Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

Ανάπτυξη και υπερβάλλουσα δημόσια απασχόληση*



Σήμερα που μας απασχολεί όλους το ζήτημα της ανάπτυξης μπαίνει επιτακτικά το ερώτημα: Υπάρχει υπερβάλλουσα δημόσια απασχόληση, και αν ναι, πόση είναι, τι κοστίζει, και τι κάνουμε;
Σε άρθρο του στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ της 25-10-1987, ο τότε πρωθυπουργός Ανδρέας Γ. Παπανδρέου έγραφε: «Τώρα έχουμε περίπου το διπλάσιο προσωπικό από αυτό που απαιτείται για να παράγουμε τις απαιτούμενες κρατικές υπηρεσίες». Έκτοτε, και μέχρι που περιήλθαμε υπό διεθνή κηδεμονία το 2010, η κατάσταση χειροτέρευσε. Για να υπολογίσουμε πόσο, χρειάζεται ο αριθμός όσων απασχολούνταν στη δημόσια διοίκηση κάποιο πρόσφατο έτος βάσης και μια χώρα που θεωρείται καλό πρότυπο για σύγκριση.
Όσον αφορά το πρώτο ζητούμενο, από την απογραφή που έγινε το 2010 μάθαμε ότι οι εργαζόμενοι για την κυβέρνηση ανέρχονταν σε 768.009.[1] Οπότε αν: (α) προστεθούν και όσοι εργάζονταν σε δημοτικές επιχειρήσεις και σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου υπό τον έλεγχο του δημοσίου, τους οποίους η πολιτεία βρίσκεται τώρα σe διαδικασία απογραφής, και (β) αφαιρεθούν όσοι αποχώρησαν για διάφορους λόγους, ο συνολικός αριθμός των απασχολούμενων στη γενική κυβέρνηση το 2011 πολύ πιθανά υπερέβαινε σημαντικά τις 800.000.[2]
Σχετικά με το δεύτερο ζητούμενο, έστω η Γερμανία, η οικονομία της οποίας είναι κατά τεκμήριο η πλέον αποτελεσματική στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Εκεί λοιπόν το 2011 οι απασχολούμενοι αριθμούσαν 41,6 εκατομμύρια και εξ’ αυτών 4,6 εκατομμύρια ή το 11% εργάζονταν για την κυβέρνηση.[3] Έτσι, αφού εδώ το ίδιο έτος οι απασχολούμενοι ανέρχονταν σε 4 εκατομμύρια και στη δημόσια διοίκηση εργάζονταν 800 χιλ. ή το 20%, η υπερβάλλουσα δημόσια απασχόληση ανερχόταν κατά προσέγγιση σε 360.000 εργαζόμενους [(0,20-0,11)Χ4.000.000].
Από μόνος του αυτός ο αριθμός, αποτελεί την πλέον θεμελιώδη διαρθρωτική στρέβλωση της οικονομίας μας. Για να προσεγγίσουμε τις συνέπειες, ας υποθέσουμε ότι το 2011 ο μέσος δημόσιος υπάλληλος κόστιζε στους φορολογούμενους 25.000 Ευρώ, οπότε η συνολική δαπάνη βρισκόταν στη γειτονιά των 20 δις. Ευρώ (25.000Χ800.000). Το ίδιο έτος γνωρίζουμε ότι το ΑΕΠ ανήλθε σε 215 δις. Ευρώ. Αν λοιπόν αφαιρέσουμε τα 20 από τα 215 δις. Ευρώ και διαιρέσουμε το υπόλοιπο με τα 3.2 εκατομμύρια των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα και στις ΔΕΚΟ, βρίσκουμε ότι ο μέσος εργαζόμενος σ’ αυτούς τους τομείς παρήγαγε προϊόντα και υπηρεσίες αξίας 61 χιλ. Ευρώ.  Έτσι, με λίγη περαιτέρω ανάλυση, προκύπτει ότι:
·     Ο ιδιωτικός τομέας διαθέτει σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα παραγωγικότητας: Υποθέτοντας ότι ο μέσος δημόσιος υπάλληλος κοστίζει στους φορολογούμενους όσο ακριβώς και η αξία των υπηρεσιών που παράγει, η παραγωγικότητα του μέσου εργαζόμενου στον ιδιωτικό τομέα υπερέβαινε το 2011 εκείνη του μέσου εργαζόμενου στη δημόσια διοίκηση κατά 36 χιλ. Ευρώ (61.000-25.000). Αυτό σημαίνει ότι ο ιδιωτικός τομέας διαθέτει ένα σημαντικό πλεονέκτημα παραγωγικότητας και γι’ αυτό, ενώ για κάθε  θέση εργασίας που προστίθεται (χάνεται) στον ιδιωτικό τομέα το ΑΕΠ αυξάνεται (μειώνεται) κατά 61 χιλ. Ευρώ, για κάθε θέση εργασίας που δημιουργείται (καταργείται) στη δημόσια διοίκηση, το ΑΕΠ αυξάνεται (μειώνεται) μόνο κατά 25 χιλ. Ευρώ.[4]
·     Με τον τρόπο που εφαρμόστηκε, η δημοσιονομική προσαρμογή προκάλεσε βαθύτερη ύφεση: Το 2011 οι άνεργοι στην Ελλάδα υπολογίζονταν γύρω στο 1.000.000 και προέρχονταν από τον ιδιωτικό τομέα. Αν 360 χιλ. απ’ αυτούς προέρχονταν από τη δημόσια διοίκηση, το ΑΕΠ το 2011 θα συρρικνωνόταν κατά 9 δις. Ευρώ (360.000Χ25.000). Αντιθέτως, επειδή προέρχονταν από τον ιδιωτικό τομέα, το ΑΕΠ το 2011 συρρικνώθηκε κατά 22 δις. Ευρώ (360.000 00Χ61.000).  Συνεπώς,  επειδή το πολιτικό σύστημα και οι κυβερνήσεις, εντελώς λανθασμένα, διατήρησαν τη δημόσια απασχόληση αλώβητη, η ύφεση έγινε σημαντικά βαθύτερη γιατί απορροφήθηκε κατά κύριο λόγο από τον ιδιωτικό τομέα.
·     Κάποιοι πολίτες επιβαρύνονται με αυξημένους φόρους ώστε κάποιοι άλλοι να διατηρούν τις θέσεις τους στο δημόσιο: Στην τρέχουσα συγκυρία, για κάθε εργαζόμενο στο δημόσιο τομέα επιβάλλονται φόροι ίσοι με το κόστος που προκαλείται στον προϋπολογισμό της γενικής κυβέρνησης. Με τη σειρά τους όμως οι φόροι προκαλούν συρρίκνωση της απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα. Αν λοιπόν για κάθε εργαζόμενο που δεν απολύεται από το δημόσιο, επιβάλλονται φόροι οι οποίοι οδηγούν στην ανεργία πχ. 0,2 εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα, τότε το κόστος της προστασίας της υπερβάλλουσας δημόσιας απασχόλησης σε όρους συρρίκνωσης του ΑΕΠ το 2011 ήταν 4,4 δις. Ευρώ (360.000Χ61.000Χ0,2).[5] Αυτά τα ασφάλιστρα είναι υπέρογκα και ανήθικα γιατί πληρώνονται από κάποιους πολίτες για να απολαμβάνουν εργασιακής ασφάλειας κάποιοι άλλοι πολίτες.
·     Μειώνεται η διεθνής ανταγωνιστικότητα των Ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών:: Εκτός από την αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης, η υπερβάλλουσα δημόσια απασχόληση συνοδεύεται και από ανυπολόγιστο έμμεσο κόστος σε όρους γραφειοκρατίας και διαφθοράς. Με άλλα λόγια, αυξάνεται το συναλλακτικό κόστος, το οποίο, καθώς ενσωματώνεται στο κόστος παραγωγής των Ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών, μειώνει την ανταγωνιστικότητά τους στις διεθνείς αγορές.
·     Φρενάρεται η ανάπτυξη: Δεδομένου ότι: (α) η παραγωγικότητα του μέσου εργαζόμενου στον ιδιωτικό τομέα είναι πάνω από 2 φορές η παραγωγικότητα του μέσου εργαζόμενου στο δημόσιο τομέα, και (β) ο ιδιωτικός τομέας παράγει εμπορεύσιμα και συνεπώς εξαγώγιμα αγαθά, ενώ ο δημόσιος τομέας παράγει μη εμπορεύσιμα αγαθά, χωρίς καμιά αμφιβολία, η υπερβάλλουσα δημόσια απασχόληση καταστέλλει  το ρυθμό της οικονομικής ανάπτυξης.
Με βάση τα ανωτέρω, αμφιβάλλω αν η υπερβάλλουσα δημόσια απασχόληση μπορεί να αντιμετωπιστεί όσο γρήγορα χρειάζεται με τον κανόνα «προσλαμβάνεται ένας για κάθε πέντε που αποχωρούν», ακόμη και αν εφαρμοστεί απαρέγκλιτα. Δυστυχώς, η γενναία μείωση του αριθμού των θέσεων στο δημόσιο, μέσω κατάργησης δημόσιων υπηρεσιών, ανάθεσης δημόσιων έργων στον ιδιωτικό τομέα, αναβάθμισης των γνώσεων και των δεξιοτήτων των υπαλλήλων, καθώς και αποτελεσματικότερης κατανομής τους στις υπάρχουσες ανάγκες, επέκτασης και εμβάθυνσης της μηχανογράφησης, κλπ., έχει καταστεί πλέον περισσότερο επείγουσα από ποτέ άλλοτε. Διαφορετικά, η ασυνεννοησία των κομμάτων και οι καλλιεργούμενες φρούδες προσδοκίες για την διατήρηση της υπερβάλλουσας δημόσιας απασχόλησης, θα συνεχίσει να εξουδετερώνει τις προσπάθειες της χώρας να βγει από το αναπτυξιακό αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει.

* Του Γεωργίου Κ. Μπήτρου Ομότιμου καθηγητή στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή της Κυριακής στις 26.1.2014

[1]    Βλ. Ν. Β. Νώτης, «Τι έδειξε η απογραφή των δημοσίων υπαλλήλων», www.capital.gr, 20 Ιουλίου 2010.
[2]   Αυτοί που εργάζονταν για την κυβέρνηση αλλά δεν απογράφησαν το 2010, ξεπερνούσαν τις 100.000. Γαυτήν την εκτίμηση, βλ. Π. Καρακατσούλης, «Μια Ελληνική Ατζέντα, Φιλελεύθερη και Ευρωπαϊκή για το 2021», Αδημοσίευτα πρακτικά συνεδρίου με θέμα «Η Ελλάδα στο κατώφλι μιας φιλελεύθερης εποχής» που έλαβε χώρα στο Ξυλόκαστρο Κορινθίας στις 5-7/10/2012.
[3]    Βλ. Σ. Παρασκευόπουλος, ομοίως στα πρακτικά του πιο πάνω αναφερόμενου συνεδρίου. Επίσης, σε νεότερη συζήτηση μαζί του μου επισήμανε ότι το ποσοστό των εργαζόμενων για την κυβέρνηση στη Γερμανία θα ήταν ακόμη μικρότερο, αν αφαιρούνταν οι εργαζόμενοι για τις κυβερνήσεις σε πολιτειακό επίπεδο, το οποίο δεν υπάρχει στην Ελλάδα.
[4]    Το λάθος της Τρόικα περί τον αποκαλούμενο «πολλαπλασιαστή» δεν είναι καθόλου άσχετο με τη πολιτική που εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις μας σχετικά με την υπερβάλλουσα δημόσια απασχόληση.
[5]    Αν βρισκόμαστε σε σημείο έλλειψης δημόσιων υπαλλήλων, αυτό  το αποτέλεσμα θα ήταν αντίστροφο. Δηλαδή για κάθε δημόσιο υπάλληλο που δεν θα προσλαμβανόταν, δεν θα δημιουργούταν 0,2 θέσεις στον ιδιωτικό τομέα και ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ δεν θα επιταχυνόταν όσο θα μπορούσε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Οι δύο κανόνες

                              Από τα διδάγματα της ιστορίας μπορούμε να κατανοήσουμε τη σημασία που έχουν τα καλά δημόσια οικονομικά για την...