Το Συμβούλιο της Επικρατείας αποτελεί τον κορυφαίο δικαιοδοτικό θεσμό της χώρας μας και το σημαντικότερο εμπόδιο στην κάθε είδους αυθαιρεσία της πολιτικής εξουσίας και της δημόσιας διοίκησης.
Οι πρόσφατες αντιδράσεις κυβερνητικών στελεχών μετά την ακύρωση από το ανώτατο δικαστήριο ως αντισυνταγματικού του νόμου Παππά αποτελούν επανάληψη πολύ παλιών επιχειρημάτων που πολλές φορές έχουν ακουστεί στο παρελθόν από τα πολιτικά άκρα –και όχι μόνο‒ τα οποία δυσανασχετούν από τους συνταγματικούς περιορισμούς του κράτους δικαίου. «Δεν μπορούν τα δικαστήρια να συντάσσουν διατάξεις και να γράφουν τους νόμους. Τους νόμους τους συντάσσει, τους γράφει η εκλεγμένη Βουλή. Τα δικαστήρια έρχονται πάντα να κρίνουν, δεν είναι αυτά που νομοθετούν», δήλωσε ο κ. Παππάς. Η επισήμανση κατά κανόνα σωστή, αλλά στο θέμα που μας απασχολεί αυτό ακριβώς που περιγράφει ο κ. Παππάς έκανε το Συμβούλιο της Επικρατείας: έκρινε ότι ο νόμος που συνέταξε ο ίδιος και ψήφισε η Βουλή δεν είναι σύμφωνος με το Σύνταγμα.
Είμαι επίσης βέβαιος ότι ο κ. Παππάς γνωρίζει καλά πως σκοπός της ιδρύσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας μεταξύ άλλων είναι και να λειτουργεί αυτό ως αντίβαρο στη θεσμική αυθαιρεσία της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας όσο μεγάλη κι αν είναι αυτή. Και υπήρξαν πολλές περιπτώσεις κατά το πρόσφατο παρελθόν που στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ προσέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας προκειμένου να κριθεί ένας νόμος που ψήφισε η «εκλεγμένη Βουλή» ως αντισυνταγματικός. Θα θυμάται ασφαλώς ο πρωθυπουργός την απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ, η οποία έκρινε αντισυνταγματικό τον νόμο για τη Διπλή Ανάπλαση της Αθήνας, ο οποίος μάλιστα είχε ψηφιστεί από 270 βουλευτές, καθώς ήταν ένας από αυτούς που ζήτησαν την ακύρωσή του. Θυμίζω ακόμη ότι τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ πανηγύριζαν με την ακύρωση από την Ολομέλεια του ΣτΕ της ιδιωτικοποίησης της ΕΥΔΑΠ το 2014. Εάν αντιλαμβάνομαι σωστά, η «λογική» της κ. Γεροβασίλη και των υπόλοιπων κυβερνητικών στελεχών λέει ότι το ΣτΕ είναι καλό όταν οι αποφάσεις του συμβαδίζουν με τις πολιτικές τους επιλογές και κατάπτυστο όταν δεν συμβαίνει αυτό.
Προϋπόθεση όμως της λειτουργίας της δημοκρατίας είναι η ύπαρξη κράτους δικαίου, δηλαδή συντεταγμένης πολιτείας. Συντεταγμένη είναι η Πολιτεία η οποία διαθέτει αυστηρούς κανόνες που ορίζουν κυρίως τη μορφή και τη λειτουργία του πολιτεύματος, των οργάνων του κράτους και προστατεύουν τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών της. Ορίζουν τα όρια δηλαδή της δράσης της εκάστοτε εξουσίας.
Οι υποστηρικτές των άκρων, του κάθε είδους ολοκληρωτισμού ‒δεξιοί και αριστεροί‒ μισούν τους συνταγματικούς κανόνες γιατί αυτοί πολλές φορές αποτελούν ανάχωμα στην αυθαιρεσία τους. Οι πιο επιτήδειοι από αυτούς, καθώς και οι νομικοί υποστηρικτές των ολοκληρωτικών θεωριών, υποστηρίζουν τα επονομαζόμενα «ήπια» Συντάγματα, στα οποία οι συνταγματικοί κανόνες καταντούν πομπώδεις διακηρύξεις χωρίς κανένα ειδικό βάρος και στην ουσία δεν διαφέρουν σε τίποτα από τους απλούς νόμους. Η διαδικασία της αναθεώρησης ενός τέτοιου άνευρου Συντάγματος στα ολοκληρωτικά ή ημιολοκληρωτικά καθεστώτα δεν γνωρίζει περιορισμούς, είναι διαρκής ανάλογα με τους αντικειμενικούς σκοπούς της στιγμής και όλες οι διατάξεις αναθεωρούνται. Ενδεικτική είναι, λόγου χάρη, η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 108 του Σοβιετικού Συντάγματος του 1977: «Η ψήφιση του Συντάγματος της ΕΣΣΔ, οι τροποποιήσεις του (...) πραγματοποιούνται αποκλειστικά από το Ανώτατο Σοβιέτ της ΕΣΣΔ». Στα καθεστώτα αυτά ο δικαστής υπόκειται αποκλειστικά στον νομοθέτη.
Αντιθέτως, στην συντεταγμένη δημοκρατία η θεμελιώδης διάκριση μεταξύ Συντάγματος και απλών τυπικών νόμων, η αυξημένη δηλαδή τυπική δύναμη του πρώτου είναι ανάλογη με τη διάκριση μεταξύ της υπάρξεως νόμων και της εφαρμογής τους από τους δικαστές. Ο δικαστής δεν υπόκειται στον νομοθέτη αλλά στον νόμο. Ο νόμος στη δημοκρατία δεν νοείται μόνο ως απόφαση του νομοθέτη της πρόσκαιρης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, της με κανονιστικό μανδύα νομιμοποιημένης θέλησης της εξουσίας, αλλά κατά τη στιγμή της ερμηνείας του από τον δικαστή ισχύει μόνο εάν είναι συμβατός με τις αρχές του Συντάγματος, του Νόμου των νόμων, ο οποίος θεσπίστηκε από μια αυξημένη πλειοψηφία με επαυξημένο το τεκμήριο αρμοδιότητας και με σημαντικές θεσμικές δικλίδες, στον οποίο ο δικαστής οφείλει πίστη και υπακοή, γιατί είναι, εκτός των άλλων, ο εξουσιοδοτημένος φύλακας και εγγυητής του. Ο νομοθέτης έχει ασφαλώς το τεκμήριο της αρμοδιότητας και ο δικαστής οφείλει από το Σύνταγμα να συμμορφώνεται με τις αποφάσεις του· αλλά με ποιες αποφάσεις του; Μόνο με εκείνες που δεν έρχονται σε ευθεία –και όχι κατ’ αμφιβολία‒ αντίθεση με τους συνταγματικούς κανόνες. Επομένως το ίδιο το Σύνταγμα αναγνωρίζοντας ότι ελέγχων και ελεγχόμενος δεν μπορεί να είναι ποτέ το ίδιο πρόσωπο, καθώς επίσης και ότι η απόλυτη εξουσία έχει την τάση συχνά να αυθαιρετεί, αναθέτει τον έλεγχο της συνταγματικότητας ενός νόμου στα δικαστήρια, σε μια ανεξάρτητη και αυτόνομη ‒από κάθε άλλη‒ εξουσία που επαγρυπνεί για την προστασία του.
Πολλοί δυσκολεύονται να συμφωνήσουν ότι στις δημοκρατίες οι επιδιώξεις των κυβερνήσεων που είναι υπεύθυνες για τη χάραξη της γενικής πολιτικής του κράτους μπορεί να περιορίζονται από αυξημένης τυπικής ισχύος κανόνες που δεν υπακούουν στους βραχυπρόθεσμους σκοπούς αυτής της πολιτικής. Όμως η νομοθετική λειτουργία και συνολικά η πολιτική δραστηριότητα, εάν επιθυμούν να επιτύχουν υψηλούς στόχους και θετικά αποτελέσματα για τους πολίτες, οφείλουν να συμμορφώνονται στους κανόνες του Συντάγματος και να τους διαφυλάττουν ως κόρην οφθαλμού. Το αντεπιχείρημα (λ.χ. δηλώσεις Παππά, Γεροβασίλη, Παρασκευόπουλου κ.ά.) ότι το Σύνταγμα πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με τις ορέξεις της κοινής γνώμης ή της πλειονότητας ή της δημοκρατικά εκλεγμένης πλειοψηφίας είναι απολύτως αντιδημοκρατικό. Οι άμεσες επιδιώξεις της πολιτικής ιεραρχούνται υπό τις γενικές αρχές του Συντάγματος. Μια περιστασιακή πλειοψηφία δεν μπορεί να νομοθετεί εις βάρος κανόνων που έθεσε προηγουμένως μια αυξημένη πλειοψηφία.
Αυτοί οι περιορισμοί στις ad hoc επιλογές των πρόσκαιρων πλειοψηφιών παρέχουν στον λαό μεγαλύτερο και πιο αποτελεσματικό έλεγχο των κρατικών αποφάσεων και διασφαλίζουν τη μακροημέρευση και ορθή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Επίκαιρη είναι η απάντηση στα κυβερνητικά αντεπιχειρήματα του Ελευθερίου Βενιζέλου κατά την ιστορική του αγόρευση στη Β΄ Αναθεωρητική Βουλή για την ίδρυση του Συμβουλίου της Επικρατείας: «(...) δια του θεσμού τούτου (...) όχι μόνον δεν ανατρέπομεν τας βάσεις του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, όχι μόνον δεν παρεμποδίζομεν τον κυβερνητικόν έλεγχον, όχι μόνον δεν μειούμεν την εξουσίαν των υπουργών, αλλά τουναντίον ιδρύομεν μιαν νέαν αρχήν, δια της οποίας δυνάμεθα να ελπίσωμεν ότι η πολιτεία του δικαίου (...) θ’ αποβή παρ’ ημίν πράγματι τοιαύτη, ασφαλιζομένου εις τον πολίτη του δικαιώματος να προσφεύγη εις την αρχήν αύτην, οσάκις προσβληθώσι τα δικαιώματα αυτού (...). Τούτο ημείς ζητούμεν, ζητούμεν να καταστήσωμεν τον Έλληνα πολίτην αληθώς ελεύθερον πολίτην (...).Θέσατε υπέρ τον υπουργόν όχι την αρχήν του Συμβουλίου της Επικρατείας (...) αλλά τον νόμον (...), διότι ο νόμος πρέπει να είναι ανώτερος και του μικρού υπαλλήλου και του ανωτέρου, ανώτερος πασών των αρχών, ανώτερος και του υπουργού και του βασιλέως ακόμη, αν πρόκειται το έργον της ανορθώσεως να διεξαχθή μέχρι τέλους επιτυχώς. (...) Και δεν σας πτοεί ακριβώς το εντελώς απεριόριστον μιας κυβερνήσεως συρούσης όπισθεν αυτής κραταιάν πλειονοψηφίαν και μη εχούσης τίποτ’ αντίρροπον, δεν σας πτοεί ότι εντεύθεν δύναται να καταπατή τα δικαιώματα των πολιτών και τα συμφέροντα αυτών;».
* Δημοσιεύθηκε στο liberal.gr
http://www.liberal.gr/arthro/90738/apopsi/arthra/kapoious-thesmous-prepei-na-tous-antimetopizeis-sobara.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου