικονομικές προκλήσεις του διεθνούς ανταγωνισμού και τους κινδύνους που απειλούν τη δημοκρατία.

Τα αποτελέσματα των εκλογών στην Ισπανία, την Ολλανδία και την Αυστρία έδειξαν ότι οι ευρωπαίοι ψηφοφόροι έλαβαν σοβαρά υπόψη τους την προειδοποίηση και εξακολουθούν να εμπιστεύονται την ευρωπαϊκή ιδέα και τα θεμέλιά της, την ελεύθερη οικονομία, τα δικαιώματα του ατόμου και τους δημοκρατικούς θεσμούς. Η μεγάλη ελπίδα των αντιευρωπαϊκών κομμάτων των άκρων και του λαϊκισμού για τη «μεγάλη ανατροπή» παρέμεναν πλέον οι εκλογές στη Γαλλία, κυρίως οι προεδρικές της άνοιξης. Και δυνατά πουλέν οι Μελανσόν και Λεπέν, με ιδανικό σενάριο για τον πρώτο να περάσει μαζί με τη Λεπέν στον δεύτερο γύρο, κάτι που θα του εξασφάλιζε με μαθηματική βεβαιότητα και την εκλογή.

Πράγματι στις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις για πρόεδρο και κοινοβούλιο στη Γαλλία συντελέστηκε ιστορική ανατροπή, αλλά όχι αυτή που ανέμεναν οι δυνάμεις του αριστερού και δεξιού λαϊκισμού. Υπήρξε πραγματική ανατροπή του πολιτικού σκηνικού το οποίο διαμορφώθηκε στη χώρα από το Μάη του 1968 μέχρι σήμερα, περίοδο που σημαδεύτηκε από την σχεδόν απόλυτη κυριαρχία σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο των ιδεών του σοσιαλκρατισμού και της σοσιαλμανίας.
Η επικράτηση του κινήματος Μακρόν και η αξιοπρεπής εμφάνιση των κομμάτων της κεντροδεξιάς δημιουργεί τις στέρεες βάσεις για την εφαρμογή ενός μετριοπαθούς μεταρρυθμιστικού προγράμματος που δίνει έμφαση μεταξύ άλλων στην οικονομική ελευθερία, τη διεύρυνση των ευρωπαϊκών θεσμών, την άρση των αναχρονιστικών κανονιστικών ρυθμίσεων που ταλανίζουν δεκαετίες τη Γαλλική οικονομία, τη μείωση των φόρων και τον περιορισμό του κράτους. Δεν είναι τυχαίο ότι το κόμμα του Μακρόν εντάχθηκε αμέσως στην ευρωπαϊκή συμμαχία φιλελεύθερων και δημοκρατών (ΑLDE). Είναι νωρίς και επιπόλαιο βεβαίως να ισχυριστούμε ότι η Γαλλία του Μακρόν θα επιστρέψει στην ατομοκεντρική και αντικρατικιστική γαλλική παράδοση του Διαφωτισμού. Ωστόσο η συνεργασία των δυνάμεων του μεταρρυθμιστικού κέντρου, των φιλελεύθερων και της ευρωπαϊκής δεξιάς είναι το πρώτο και αποφασιστικό βήμα για κάτι τέτοιο.

Οι δυσκολίες που θα συναντήσει το κίνημα Μακρόν και ο ίδιος είναι πολλές. Κατεστημένες νοοτροπίες και κυρίαρχοι μύθοι δεκαετιών, ισχυρά συντεχνιακά συμφέροντα, μια καλά οργανωμένη γραφειοκρατία, τα κόμματα, οι πολιτικοί, ου μην αλλά και οι κρατικοδίαιτοι Γάλλοι επιχειρηματίες, συνθέτουν το αντιδραστικό μέτωπο –κάτι μας θυμίζει στην Ελλάδα‒ εναντίον των μεγάλων αλλαγών που χρειάζεται η Γαλλία για να μπορέσει να πρωταγωνιστήσει με εξωστρέφεια στην Ευρώπη. Δεν είναι άλλωστε λίγοι αυτοί που ταυτίζουν τη Γαλλία με την πιο κρατικιστική και παρωχημένη εκδοχή δυτικής δημοκρατίας. Αυτή είναι αναντιρρήτως η μία όψη της γαλλικής πραγματικότητας. Δεν είναι όμως η μόνη. Η δυναμική του μετώπου που υποστηρίζει –ή ίσως ανέχεται‒ τον Μακρόν έχει βαθιές ρίζες στη γαλλική κοινωνία κι εκφράζεται σήμερα από τα πιο δυναμικά και εξωστρεφή στρώματά της. Μη μας διαφεύγει ότι ο φιλελευθερισμός ακόμη κι αν δεν γεννήθηκε στη Γαλλία, στη χώρα αυτή μεγαλούργησε.

Στη Γαλλία από την εποχή των μεγάλων διαφωτιστών διανοουμένων, των εγκυκλοπαιδιστών, του Κοντορσέ, των μεγάλων φυσιοκρατών οικονομολόγων Γκουρναί, Κενέ, Νεμούρ, Τυργκό, Βογέρ κ.ά., του Μπενζαμίν Κονστάν και της Ζερμαίν Ζαέλ, του Τοκβίλ, του Μπαστιά, του Ζαν Μπατίστ Σέυ, του Ζακ Ρυφ, του Εντμόν Μαλενβώ, του Ραϋμόν Αρόν, του Μπερτράν ντε Ζουβενέλ, του Φρανσουά Ρεβέλ, του Γκυ Σορμάν, του Ραϋμόν Μπαρ και πολλών ακόμη, συναντάς μια φιλελεύθερη ‒οικονομική και πολιτική‒ παράδοση που ποτέ δεν έχει διακοπεί μέχρι σήμερα, ακόμη και τις πιο σκοτεινές περιόδους του σοσιαλκρατισμού. Οι Γάλλοι φιλελεύθεροι άντεξαν στη διάρκεια του 20ού αιώνα την ιδεολογική και πολιτική πίεση που άσκησαν στη χώρα του Αστερίξ οι ιδέες του αριστερού και δεξιού απολυταρχισμού και του κρατισμού και κράτησαν αναμμένο το φως της ελευθερίας.

Ας μην ξεχνάμε ότι στη δεκαετία του 1930, όταν οι ολοκληρωτικές ιδέες κυριαρχούσαν ‒με εκλογές ή πραξικοπήματα‒ στις περισσότερες χώρες της ευρωπαϊκής ηπείρου, η Γαλλία ήταν μια από τις ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις χωρών που εκλογικά αποδοκίμασαν με σταθερότητα τον φασισμό και τον κομμουνισμό και κατάφερε να παραμείνει ανοιχτή κοινωνία. Και στη δεκαετία του ’70 ήταν οι γάλλοι νέοι φιλόσοφοι Μπερνάρ Ανρί Λεβύ, Αντρέ Γκλυσκμάν, Ζαν Πωλ Ντολέ, Κριστιάν Ζαμπέ κ.ά. που αποδόμησαν σε θεωρητικό επίπεδο όσο κανείς άλλος τον μαρξισμό, προερχόμενοι μάλιστα όλοι από την αριστερά.
Στους Γάλλους πολίτες συναντάς μια έστω και ενδόμυχη προτίμηση προς την ελευθερία, ένα ισχυρό ηθικό συναίσθημα κατά των ολοκληρωτικών θεωριών και των πολιτικών άκρων.

Τα αποτελέσματα των γαλλικών εκλογών επιβεβαίωσαν τη νέα στροφή της Γαλλίας προς τη φιλελεύθερη δημοκρατία και διέψευσαν εκκωφαντικά τους μόνιμους προφήτες-αναλυτές της «μεγάλης ανατροπής» που πρόκειται από δεκαετία σε δεκαετία να ...συμβεί και του επερχόμενου αναπόφευκτα μαρξιστικού παραδείσου.

Προς απόδειξη παραθέτω τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία από το 1974 μέχρι σήμερα και αφήνω τα συμπεράσματα στους αναγνώστες:

Το 1974 ο συνασπισμός σοσιαλιστών-κομμουνιστών με ηγέτη το Μιτεράν συγκέντρωσε 43,25% και μαζί με άλλα μικρά αριστερά σχήματα η αριστερά κάθε εκδοχής έφθασε το 47,9%.
Το 1981 όλα τα αριστερά κόμματα συγκέντρωσαν 24,8% και οι σοσιαλιστές του Μιτεράν 25,85%. Σύνολο 50,5%.
Το 1988 όλα τα αριστερά σχήματα συγκέντρωσαν 15% και οι σοσιαλιστές του Μιτεράν 34,1%. Σύνολο 49,1%
Το 1995 όλα τα αριστερά σχήματα συγκέντρωσαν 14% και οι σοσιαλιστές του Ζοσπέν 23,3%. Σύνολο 37,3%
Το 2002 όλα τα αριστερά σχήματα συγκέντρωσαν 21,3% και οι σοσιαλιστές του Ζοσπέν 16,18%. Σύνολο 37,5%
Το 2007 όλα τα αριστερά σχήματα συγκέντρωσαν 10,3% και οι σοσιαλιστές της Ροαγιάλ 25,87%. Σύνολο 36,2%
Το 2012 όλα τα αριστερά σχήματα συγκέντρωσαν 15,1% και οι σοσιαλιστές του Ολάντ 28,63%. Σύνολο 43,8%
Το 2017 όλα τα αριστερά σχήματα συγκέντρωσαν 21,3% και οι σοσιαλιστές του Αμόν 6,4%. Σύνολο 27,7%.
Ποιες ήταν αντιστοίχως οι επιδόσεις της κεντροδεξιάς; Παραδοσιακά στη Γαλλία, ανεξάρτητα από την ονομασία, υπήρχαν δύο ισχυρά αστικά κόμματα, ένα κεντροδεξιό κι ένα συντηρητικό, το γκωλικό κόμμα. Στις προεδρικές εκλογές συμμετείχαν σχεδόν πάντα και κάποιοι ακόμα ανεξάρτητοι υποψήφιοι προερχόμενοι από την κεντροδεξιά ή την γκωλική δεξιά. Το σκηνικό επαναλήφθηκε και στις τελευταίες εκλογές. Τους κεντρώους εκπροσώπησε ο Μακρόν και τους συντηρητικούς δεξιούς ο Φιγιόν.

Το 1974, ο Ζισκάρ Ντ’ Εστέν εκπροσωπούσε τους κεντρώους και ο Ζακ Ντελμάς τους γκωλικούς. Έλαβαν αντίστοιχα 32,6% και 15,11% και μαζί με τον Ρογέρ 48,9%.

Το 1981, ο Ζισκάρ Ντ’ Εστέν έλαβε 28,3% και ο Ζακ Σιράκ 18%. Συνολικά οι τέσσερις κεντροδεξιοί και γκωλικοί συγκέντρωσαν 49,3%.
Το 1988, ο Ζακ Σιράκ έλαβε 19,94% και ο Ραϋμόν Μπαρ 16,55%. Συνολικά 36,5%.
Το 1995, ο Ζακ Σιράκ έλαβε 20,4% και ο Μπαλαντύρ 18,58%. Συνολικά οι τρεις κεντροδεξιοί και γκωλικοί συγκέντρωσαν 44,1%.
Το 2002, ο Ζακ Σιράκ έλαβε 19,88% και ο Μπαϋρού 6,8%. Συνολικά οι κεντροδεξιοί και γκωλικοί υποψήφιοι μαζί με τον εξαίρετο Αλαίν Μαντλέν συγκέντρωσαν 34%.
Το 2007, ο Σαρκοζύ έλαβε 31,2% και ο Μπαϋρού 18,57%. Συνολικά οι κεντροδεξιοί και συντηρητικοί συγκέντρωσαν το 52%.
Το 2012, ο Σαρκοζύ έλαβε 27,2% και ο Μπαϋρού 9,3%. Συνολικά οι κεντροδεξιοί και συντηρητικοί συγκέντρωσαν το 38,1%.
Το 2017 ο Μακρόν έλαβε 24% και ο Φιγιόν 20%. Συνολικά μαζί με τον Ντυπόν συγκέντρωσαν 48,7%.
Στις βουλευτικές εκλογές ο κεντρώος συνασπισμός των Μακρόν - Μπαϋρού έλαβε 32,33% και τα τρία δεξιά κόμματα 21,56%. Συνολικά 53,89%. Οι σοσιαλιστές και άλλα κόμματα της μετριοπαθούς ευρωπαϊκής αριστεράς 9,51%, το κόμμα του Μελανσόν μαζί με το ΓΚΚ 13,75% και η άκρα δεξιά 13,20%.
Από τα παραπάνω καθίσταται εμφανές ότι οι κεντρώες, φιλελεύθερες και κεντροδεξιές δυνάμεις αύξησαν τα ποσοστά τους τόσο στις προεδρικές όσο και στις βουλευτικές εκλογές, ενώ η αριστερά στο σύνολό της (Σοσιαλιστές, μετριοπαθής και οικολογική αριστερά, αντιευρωπαϊκή αριστερά και κομμουνιστές) συγκέντρωσε το μικρότερο ποσοστό περίπου των τελευταίων πενήντα (50) ετών.

Οι Γάλλοι, πιστοί στις ρίζες και στις παραδόσεις τους ψήφισαν τόσο για το καλό της Γαλλίας, όσο και για το καλό της ενωμένης Ευρώπης και της ελευθερίας.

* Δημοσιεύθηκε στις 26.6.2017στο liberal.gr. 
http://www.liberal.gr/arthro/147166/apopsi/arthra/europaiki-anoixi-eleutherias-me-galliko-aroma-.html

Η αλήθεια για τους συμβασιούχους: Το πελατειακό κράτος που όλοι αγαπούν*

Η ίδρυση του ΑΣΕΠ από τον Αναστάσιο Πεπονή με τον ν. 2190/1994 αποτελεί κορυφαία μεταρρυθμιστική επιλογή για τη μεταπολιτευτική Ελλάδα στη δημόσια διοίκηση. Αντικείμενο της ανεξάρτητης αρχής ορίστηκε η διενέργεια αδιάβλητων διαδικασιών για την πρόσληψη μονίμου προσωπικού και προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Κι ο καλύτερος νόμος έχει πάντοτε ελλείψεις κι αδύνατα σημεία. Έτσι και ο νόμος Πεπονή αρχικώς εξαιρούσε από την εφαρμογή του τις συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου και τις συμβάσεις έργου που συνάπτονταν με το Δημόσιο ή τον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Αυτό το τρωτό σημείο του νόμου ανακάλυψαν τα πανίσχυρα πελατειακά δίκτυα των κομμάτων και ξεκίνησαν τη φάμπρικα της επαναλαμβανόμενης κατάρτισης συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ή συμβάσεων έργου με τα ίδια πρόσωπα-τρόφιμους των κομματικών ή πολιτικών γραφείων για να τον παρακάμψουν. Οι συμβασιούχοι κατέληγαν να εργάζονται και να καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, μολονότι η φύση των σχέσεων με τις οποίες είχαν προσληφθεί προσιδίαζε σε προσωρινές ή ειδικές ανάγκες των φορέων τους. Το πελατειακό-κομματικό σύστημα με αγαστή σύμπνοια, ξεπερνώντας τα κομματικά σύνορα και βάζοντας στην μπάντα τους κομματικούς ανταγωνισμούς, στο θέμα αυτό ομονοούσε και έσπευδε κατά καιρούς ενταφιάζοντας την αξιοκρατία με ειδικές διατάξεις να μετατρέψει τις επαναλαμβανόμενες αυτές συμβάσεις σε ενιαία σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (ενδεικτικά αναφέρω το άρθρο 17 του ν. 2839/2000).
Η παράκαμψη της αρχής της αξιοκρατίας, με τον παραπάνω ωμό και προκλητικό τρόπο και οι συνεχείς αυστηρές παρατηρήσεις από τους ευρωπαίους εταίρους μας ενόψει και της 1999/70/ΕΚ Οδηγίας, οδήγησε τον συνταγματικό νομοθέτη στην αναθεώρηση του άρθρου 103 του Συντάγματος. Η αναθεώρηση ανύψωσε το ΑΣΕΠ σε συνταγματικώς προβλεπόμενη ανεξάρτητη αρχή και απαγόρευσε τη μετατροπή συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ή συμβάσεων έργου σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου. Ο σεβασμός της αξιοκρατίας και η γενναιότητα όμως έλειπαν πάντοτε από τα πολιτικά κόμματα που συμφώνησαν όλα ‒δεξιά, κεντρώα κι αριστερά‒ κουτοπόνηρα να προσθέσουν στην αναθεώρηση μια μεταβατική διάταξη στο Σύνταγμα που έδινε τη δυνατότητα για μια τελευταία μονιμοποίηση συμβασιούχων με επίχρισμα νομιμότητας. Μόνο που αυτή η τελευταία μονιμοποίηση αφορούσε 70.000 με 80.000 χιλιάδες συμβασιούχους! Τέτοιο διακομματικό συλλογικό ρουσφέτι με μια «πιστολιά» δεν ξαναγνώρισε η χώρα. Η τελευταία διάταξη που μετέτρεψε, νομοθετικά, συμβάσεις ορισμένου χρόνου σε αορίστου ήταν το άρθρο 11 του π.δ. 164/2004 (νόμος Παυλόπουλου), το οποίο εφάρμοσε τη μεταβατική διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 118 του Συντάγματος.
Το πολιτικό μας σύστημα όμως και με αυτό το συλλογικό έγκλημα δεν εκόρεσε τη δίψα του να παρακάμπτει την αξιοκρατία και να διορίζει κατά χιλιάδες στο Δημόσιο τα παιδιά του κομματικού σωλήνα. Αυτοί ήταν ο στρατός του και η ασπίδα του σε κάθε παρανομία του, χωρίς αυτούς θα έχανε τη δύναμή του. Έτσι η πρόσληψη προσωπικού με επαναλαμβανόμενες συμβάσεις ορισμένου χρόνου και μετά την έκδοση του νόμου Παυλόπουλου συνεχίστηκε παρά την εκ νέου θεσμοθέτηση περιορισμών (α. 6 ν. 2527/1997). Μόνο μετά τη θέση σε ισχύ του ν. 3812/2009, με τον οποίο υπήχθησαν στη διαδικασία του ΑΣΕΠ και οι προσλήψεις προσωπικού με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου και με σύμβαση έργου, σταμάτησε το φαινόμενο των επαναλαμβανόμενων προσλήψεων. Μεγάλο μέρος του προσωπικού που είχε προσληφθεί κατά τον τρόπο αυτόν, ιδίως μετά την έκδοση του π.δ. 164/2004, έχοντας κατά νου τις προηγούμενες μονιμοποιήσεις και παρακινούμενο από τους πολιτικούς και επιτήδειους δικηγόρους άσκησε αγωγές, ζητώντας να αναγνωρισθεί ότι η σχέση που εξ υπαρχής τους συνέδεε με τους αντίστοιχους φορείς του Δημοσίου ή του δημόσιου τομέα ήταν σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, δηλαδή ζητώντας στην πραγματικότητα την μετατροπή των συμβάσεών τους κατά παράκαμψη της σχετικής συνταγματικής απαγορεύσεως. Αλλά για κακή τύχη των ηθικών αυτουργών των αγωγών και των εναγόντων οι περισσότερες αγωγές απορρίφθηκαν από τα δικαστήρια, καθώς ασκήθηκαν μετά τη θέση σε ισχύ του ν. 3812/2009, σύμφωνα με τον οποίο δεν θα ήταν δυνατή η νεότερη πρόσληψή τους κατά παράκαμψη των διαδικασιών του ΑΣΕΠ και η μετατροπή συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ή συμβάσεων έργου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου κατά παράβαση του άρθρου 103 παρ. 8 του Συντάγματος (Άρειος Πάγος, Ολομ. 19/2007).
Παρ’ όλα αυτά το οργανωμένο έγκλημα –και τέτοιο είναι αυτό που παρακάμπτει το ΑΣΕΠ και την αρχή της αξιοκρατίας για να βολέψει τα δικά του παιδιά έναντι όσων ικανότερων δεν έχουν, ή η αξιοπρέπειά τους δεν τους επιτρέπει, να έχουν πρόσβαση στα πολιτικά γραφεία‒ συνέχισε να αναζητά μεθοδεύσεις για να παραβιάσει τον νόμο και το Σύνταγμα. Έτσι φορείς κυρίως της τοπικής αυτοδιοίκησης σε στενή συνεργασία με δικηγόρους των αντιδίκων τους προκειμένου να αποφύγουν να εκδικαστούν οι υποθέσεις τους από ανώτερα δικαστήρια ή τον Άρειο Πάγο κι αφού είχαν προηγουμένως παρακάμψει την τοπική αρμοδιότητα δικαστηρίων προκειμένου να βρουν βολικούς δικαστές, ανακάλυψαν το κόλπο να αποφασίζουν τα αρμόδια όργανα τους (Οικονομικές επιτροπές) την μη άσκηση ή την παραίτηση από ένδικα μέσα που είχαν υποχρέωση από τον νόμο να ασκήσουν κατά των παράνομων δικαστικών αποφάσεων. Οι μόνοι που προσπάθησαν να αντιδράσουν στις μεθοδεύσεις αυτής της οιονεί «εγκληματικής οργάνωσης» ήταν ο πρώην γενικός επιθεωρητής δημόσιας διοίκησης Λέανδρος Ρακιντζής και ο τότε υπουργός διοικητικής μεταρρύθμισης Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος επιχείρησε να υπερασπιστεί το Σύνταγμα και την αξιοκρατία με νομοθετική πρωτοβουλία που έδινε τη δυνατότητα ανατροπής όλων των παράνομων αποφάσεων των φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης. Δυστυχώς τα πράγματα άλλαξαν μόλις ανέλαβε την εξουσία η κυβέρνηση Τσίπρα, άλλως του «ηθικού πλεονεκτήματος» της αριστεράς. Ο παμπόνηρος υπουργός Κατρούγκαλος φρόντισε χωρίς χρονοτριβή να αμνηστεύσει τους εγκληματίες αιρετούς –κομματικούς‒ εκπροσώπους των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, τους υπαλλήλους των υπηρεσιών δημοσιονομικού ελέγχου και τους ηθικούς αυτουργούς τους με τη φωτογραφική διάταξη του άρθρου 39 του ν. 4325/2015.
Η κυβέρνηση Τσίπρα όμως δεν αρκέστηκε μόνο στην αμνήστευση του παραπάνω συλλογικού σκανδάλου, στο οποίο ούτως ή άλλως είχε ως κόμμα ο ΣΥΡΙΖΑ συμπράξει. Σκέφθηκε ότι θα ήταν καλό να το επαναλάβει ξανά –ακόμα χειρότερα‒ δια της νομοθετικής οδού. Με το άρθρο 16 του ν. 4429/2016 η κυβέρνηση Τσίπρα παρέτεινε τη διάρκεια των συμβάσεων ορισμένου χρόνου (οκταμήνων) εργαζομένων στους δήμους. Εμπόδιο στις αντισυνταγματικές μεθοδεύσεις της κυβέρνησης στάθηκε όμως το Ελεγκτικό Συνέδριο, το οποίο με την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειάς του έκρινε, όπως άλλωστε και η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, ότι οι παρατάσεις των συμβάσεων προσκρούουν στο Σύνταγμα και στον νόμο, καθώς επίσης ότι είναι άκυρη και η πρόβλεψη του άρθρου 25 του ν. 4456/2017 για την πληρωμή των συμβασιούχων.
Έτσι σήμερα μετά και την απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου το διαχρονικό πρόβλημα της παράκαμψης των διαδικασιών του ΑΣΕΠ υπέρ των ευνοούμενων των πελατειακών-κομματικών δικτύων έχει λυθεί αμετάκλητα υπέρ της νομιμότητας. Αρκεί και το πολιτικό σύστημα να το συνειδητοποιήσει εγκαίρως για το καλό του Συντάγματος, της αξιοκρατίας αλλά και το δικό του.

* Δημοσιεύθηκε στις 23/6/2017 στο liberal.gr 

Δευτέρα 5 Ιουνίου 2017

Ένας ενοχλητικός καθηγητής*

Η Άγκελα Μέρκελ ίσιωσε τη ζακέτα της, έκανε ασυναίσθητα μια γκριμάτσα και άφησε το σώμα της να πέσει στην αναπαυτική πολυθρόνα του γραφείου της. Έμοιαζε αφηρημένη. Τα μάτια της έπεσαν για μια ακόμη φορά στο έγγραφο που μόλις είχε διαβάσει για δεύτερη φορά μέσα σε μια ώρα. Ασυναίσθητα και με μια φανερή απογοήτευση ήπιε μια γρήγορη γουλιά από τον πρωινό καφέ της που είχε αρχίσει να χάνει τη γεύση του. Η μέρα δεν είχε ξεκινήσει καλά και ο λόγος δεν ήταν ο βροχερός καιρός μέσα στο κατακαλόκαιρο. Οι σύμβουλοί της επί των δημοσκοπήσεων δεν της είχαν φέρει καλά νέα. Η τεράστια διαφορά που προηγείτο το Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα και οι σύμμαχοί του από τους σοσιαλδημοκράτες του Καγκελαρίου Γκέρχαρντ Σρέντερ στο τέλος Μαΐου είχε μέσα σε δεκαπέντε μέρες μειωθεί σχεδόν στο μισό.
Την περισυλλογή της διέκοψε το χτύπημα του εσωτερικού τηλεφώνου της. Επρόκειτο για το επόμενο ραντεβού μιας δύσκολης ομολογουμένως καλοκαιρινής μέρας. Η Άγκελα σκεφτόταν πως πιο δύσκολος ακόμη θα ήταν ο χειρισμός του ανθρώπου με τον οποίο είχε αμέσως τώρα συνάντηση.
Ο Πωλ Κίρχοφ μπήκε με γρήγορο βηματισμό στο μεγάλο επιβλητικό γραφείο και χαιρέτησε δια χειραψίας την υποψήφια Καγκελάριο. Από την πρώτη στιγμή διαισθάνθηκε την αλλαγή στη στάση της. Μολονότι αντάλλαξαν μερικές τυπικές κουβέντες για τον καιρό η Άγκελα απέφυγε πολλές φορές να τον κοιτάξει στα μάτια.
«Λοιπόν, μου ζητήσατε την αντίκρουση στην κριτική που άσκησε τις προηγούμενες μέρες το SPD. Εδώ έχω, όπως μου ζητήσατε, ένα αναλυτικό υπόμνημα για σας και την ομάδα πολιτικού σχεδιασμού και μια πιο συνοπτική εκδοχή του για την επικοινωνιακή ομάδα και όσους θα βγουν να μιλήσουν στα μέσα μαζικής ενημέρωσης ή θα κάνουν δημόσιες ομιλίες. Σας διαβεβαιώ ότι δεν μου ήταν καθόλου δύσκολο. Πέρα από τα συνθήματα και τις κραυγές περί κοινωνικής αδικίας ούτε ένα σημείο απ’ όσα υποστηρίζουν δεν τεκμηριώνεται με βάση τα νούμερα. Η πολιτική τους, όπως προκύπτει από τα δημοσιευμένα στοιχεία του δικού τους Υπουργείου Οικονομικών, οδηγεί τόσο σε τοπικό όσο και σε ομοσπονδιακό επίπεδο σε μεγάλη απώλεια εσόδων, χωρίς να κερδίζουμε τίποτε υπέρ των χαμηλών εισοδημάτων στο μέτωπο της κοινωνικής δικαιοσύνης. Για να μην αναφερθώ στη γραφειοκρατία του φορολογικού μας συστήματος και στην τεράστια φοροδιαφυγή που προκαλείται από τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές. Η υψηλή φορολογία του Γερμανικού κράτους με ανώτατο φορολογικό συντελεστή 47,5% είναι η καλύτερη πολιτική για να αυξήσουν τα κρατικά έσοδά τους το Λιχτενστάιν, η Ελβετία και το Λουξεμβούργο, αλλά και οι γειτονικές μας πρώην κομμουνιστικές χώρες. Πρόκειται για αφροσύνη. Στον Πίνακα V έχουμε μελετήσει τις θετικές επιπτώσεις για την οικονομία μας από τον επαναπατρισμό των κεφαλαίων των Γερμανών φορολογουμένων μόλις υιοθετηθεί ο ενιαίος φορολογικός συντελεστής.»
Ένα νευρικό και αμήχανο μειδίαμα σχηματίστηκε στο πρόσωπο της πρώτης γυναίκας υποψήφιας Καγκελαρίου στην ιστορία της Γερμανίας καθώς έβλεπε σχεδόν εκστασιασμένο τον εξηντάρη καθηγητή της Χαϊδελβέργης.
«Καθηγητά, φοβούμαι ότι κάναμε –μάλλον έκανα, γιατί δεν μπορώ να ρίξω σε σας το φταίξιμο‒ ένα μεγάλο λάθος. Δεν υπολόγισα το πόσο χαρισματικός λαϊκιστής είναι ο Σρέντερ, ο Στάινμπρουκ και το επιτελείο τους και πόσο αθεράπευτα επιρρεπής στον λαϊκισμό παραμένει η γερμανική κοινωνία. Μάλλον βιάστηκα να ανακοινώσω ότι σε περίπτωση εκλογικής μας νίκης ο επόμενος υπουργός Οικονομικών θα είστε εσείς. Από εκείνη τη στιγμή όλα τα επικοινωνιακά πυρά του SPD επικεντρώθηκαν στο πρόσωπό σας και στις ρηξικέλευθες το δίχως άλλο προτάσεις σας για την επιβολή αναλογικής φορολογίας και απλοποίησης του φορολογικού μας συστήματος.».
«Η απάντηση στο SPD, την Αριστερά και στους όχι λιγότερο κρατιστές του CDU είναι η εξής: Η πρότασή μας ξεκινά από την αποδεδειγμένη διαπίστωση ότι το Γερμανικό φορολογικό σύστημα είναι πολύπλοκο και γραφειοκρατικό, ίσως όχι τόσο πολύπλοκο όπως άλλων ευρωπαϊκών κρατών (Ελλάδας, Ιταλίας, Γαλλίας κ.λπ.), αλλά οπωσδήποτε μακριά από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ. Οι φορολογούμενοι καταντούν όμηροι εκατοντάδων δυσνόητων φορολογικών διατάξεων που μόνο ειδικοί μπορούν να ερμηνεύσουν. Αυτό επιφέρει σημαντική απώλεια παραγωγικού χρόνου για τους φορολογούμενους, οι οποίοι δεν μπορούν να κατανοήσουν τη λειτουργία του φορολογικού συστήματος. Σε συνδυασμό με τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές πολλοί αποθαρρύνονται από την ανάληψη επιχειρηματικού ρίσκου ή νέων επιχειρηματικών πρωτοβουλιών που θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας και πρόσθετο εγχώριο προϊόν.
Η πρότασή μας είναι απλή και κατανοητή. Για όλα τα εισοδήματα, ανεξαρτήτως ύψους και πηγής, καθιέρωση ενός ενιαίου συντελεστή 25% στη θέση των πολλών σημερινών συντελεστών. Για όλους τους φορολογουμένους καθορίζεται προσωπικό αφορολόγητο 8.000 ευρώ. Πέραν του ελάχιστου αυτού ποσού τα πρώτα 5.000 ευρώ θα φορολογούνται στο 60% και τα επόμενα 5.000 ευρώ θα φορολογούνται στο 80%, κάθε φορολογούμενος θα γνωρίζει ακριβώς τι φόρο πρέπει να πληρώσει χωρίς να ξέρει ανώτερα μαθηματικά, χωρίς τη συνδρομή ειδικών...».
Πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση του η Άγκελα Μέρκελ τον διέκοψε:
«Οι σύμβουλοι επικοινωνίας, καθώς και κάποιοι από το οικονομικό μας επιτελείο ισχυρίζονται ότι η πρόταση κάνει πολύ κακό στο κόμμα και στην εκλογική μας εκστρατεία. Είναι σαν να λέμε ότι χαρίζουμε λεφτά στους πλούσιους με μια πρόταση που κανένα σύγχρονο κράτος δεν έχει υιοθετήσει, και...».
Ο Κίρχοφ πετάχτηκε από την καρέκλα του φανερά εκνευρισμένος και διακόπτοντας τη συνομιλήτριά του παρατήρησε: «Ας ξεκινήσω από το τελευταίο επιχείρημα. Στο υπόμνημα που έχετε στα χέρια σας, αναφέρω τις χώρες όπου εφαρμόζεται αναλογική φορολογία. Διαβάζω: Εσθονία (21%), Ουγγαρία (16%), Λιθουανία (15%), Τσεχία (15% και 22%), Σλοβακία (19% και 25%), Καζακστάν (10%), Ρωσία (13%), Ουκρανία (15%), Λετονία (25%), Βουλγαρία (10%) κ.λπ.. Επίσης αρκετές πολιτείες των ΗΠΑ έχουν υιοθετήσει με επιτυχία αναλογική φορολογία, με αποτέλεσμα λόγω του φορολογικού ανταγωνισμού να προσελκύουν αρκετούς Αμερικανούς φορολογούμενους να εγκατασταθούν σ’ αυτές· μεταξύ άλλων σας αναφέρω το Κολοράντο, το Μίσιγκαν, την Αλμπέρτα, το Ιλινόις κ.ο.κ.
Πάμε στη δεύτερη παρατήρηση, χαρίζουμε λεφτά στους πλούσιους; Αυτοί που ισχυρίζονται κάτι τέτοιο δεν έχουν καμία σχέση με την οικονομική επιστήμη. Οι φόροι επηρεάζουν τα κίνητρα όλων μας, των φτωχών και των πλούσιων, όσων είναι ήδη στην αγορά και όσων σκέφτονται να ξεκινήσουν μια επιχειρηματική δραστηριότητα. Η οικονομική ανάλυση έχει αποδείξει ότι ο φορολογούμενος επενδύει καλύτερα τα χρήματά του σε σχέση με το κράτος. Η υψηλή φορολογία αποθαρρύνει τους ανθρώπους να επενδύσουν, να ρισκάρουν, να καινοτομήσουν. Τα ξένα κεφάλαια δεν επιλέγουν τη χώρα μας. Εξαιτίας των φόρων μειώνεται η αποταμίευση, η παραγωγική οικονομία στερείται τα χρήματα που χρειάζεται, όσοι είναι εργοδότες δεν προσλαμβάνουν περισσότερους εργαζόμενους, ενώ κάποιοι αποφασίζουν ότι δεν θέλουν καν να ανοίξουν μια επιχείρηση. Στο τέλος οι φόροι επιδρούν αρνητικά στην αύξηση των πραγματικών μισθών…».
«Ωστόσο ακόμη και δικά μας στελέχη ισχυρίζονται ότι οι πλούσιοι με την πρότασή σας θα πληρώσουν λιγότερα κι αυτό δεν είναι κοινωνικά δίκαιο…».
«Η Άγκελα έχει εισόδημα 100.000 ευρώ και ο Πωλ 10.000 ευρώ. Με τη σημερινή προοδευτική φορολογία η Άγκελα για 10 φορές μεγαλύτερο εισόδημα θα πληρώσει περίπου 218 φορές μεγαλύτερο φόρο εισοδήματος από τον Πωλ.
Με την πρότασή μας (flat tax) θα πλήρωνε 74 φορές μεγαλύτερο φόρο από τον Πωλ.
Στην πρώτη περίπτωση η έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης είναι απλώς μεταφυσική, καθώς στην πράξη εμποδίζεται η συσσώρευση κεφαλαίου, ενθαρρύνεται η φοροδιαφυγή, εγκαταλείπουν τη Γερμανία οι παραγωγικότεροι πολίτες…»
«Αυτά τα λέτε εσείς, κύριε καθηγητά, αλλά ρίξτε μια ματιά στις τελευταίες δημοσκοπήσεις. Ο κόσμος δεν έχει στο μυαλό του τις πληροφορίες που έχετε εσείς. Δεν μπορεί να αντιληφθεί ότι οι φόροι δεν αναπληρώνονται στις τσέπες των φορολογούμενων, ότι είναι αναντικατάστατα κεφάλαια της πραγματικής οικονομίας. Αισθάνομαι πολύ άσχημα αυτή τη στιγμή. Δεν θέλω στη ζωή μου να είμαι ανακόλουθη και…».
«Μην κουράζεστε, καταλαβαίνω πολύ καλά τη θέση σας. Μπορεί να με κάνει να θυμώνω λίγο, αλλά την κατανοώ. Δεν είμαι βέβαιος άλλωστε ότι θα ήμουν ο κατάλληλος Υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, τουλάχιστον για πολύ καιρό…».
«Δεν έχει να κάνει με την αξία σας, ίσως να θεωρείτε ότι σας αδικώ, ξέρετε όμως πόσο σας εκτιμώ ως επιστήμονα και…».
«Το ξέρω, για μένα ήταν πολύ μεγάλη τιμή να δεσμευθείτε ότι εάν εκλεγείτε θα μου αναθέσετε το χαρτοφυλάκιο του Υπουργού των Οικονομικών. Σας διαβεβαιώ επίσης ότι δεν θεωρώ πως αδικούμαι. Θα μπορούσα για τον ίδιο λόγο κι εγώ να αρνηθώ την προσφορά σας χωρίς να σας αδικώ. Έχω σημαντικές ακαδημαϊκές υποχρεώσεις που με περιμένουν».
Ο παραπάνω διάλογος δεν είναι πραγματικός. Τα γεγονότα όμως το καλοκαίρι του 2005 στη Γερμανία κάπως έτσι εκτυλίχθηκαν. Στις 18 Σεπτεμβρίου η Μέρκελ κέρδισε οριακά τις εκλογές, αφού προηγουμένως είχε απαλλαγεί από τον Πωλ Κίρχοφ και τις ενοχλητικές φιλελεύθερες ιδέες του. Δεν ξέρω ποιος από τους τρεις έχασε, η Μέρκελ, ο Κίρχοφ ή η Γερμανία.

* Δημοσιεύθηκε στο liberal.gr στις 2.6.2017
http://www.liberal.gr/arthro/142100/apopsi/arthra/enas-enochlitikos-kathigitis.html

Η πλάνη για τις επιχειρησιακές συμβάσεις*

Διαβάζουμε στη «Ναυτεμπορική» (25.5.2017) ότι στο πρώτο πεντάμηνο του 2017, όπως άλλωστε συνέβη και τα προηγούμενα χρόνια, στη συντριπτική τους πλειονότητα εργαζόμενοι και εργοδότες προτίμησαν να συνάψουν επιχειρησιακές συμβάσεις αντί για κλαδικές ή ομοιοεπαγγελματικές. Πιο συγκεκριμένα το 2017 υπογράφηκαν 127 επιχειρησιακές συμβάσεις, έναντι 9 κλαδικών και 4 ομοιοεπαγγελματικών.
H επιλογή των άμεσα ενδιαφερομένων είναι απολύτως ορθολογική και συμφέρουσα για τους ίδιους. Οι επιχειρησιακές συμβάσεις σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία και τις σχετικές με το θέμα μελέτες του ΟΟΣΑ (σε περισσότερες από 30 χώρες), έχουν θετικές επιπτώσεις στη ζωή μιας επιχείρησης και της οικονομίας καθώς βελτιώνουν την ικανότητα της επιχείρησης να διακρίνει, να ανταποκρίνεται και να επωφελείται από τις αλλαγές που συμβαίνουν στην αγορά, να προσαρμόζεται ταχύτερα σ’ αυτές, ενώ αυξάνουν τις δυνατότητες των επιχειρήσεων για καινοτομία και δημιουργικότητα. Ειδικότερα οι επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας:
  1. Βελτιώνουν τη λειτουργική ευελιξία της επιχείρησης, δηλαδή την προσαρμογή της οργάνωσης της επιχείρησης στις ανάγκες της παραγωγής.
  2. Διευκολύνουν την αριθμητική ευελιξία της επιχείρησης, δηλαδή μεταξύ άλλων την προσαρμογή του χρόνου εργασίας ανάλογα με τη ζήτηση των αγαθών ή υπηρεσιών που αυτή παράγει.
  3. Επιτρέπουν την ευελιξία των αμοιβών εργασίας, την συσχέτιση δηλαδή των αποδοχών με τα αποτελέσματα της επιχείρησης, την οικονομική συγκυρία, τις μεταβολές της παραγωγικότητας, την απόδοση των εργαζομένων κ.ο.κ.
  4. Καθιστούν τις επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζονται πιο ανταγωνιστικές, πιο ανθεκτικές στις εξωτερικές αρνητικές επιδράσεις.
  5. Ενώ αυξάνοντας τις διαθέσιμες θέσεις εργασίας βοηθούν στη μείωση της ανεργίας.
  6. Τέλος, σε αντίθεση με τους ελληνικούς συνδικαλιστικούς ή ιδεολογικούς μύθους οι επιχειρησιακές συμβάσεις βοηθούν στην οργάνωση των εργαζομένων στα πλαίσια της επιχείρησης που εργάζονται και όχι στην αποοργάνωσή τους (σε ατομικές συμβάσεις), καθώς προϋποθέτουν την ύπαρξη και λειτουργία επιχειρησιακού σωματείου.
Η ελληνική νομοθεσία μάλιστα προέβλεπε τη σύναψη επιχειρησιακών συμβάσεων με νόμο που ψήφισαν από κοινού ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου την εποχή της κυβέρνησης Ζολώτα (ν. 1876/1990). Το συνδικαλιστικό κατεστημένο της εποχής όμως σε αγαστή συνεργασία και συνεννόηση με το πολιτικό κατεστημένο υπονόμευσαν την εφαρμογή του μέτρου, κυρίως με τη νομοθετική θέσπιση της υπεροχής των κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών συμβάσεων έναντι των επιχειρησιακών. Έτσι υπό την προστατευτική ομπρέλα της εργατικής νομοθεσίας τα πανίσχυρα συνδικάτα εμπόδισαν την «ενηλικίωση» του συνδικαλιστικού κινήματος και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων σε μια χρονική περίοδο που η ελληνική οικονομία είχε ανάγκη και τα δύο για να ανακτήσει τμήμα της χαμένης ανταγωνιστικότητάς της.
Παρά την εύκολη ρητορική υπέρ των εργαζομένων και την ανάγκη δήθεν για προστασία τους οι συνδικαλιστικές ηγεσίες λειτούργησαν εις βάρος των εργαζομένων και υπέρ των προνομίων τους. Πολλές επιχειρήσεις έκλεισαν γιατί δεν μπορούσαν να προσαρμόσουν το μισθολογικό κόστος τους στις τρέχουσες οικονομικές δυνατότητές τους παρά το γεγονός ότι οι εργαζόμενοί τους ήταν διατεθειμένοι να συμφωνήσουν σε αναπροσαρμογή των αποδοχών τους. Είναι αλήθεια ότι η υπερφίαλη φιλεργατική ρητορεία «έπιανε» πάντοτε σε συνθήκες απόλυτης ιδεολογικής κυριαρχίας της αριστεράς αδιαφορώντας για την αύξηση της ανεργίας.
Η βαθύτερη αιτία των αντιδράσεων ωστόσο είναι άλλη και αποδεικνύεται εξ αντιδιαστολής από την σχεδόν καθολική επιτυχία των επιχειρησιακών συμβάσεων την τελευταία επταετία. Με την ανεξαρτητοποίηση των επιχειρησιακών συμβάσεων, ο συνδικαλισμός αποκεντρώνεται, ο έλεγχος των επιχειρησιακών σωματείων ανήκει πλέον στους ίδιους του εργαζομένους μιας επιχείρησης οι οποίοι είναι οι μόνοι που δικαιούνται να αποφασίζουν για τη ζωή τους χωρίς εξωτερική πατρωνία. Έτσι η επιτροπεία των εργαζομένων από επαγγελματίες συνδικαλιστές που δεν γνωρίζουν καταργείται, ο έλεγχος του εργασιακού τους μέλλοντος φεύγει από τα χέρια των κομματικών συνδικαλιστών και επιστρέφει σ’ αυτούς. Οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζονται ως δικαιοπρακτικά ικανοί ενήλικοι που δεν χρήζουν κάποιας ειδικής συμπαράστασης από κάποιους που ξέρουν το «καλό τους» και μπορούν συλλογικά να οργανώνονται και να διαπραγματεύονται για τα θέματα που αφορούν την εργασία τους. Η συνολική επιρροή των κομματικών-πελατειακών συνδικαλιστικών δικτύων υποχωρεί υπέρ του συμφέροντος των πραγματικών εργαζομένων καθώς και το παραδοσιακό αφήγημα των συνδικάτων, ότι η επιχείρηση είναι τάχα χώρος ταξικών συγκρούσεων.
Χρειάστηκε να περάσουν είκοσι χρόνια, να χρεοκοπήσει η χώρα και υπό το βάρος της οικονομικής ανάγκης και των πιέσεων των εταίρων μας οι επιχειρησιακές συμβάσεις να αποκτήσουν αυτοτέλεια έναντι των άλλων μορφών συλλογικών συμβάσεων, όπως συμβαίνει άλλωστε παντού στον προηγμένο κόσμο (με τον νόμο 3854/2010). Δυστυχώς κανείς δεν μπήκε στον κόπο να μετρήσει πόσες επιχειρήσεις - οριακοί παραγωγοί, τη δύσκολη αυτή περίοδο της οικονομικής κρίσης, δεν έκλεισαν και πόσοι εργαζόμενοι δεν έχασαν τη δουλειά τους χάρη στις επιχειρησιακές συμβάσεις. Χωρίς αυτές η ανεργία θα ήταν πολύ υψηλότερη και η ύφεση της ελληνικής οικονομίας μεγαλύτερη.
Εντούτοις, παρά την επιτυχία των επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων η αριστερή κυβέρνηση υπόσχεται ότι ο πραγματικός εργασιακός μεσαίωνας της επιτροπείας των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα από τα συνδικάτα θα επανέλθει με τη λήξη του τρέχοντος Προγράμματος τον Αύγουστο του 2018.
Ελπίζω ότι το καταστροφικό αυτό σενάριο για την οικονομία μας, πραγματικός εφιάλτης για την αληθινή χειραφέτηση των εργαζομένων και την οικονομική ελευθερία, δεν θα επαληθευτεί.

* Δημοσιεύθηκε στο liberal.gr στις 27.5.2017
http://www.liberal.gr/arthro/140723/apopsi/arthra/i-plani-gia-tis-epicheirisiakes-sumbaseis.html

Tι μπορούν να περιμένουν;

Ο Τσίπρας και τα στελέχη του ένα μόλις μήνα πριν διατυμπάνιζαν ότι η ψήφιση των μέτρων θα γίνει μόνο εφόσον συμφωνηθούν τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος.
Μερικές εβδομάδες η θέση αυτή άλλαξε, πλέον διατυμπάνιζαν ότι τα μέτρα θα ψηφιστούν μεν αλλά "Χωρίς λύση του χρέους δεν θα εφαρμοστούν τα μέτρα".
Με την ψήφιση του ν. 4472/2017 από 22.5.2017 εφαρμόζονται ήδη κάποια από τα μέτρα, καταργούνται λ.χ. αμέσως κάποια επιδόματα-οικονομικές ενισχύσεις σε οικογένειες με χαμηλά εισοδήματα και σε όσους τελούν σε κατάσταση ένδειας. Ο Τζανακόπουλος διόρθωσε την προηγούμενη κατηγορηματική θέση δηλώνοντας "Χωρίς το χρέος δεν θα εφαρμοστούν τα μέτρα του 2019 και 2020".
Για να μην περιμένουν άδικα στην κυβέρνηση επισημαίνω για πολλοστή φορά ότι ονομαστική διαγραφή του χρέους δεν πρόκειται να υπάρξει.
Κι αυτό γιατί:
1. Απαγορεύεται από τη Συνθήκη Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 125).
2. Απαγορεύεται από το Γερμανικό Σύνταγμα, συνεπώς η Γερμανία δεν πρόκειται να συναινέσει ποτέ κι αν συμβεί αυτό το Συνταγματικό Δικαστήριο θα ακυρώσει οποιαδήποτε σχετική απόφαση και το καλύτερο
3. Για την αποφυγή οποιασδήποτε παρανόησης ο Τσίπρας με τη συμφωνία της 12ης Ιουλίου 2015 δεσμεύτηκε ότι αποκλείεται οποιαδήποτε ονομαστική μείωση του χρέους της χώρας.
Παρόλα αυτά με δεδομένη την ψήφιση των μέτρων και τη συμφωνία για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% έως το 2022, στις 15 Ιουνίου το καλύτερο που μπορεί να ζητήσει η κυβέρνηση για το χρέος πέραν των βραχυπρόθεσμων μέτρων του Δεκεμβρίου του 2016 -και μακάρι να το πάρουν- είναι:
1. Επιστροφή των κερδών από τα ελληνικά ομόλογα που έχουν αγοράσει οι κεντρικές τράπεζες και η ΕΚΤ σύμφωνα με τις συμφωνίες SMP και ANFA στην Ελλάδα. Κάτι που το είχαμε μέχρι το 2015 και το χάσαμε εξαιτίας της "υπερήφανης" διαπραγμάτευσης Τσίπρα-Βαρουφάκη-Δραγασάκη κ.λπ.
2. Αποπληρωμή μέρους του δανείου του ΔΝΤ, ίσως και άλλων δανείων με τα χρήματα που πήραμε από το Μνημόνιο 3 για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών.
3. Κατάργηση, (όπως έγινε και στα βραχυπρόθεσμα) της προσαύξησης του επιτοκίου που καταβάλλει η χώρα στα δάνεια που πήραμε για επαναγορά ομολόγων και
4. Το δυσκολότερο αλλά όχι ανέφικτο επιμήκυνση των δανείων του ESM (περίπου 174 δισ.€), όπως θέλει το ΔΝΤ.
Διευκρίνιση, η κυβέρνηση Τσίπρα έχει συμφωνήσει ήδη από το Μάιο του 2016 ότι τα μεσοπρόθεσμα μέτρα μπορεί να αποφασιστούν ως πρόσθετη δέσμη μέτρων που θα εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του χρέους εάν και εφόσον χρειαστεί -κατά την κρίση των θεσμών- μετά την επιτυχή υλοποίηση του τρέχοντος προγράμματος.

Οι δύο κανόνες

                              Από τα διδάγματα της ιστορίας μπορούμε να κατανοήσουμε τη σημασία που έχουν τα καλά δημόσια οικονομικά για την...