Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013

Φοροδιαφυγή: Η αλήθεια και το ψέμα


Παρά τα όσα λέγονται το μεγάλο και υπερτροφικό κράτος, ο βασικός δηλαδή υπαίτιος της οικονομικής κρίσης που μαστίζει τη χώρα, αντί να μικραίνει σε σχέση με το μέγεθος της οικονομίας, μεγαλώνει.
Oι πρωτογενείς δαπάνες της κεντρικής κυβέρνησης στα τέσσερα τελευταία χρόνια παρουσιάζουν ως ποσοστό του ΑΕΠ οριακή αύξηση (28,4% το 2013 από 28% το 2009), ενώ οι πρωτογενείς δαπάνες της γενικής κυβέρνησης, ως ποσοστό του ΑΕΠ πάντοτε, παρουσιάζουν οριακή μείωση κατά 1,4% (43,2% το 2013 από 44,6% το 2009), όταν το ΑΕΠ της χώρας μειώθηκε την ίδια περίοδο κατά 21%.
Μια ακόμη απόδειξη του παραπάνω ισχυρισμού είναι ότι τα φορολογικά έσοδα ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκαν στο 23,8% για το 2013 από 21,5% που ήταν το 2009. Και τούτο γιατί η αύξησή τους δεν οφείλεται στον περιορισμό της φοροδιαφυγής αλλά στην αύξηση των φόρων που θα κληθούν να πληρώσουν, σε αντίθεση με τους επιτήδειους που φοροδιαφεύγουν, οι ίδιοι συνεπείς φορολογούμενοι που μέχρι σήμερα πλήρωναν φόρους. Τώρα οι τελευταίοι θα πληρώσουν ακόμη περισσότερα.
Κι επειδή και πάλι τα έσοδα δεν φτάνουν να καλύψουν τις υπέρογκες δαπάνες, το κράτος αντί να φορολογήσει το παραγόμενο εισόδημα καταφεύγει στην εύκολη πλην όμως παράλογη και ανήθικη φορολόγηση ανύπαρκτης ακίνητης περιουσίας (ανύπαρκτης δεδομένου ότι η αξία της υπολογίζεται βάσει αντικειμενικών αξιών που δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικές αξίες των ακινήτων), η οποία δεν παράγει εισόδημα και έχει ήδη υπερφορολογηθεί. Και τι προσδοκά να εισπράξει για το 2014; Το πολύ 2,9 δισ. ευρώ. Το κράτος υπερφορολογεί τα ακίνητα –με όλες τις αρνητικές συνέπειες που κατά καιρούς έχουμε εκθέσει για τους ιδιοκτήτες και την οικονομία– επειδή δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τη φοροδιαφυγή.
Τα οικονομικά στοιχεία καταδεικνύουν το μέγεθος του παραλογισμού. Από τη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων το Δημόσιο θα εισπράξει φέτος περίπου 7,5 δισ. ευρώ, δηλαδή μόλις το 4% του ΑΕΠ! Ο μέσος όρος της Ευρωζώνης είναι 8,7% του ΑΕΠ και της ΕΕ των 28 είναι περίπου 9% του ΑΕΠ.
Εάν εισπράττετο και στην Ελλάδα από τη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων το 8% του ΑΕΠ (δηλαδή και πάλι λιγότερα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης), τα αντίστοιχα έσοδα για το 2013 θα ήταν 15 δισ. ευρώ. Το Δημόσιο δηλαδή θα εισέπραττε κάθε χρόνο 7,5 δισ. ευρώ περισσότερα από όσα εισπράττει σήμερα. Αυτό είναι το ποσό που χάνεται από τη φοροδιαφυγή μόνο από τη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων.
Προσέξτε τον παραλογισμό, σε μια χώρα με ανώτατο φορολογικό συντελεστή 45% ή 33% (για ελεύθερους επαγγελματίες) τα έσοδα του κράτους περιορίζονται στο 4% του ΑΕΠ!
Οι λαϊκιστές της αριστεράς, ου μην αλλά και της δεξιάς, θα σπεύσουν να παρατηρήσουν, όπως κάνει ήδη ο Α. Τσίπρας, ότι μόλις καταλάβουν την εξουσία θα «συλλάβουν» τη φορολογητέα ύλη που σήμερα κρύβεται και όλοι πλέον θα τρώμε με χρυσά μαχαιροπήρουνα. Αλλά τα στοιχεία για την ανικανότητα του κράτους να πατάξει τη φοροδιαφυγή δεν τεκμηριώνουν τα λαϊκιστικά συνθήματα του τύπου «λεφτά υπάρχουν» για να δικαιολογήσουν νέες φορομπηχτικές πολιτικές ή περαιτέρω αυστηροποίηση του συστήματος των ποινών. Υπάρχουν δυστυχώς αφελείς που πιστεύουν τους λαϊκιστές του κρατισμού ή κάνουν πως τους πιστεύουν.
Η πραγματικότητα ωστόσο διαφέρει από τις αναψυκτικές δηλώσεις των Δον Κιχώτηδων του λαϊκισμού. Η οικονομική ανάλυση αλλά και η εμπειρία των προηγμένων χωρών έχει δεκαετίες τώρα αποδείξει ότι η φοροδιαφυγή δεν αντιμετωπίζεται με νέους φόρους, με αστυνομικά μέτρα και με αυστηρότερες ποινικές ή διοικητικές κυρώσεις που θίγουν στον πυρήνα τους θεμελιώδη δικαιώματα των φορολογουμένων.
Οι βασικές αιτίες της φοροδιαφυγής σύμφωνα με όλες τις εκθέσεις των διεθνών οργανισμών, χωρίς τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις των εκπροσώπων του ελληνικού πελατειακού τόξου είναι οι εξής:
α) οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές,
β) η πολυπλοκότητα-πολυνομία της φορολογικής νομοθεσίας,
γ) η έλλειψη ανταποδοτικότητας για το φορολογούμενο,
δ) η αδικία του φορολογικού συστήματος.
Η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής προϋποθέτει μείωση των δημοσίων δαπανών και των φόρων. Η απόλυτα συνειδητή επιλογή του πελατειακού κομματικού συστήματος, ήδη από το 2009, να αυξήσει τους φόρους αντί να μειώσει τη δημόσια σπατάλη, αύξησε αναλόγως και το μέγεθος της φοροδιαφυγής.
Η υψηλή φορολογία, η πολυπλοκότητα του φορολογικού συστήματος, η αδιαφάνεια και αναποτελεσματικότητα των κρατικών μηχανισμών που οδηγούν τον μόχθο των φορολογουμένων σε μια μαύρη τρύπα απίστευτης σπατάλης, η έλλειψη ανταποδοτικότητας στις παροχές του κράτους, οι νησίδες υπερτροφικής εύνοιας και προστασίας που έχει δημιουργήσει το κομματικό σύστημα εξουσίας για τις δικές του προσοδοθηρικές ομάδες είναι οι αιτίες που αμβλύνουν τη φορολογική συνείδηση των πολιτών και διευκολύνουν τη φοροδιαφυγή. Αντιθέτως, όταν οι φορολογικοί συντελεστές είναι σε χαμηλά επίπεδα η φοροδιαφυγή μειώνεται.
Χαρακτηριστικό στοιχείο επίσης του φαινομένου της φοροδιαφυγής είναι ότι αυτή διαχέεται «δημοκρατικότατα» σε πολύ μεγάλα τμήματα του πληθυσμού και δεν αποτελεί «προνόμιο» των πλουσίων. Αυτό το τελευταίο είναι ένας ακόμη από τους προσφιλείς μύθους των κρατικιστών που επαναλαμβάνει συχνά ο Α. Τσίπρας (τον είχε χρησιμοποιήσει και ο Γ. Α. Παπανδρέου το 2009), ότι δηλαδή δεν φορολογούνται οι πλούσιοι, κι ότι αν η κυβέρνηση αποφάσιζε να τους φορολογήσει θα έλυνε ως δια μαγείας το δημοσιονομικό πρόβλημα, είναι ο μύθος που συνοψίζεται, όπως είπαμε, στη φράση «λεφτά υπάρχουν ή οσονούπω θα υπάρξουν». Ο μύθος αυτός συνετέλεσε αποφασιστικά στην καταστροφή της οικονομίας. Όμως από τα επίσημα στοιχεία του Υπουργείου Οικονομικών προκύπτει ότι το 35% των φόρων πληρώνεται από το 3% των φορολογουμένων που δηλώνουν το 15% των συνολικών εισοδημάτων. Κανένας όμως δεν λέει αυτή την αλήθεια, ότι δηλαδή το κύριο βάρος των αμέσων φόρων επωμίζεται μια πολύ μικρή μερίδα φορολογουμένων.
Το ότι η μείωση των φορολογικών συντελεστών μειώνει το μέγεθος της φοροδιαφυγής ισχύει και στην περίπτωση των εμμέσων φόρων. Σύμφωνα με σχετική μελέτη της Ε.Ε. η Ελλάδα το 2011 κατέγραψε τις δεύτερες υψηλότερες μετά τη Ρουμανία απώλειες εσόδων από τον ΦΠΑ μεταξύ των κρατών-μελών της Ένωσης (9,7 δισ. ευρώ ή 4,7% του ΑΕΠ). Ο μέσος όρος των 26 τότε χωρών ήταν 1,5% του ΑΕΠ της Ε.Ε. Το 2008 πριν την πρώτη αύξηση των συντελεστών του ΦΠΑ από την κυβέρνηση Καραμανλή (από 18% σε 19%) οι απώλειες εσόδων από ΦΠΑ βρίσκονταν κοντά στο 3% του ΑΕΠ. Ακολούθησε το 2010 η φοροκαταιγίδα των σοσιαλιστών Παπανδρέου - Παπακωνσταντίνου, όπου μεταξύ άλλων αυξήθηκαν και οι συντελεστές του ΦΠΑ στο 23% (αύξηση δηλαδή περίπου 20%). Η χώρα από απώλειες ΦΠΑ 7 δισ. ευρώ το 2008 με ΑΕΠ κοντά στα 240 δισ. ευρώ, έφθασε σχεδόν τα 10 δισ. ευρώ το 2011 με ΑΕΠ στα 206 δισ. ευρώ. Η αύξηση των φόρων οδήγησε σε μεγάλη μείωση των εσόδων και ταυτοχρόνως σε ακόμη μεγαλύτερη διαφθορά και αναποτελεσματικότητα του φοροελεγκτικού μηχανισμού.

Κατόπιν αυτών υποστηρίζω ότι εάν δεν απαλλαγούμε το ταχύτερο δυνατόν από την τυραννία των μύθων που με συστηματικό τρόπο καλλιέργησε και συντηρεί ως κοινωνική συνείδηση και αντίληψη η συμμαχία των κομματικών και πελατειακών (επιχειρηματικών και συνδικαλιστικών) δικτύων που κυβερνά δεκαετίες τώρα σε βάρος της παραγωγικής ιδιωτικής οικονομίας δεν υπάρχει ελπίδα σωτηρίας της χώρας.

Δημοσιεύτηκε στο http://www.andro.gr/apopsi/forodiafugh/ στις 18/11/2013

Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013

Πού την είδατε την έξοδο από την κρίση;

Γιατί δε συμμερίζομαι την αισιοδοξία του πρωθυπουργού σχετικά με την οικονομική ανάκαμψη της χώρας.
Θα σας παραθέσω ενδεικτικά τα εξής στοιχεία:
Ας συγκρίνουμε το έτος που ξεκίνησε η ελληνική κρίση, δηλαδή το 2009, με το τρέχον έτος. 

Το ΑΕΠ της χώρας το 2009 ανερχόταν σε 235 δις € περίπου. Το 2013 αναμένεται να διαμορφωθεί σε 185 δις €. Το 2009 οι πρωτογενείς δαπάνες του δημοσίου (γενικής κυβέρνησης) άγγιζαν τα 105 δις €, ενώ το 2013 εκτιμάται ότι θα αγγίξουν τα 80 δις €. Δηλαδή ενώ το ΑΕΠ τηςχώρας μειώθηκε από το 2009 έως το 2013 κατά 21%, την ίδια περίοδο οι δαπάνες του κράτους, ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώθηκαν κατά 1,4% (το 2009 ήταν 44,6% περίπου και το 2013 43,2%). Η μείωση δηλαδή των δαπανών του κράτους ως ποσοστό του ΑΕΠ υπήρξε οριακή. Εάν μάλιστα, ως συγκριτικά στοιχεία λάβουμε τις δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού, τότε οι δαπάνες του κράτους το 2009 ήταν το 28% του ΑΕΠ (65,9 δις €) ενώ το 2013 θα είναι 28,4% του ΑΕΠ (52,6 δις €) άρα θα έχουμε οριακή αύξηση του κράτους!
Επίσης το 2009 τα φορολογικά έσοδα ανέρχονταν σε 50,57 δις € και αντιστοιχούσαν σε 21,5% του ΑΕΠ ενώ το 2013 υπολογίζονται σε 44 δις € και θα αντιστοιχούν σε 23,8% του ΑΕΠ! Αξιοσημείωτο επίσης, ότι η αύξηση των φόρων σε σχέση με το 2009, ως ποσοστό του ΑΕΠ, δεν προέρχεται από σύλληψη της φοροδιαφυγής, η οποία αντιθέτως έχει αυξηθεί, αλλά από την αύξηση της φορολογίας.
Τα παραπάνω με απλά λόγια σημαίνουν ότι το πελατειακό τόξο των κομμάτων που εκπροσωπείται στη βουλή (κυβέρνηση και αντιπολίτευση) κατάφερε την πενταετία της οικονομικής κρίσης να μην πειράξει τη βασική αιτία αυτής που ήταν και είναι το μεγάλο κράτος αλλά αντιθέτως μέσω της αύξησης της φορολογίας και της επιβολής νέων φόρων να το διατηρήσει αλώβητο παρά τις ρητές δεσμεύσεις που έχουμε ως χώρα αναλάβει προς τους δανειστές μας και παρά τη δραματική συρρίκνωση της ιδιωτικής οικονομίας.
Έτσι το κράτος από υπαίτιος του δημοσιονομικού εκτροχιασμού της χώρας μεταβάλλεται με ευθύνη του πολιτικού συστήματος στον απόλυτο καταστροφέα της ελληνικής οικονομίας.

Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2013

Aμ έπος αμ έργον


Στην πρόσφατη συνέντευξή του ο Πρωθυπουργός ανακοίνωσε ότι εξετάζει την πρόταση να περάσει ο φόρος ακινήτων στους Δήμους – αλλά δεν το έχει συζητήσει ακόμη με την τρόικα, ούτε με τον κ. Στουρνάρα, προσθέτω εγώ. Η δήλωση του Πρωθυπουργού είναι επί της αρχής σωστή, αρκεί να εφαρμοστεί και να μην εγκαταλειφθεί, όπως συνέβη με άλλες εξαγγελίες του κόμματός του για μείωση της φορολογίας και απλοποίηση του φορολογικού συστήματος.
Λησμόνησε βεβαίως να αναφέρει ότι η πρόταση αυτή που ο ίδιος για πρώτη φορά εξετάζει σήμερα, έχει εδώ και χρόνια κατατεθεί στον δημόσιο διάλογο από τον Στέφανο Μάνο[i] και είναι εδώ και χρόνια βασική πρόταση του φορολογικού προγράμματος της Δράσης.[ii] Την πρόταση αυτή υποστήριξαν πρόσφατα δημοσίως με δηλώσεις τους και οι δήμαρχοι Αθήνας και Θεσσαλονίκης, που υποστηρίχθηκαν και από τη Δράση.
Είναι πάντως θετικό ότι ο Πρωθυπουργός της χώρας υιοθετεί την πρότασή μας έστω κι αν δεν αναφέρει την πατρότητά της. Αρκεί μόνο, ξαναγράφω, να την εφαρμόσει και να μη μείνει κι αυτή «στο ράφι».
Επίσης, η εφαρμογή της πρότασης χρειάζεται μεγάλη προσοχή για να μην καταλήξουμε να έχουμε έναν ακόμη φόρο. Πρέπει να γίνει σαφές, ότι δεν προτείνεται η εισαγωγή ενός ακόμη φορολογικού βάρους αλλά η κατάργηση κάθε κρατικής χρηματοδότησης προς τους ΟΤΑ, η κατάργηση των πάσης φύσεως φόρων και τελών που επιβαρύνουν την ακίνητη περιουσία και η αντικατάστασή τους σε επίπεδο Περιφέρειας και Δήμων με ένα μόνο τέλος στην εντός σχεδίου ακίνητη περιουσία που θα είναι ανταποδοτικό των υποδομών και των υπηρεσιών που της προσφέρονται από τους Δήμους. Το τέλος αυτό θα στηρίζεται αποκλειστικά στην επιφάνεια των ιδιοκτησιών και τον συντελεστή δόμησης (όχι στην αξία των ακινήτων), θα είναι απλούστατο στον υπολογισμό του, θα μπορεί να διαφέρει από Δήμο σε Δήμο και συνεπώς θα μπορεί να ελεγχθεί από τους δημότες κάθε περιοχής. Οι δημότες θα ελέγχουν πλέον αποτελεσματικά το πού πηγαίνουν και πώς ξοδεύονται τα χρήματά τους.
Η πρόταση της Δράσης είναι από κάθε άποψη επαναστατική, γιατί ταυτοχρόνως επιτυγχάνει τα εξής:
α) ανακουφίζει τον προϋπολογισμό καθώς καταργεί την κρατική χρηματοδότηση στους Δήμους και στις Περιφέρειες (περίπου 2,7 δισ. για το 2014),
β) μειώνει τη συνολική επιβάρυνση των πολιτών αφού καταργεί όλους τους φόρους, τέλη και λοιπές επιβαρύνσεις στην ακίνητη περιουσία,
γ) καταργεί τα δημοτικά τέλη που εισπράττονται μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ
δ) μεταφέρει αποκλειστικά την ευθύνη της συνετής και χρηστής διοίκησης στους τοπικούς άρχοντες και τους εξαναγκάζει υπό την πίεση των δημοτών τους και της μικρότερης χρηματοδότησης που θα έχουν να περιορίσουν δραστικά τις δαπάνες τους,
ε) καθιστά τον έλεγχο της οικονομικής διαχείρισης των Δήμων αποτελεσματικό από τους δημότες και συγχρόνως επιτρέπει στους πολίτες τη σύγκριση της πολιτικής επιβολής τελών διαφορετικών Δήμων,
στ) δίνει στις τοπικές κοινωνίες το δικαίωμα να καθορίζουν αυτές το ύψος του ανταποδοτικού τέλους που θα πληρώνουν, και
ζ) αποκαθιστά την αρχή της φορολογικής δικαιοσύνης που επιβάλλει τη λογική φορολόγηση μόνο της πραγματικής προσόδου κάποιου περιουσιακού δικαιώματος και όχι του πυρήνα του.

Δημοσιεύτηκε στο capital.gr στις 8/11/2013 http://www.capital.gr/News.asp?id=1903886

Οι δύο κανόνες

                              Από τα διδάγματα της ιστορίας μπορούμε να κατανοήσουμε τη σημασία που έχουν τα καλά δημόσια οικονομικά για την...