Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2017

Κρατισμός και υψηλή φορολογία, οι ασύλληπτοι δολοφόνοι της οικονομίας*

Οι φόροι ενός κράτους είναι συντελεστής του κόστους της οικονομίας του. Μείωση του κόστους σημαίνει αύξηση της παραγωγικότητας και της ελκυστικότητας της οικονομίας παρά τα όσα καινοφανή και κενά διακηρύσσει ο νέος υπουργός Δημ. Παπαδημητρίου. 
Οι «δολοφόνοι» της ελληνικής οικονομίας είναι γνωστοί και ακούνε στο όνομα κρατισμός και υψηλή φορολογία. Η ελληνική οικονομική κρίση οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στο μεγάλο υδροκέφαλο και αρμόδιο για τα πάντα κράτος και στον έκλυτο δημοσιονομικό βίο του για δεκαετίες. Αυτό δημιούργησε μια ανίερη συμμαχία, ισχυρές πελατειακές εξαρτήσεις μεταξύ του πολιτικού συστήματος, των κομμάτων και των ισχυρών συντεχνιακών ομάδων που διόγκωσαν τις δαπάνες του δημοσίου, οι οποίες συντηρούνταν μέχρι το 2009 από δύο κύριες πηγές: τους φόρους των πολιτών και τον δανεισμό του κράτους. Ο δανεισμός του Δημοσίου διογκώθηκε υπέρμετρα κατά την περίοδο 1981-1989, όταν το πρώτο μεγάλο κύμα λαϊκισμού προσέβαλε τη χώρα. Η δεύτερη μεγάλη διόγκωση του δανεισμού σημειώνεται την περίοδο 2002-2009 όταν το πολιτικό σύστημα μπροστά στην παγίδα των –λόγω ευρώ‒ φθηνών επιτοκίων ενέδωσε υπνωτισμένο στην Κίρκη των παροχών. Οι φόροι βεβαίως γίνονται αμέσως αντιληπτοί από τους φορολογουμένους καθώς το κράτος βάζει το χέρι του στην τσέπη μας και κλέβει το πορτοφόλι μας. Η περίπτωση των δανείων είναι διαφορετική, καθώς στην αρχή το προϊόν του δανείου γίνεται δεκτό με ευχαρίστηση απ’ όλους. Κάποτε παρομοίασαν εύστοχα τον δανεισμό με ναρκωτική ουσία, στην οποία η ευχαρίστηση συνοδεύεται από εθισμό. Όπως όμως η μη χορήγηση ενός ναρκωτικού δημιουργεί στερητικό σύνδρομο στον εθισμένο οργανισμό, έτσι και η μη χορήγηση νέου δανείου δημιουργεί αντίστοιχα οδυνηρά στερητικά σύνδρομα στα άτομα και στα κράτη.
Οι κυβερνήσεις της χώρας από τη μεταπολίτευση μέχρι το 2014 –με μοναδική εξαίρεση την κυβέρνηση Μητσοτάκη κι αυτή μόνο την περίοδο που ο Στέφανος Μάνος ήταν υπουργός Εθνικής Οικονομίας‒ ξόδευαν αλόγιστα περισσότερα από όσα η οικονομία παρήγαγε. Αυτή ήταν η βασική αιτία της ανάγκης του δανεισμού. Το 2009 η πηγή του δανεισμού που χρηματοδοτούσε το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών του δημοσίου στέρεψε. Οι δημόσιες δαπάνες όμως δεν περιορίσθηκαν όσο θα έπρεπε. Η ανίερη συμμαχία του κρατισμού αντιστάθηκε σθεναρά στις σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που θα οδηγούσαν τη χώρα σε έξοδο από την κρίση ή εμπόδισαν στην πράξη την υλοποίησή τους. Έτσι, η μόνη πλέον πηγή κάλυψης των δαπανών είναι οι φόροι. Οι περισσότεροι πολίτες θεωρούν ότι οι φόροι επιβαρύνουν το εισόδημά τους. Αυτό ασφαλώς και ισχύει, αλλά οι περισσότεροι ανοργάνωτοι πολίτες δυσκολεύονται να αντιληφθούν ότι ο λόγος της επιβολής της υψηλής φορολογίας είναι η κρατική διόγκωση. Το μέγεθος με άλλες κουβέντες που καθορίζει την επιβάρυνση των φορολογουμένων δεν είναι οι φόροι αλλά οι κρατικές δαπάνες. Οι κρατικές δαπάνες είναι η αιτία της υψηλής φορολογίας.
Οι φόροι όμως έχουν σοβαρές παρενέργειες τόσο στην οικονομική υγεία των ατόμων και των οικογενειών τους όσο και στην πορεία της οικονομίας της χώρας. Διαβάζοντας κανείς προσεκτικά τον προϋπολογισμό του 2017 και συγκρίνοντάς τον με τους προϋπολογισμούς των ετών 2012 και 2014 διαπιστώνει ότι οι φόροι ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξάνονται καθ’ όλη τη διάρκεια της πενταετίας. Πιο συγκεκριμένα: Το 2012 με ΑΕΠ 193,7 δισ. ευρώ το κράτος εισέπραξε 47 δισ. ευρώ φόρους. Το 2014 με ΑΕΠ 187 δισ. ευρώ εισέπραξε 46 δισ. ευρώ φόρους και το 2017 με ΑΕΠ 178 δισ. ευρώ πρόκειται να εισπράξει 51 δισ. ευρώ φόρους. Επομένως το 2012 οι φόροι ανήλθαν στο 24,3% του ΑΕΠ, το 2014 στο 24,5% του ΑΕΠ και το 2017 θα εκτοξευθούν στο 28,7% του ΑΕΠ, ενώ και ως απόλυτο μέγεθος το 2017 πρόκειται να αυξηθούν τόσο σε σχέση με το 2012 όσο και σε σχέση με το 2014 κατά 4 και 5 δισ. ευρώ αντίστοιχα. Η φορολογία το 2017 σε σχέση με το 2012 θα αυξηθεί κατά 18,5%. Η αύξηση επιπλέον των φορολογικών βαρών των πολιτών στηρίζεται, όπως ομολογεί το Υπουργείο Οικονομικών, στην αύξηση της φορολογίας και όχι στον περιορισμό της φοροδιαφυγής. Δυστυχώς η κυβέρνηση αδυνατεί να αντιληφθεί αυτό που επισημάνθηκε στην αρχή του άρθρου, ότι η φορολογία είναι ένας από τους συντελεστές του κόστους της οικονομίας. Όταν αυτή αυξάνεται τα κέρδη περιορίζονται, οι οριακοί παραγωγοί φεύγουν από την αγορά, η προσφορά των αγαθών μειώνεται και πλήττεται συνολικά η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Η υπέρμετρη φορολόγηση έχει ήδη καταστρέψει την οικονομία και πρόκειται να προκαλέσει και νέα ακόμη μεγαλύτερη οικονομική ύφεση, χωρίς να προσφέρει όφελος σε όσους πραγματικά έχουν ανάγκη και κάποια ανταπόδοση σε όσους είναι συνεπείς φορολογούμενοι. Η ύφεση θα οδηγήσει σε κλείσιμο επιχειρήσεων, ανεργία, μείωση των εισοδημάτων, μείωση των καταθέσεων στις τράπεζες, εκτεταμένη φοροδιαφυγή, σταθερά υψηλή διαφθορά του δημοσίου τομέα, ενώ θα έχει ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα και τη μείωση των φορολογικών εσόδων. Τότε θα απαιτηθούν νέοι φόροι και ο φαύλος κύκλος της ύφεσης θα συνεχιστεί.
Είπαμε όμως, με τους φόρους θα καλυφθεί το κονδύλι των δαπανών. Αλλά ποιες είναι άραγε οι δαπάνες του κράτους που δεν μπορούν να περικοπούν και η εξυπηρέτησή τους προϋποθέτει την αφαίμαξη και τον μαρασμό της οικονομίας της χώρας; Ουδείς στην πραγματικότητα γνωρίζει πέραν της καλά οργανωμένης γραφειοκρατίας κάθε υπουργείου που κρατά πολύ καλά κρυμμένα τα μυστικά των κονδυλίων με τα οποία επιβαρύνει τους φορολογουμένους. O Αλέκος Παπαδόπουλος αναφέρει στο βιβλίο του «Τα βήματα του Έστερναχ. Η Ελλάδα μετά το 2010», ότι το 1995 ως υπουργός Οικονομικών κατέθεσε στη Βουλή έναν τόμο με όλες τις κρατικές δαπάνες που ίσχυαν τότε. Ήταν τέτοιος ο σάλος που προκλήθηκε από τις εξοργιστικές και εντελώς αδικαιολόγητες δαπάνες του Δημοσίου, τις οποίες απολάμβανε ένας πολύ μεγάλος αριθμός ομάδων ειδικών συμφερόντων, δημοσίων υπαλλήλων, συνδικαλιστών, συντεχνιών κ.λπ., που ο νόμος που προέβλεπε την υποχρεωτική κατάθεση στη Βουλή των στοιχείων αυτών καταργήθηκε λίγο αργότερα.
Απροκάλυπτα, πολιτικοί, γραφειοκράτες, συνδικαλιστές και κρατικοδίαιτοι επιχειρηματίες, δηλαδή οι καλά οργανωμένες ελίτ του πελατειακού κράτους έβαζαν και βάζουν το χέρι τους στην τσέπη των φορολογουμένων, αφαιρούν μέσω της νομοθετικής οδού και των θεσμών που δημιουργούν (extractive) πόρους από όσους παράγουν, όχι για να ικανοποιήσουν το κοινωνικό σύνολο αλλά για να διατηρήσουν τα εξωφρενικά προνόμια όσων δεν παράγουν. Στην πραγματικότητα το μεγαλύτερο μέρος των φορολογικών εσόδων καταβροχθίζεται από την ανίερη αυτή συμμαχία των προσοδοθηρικών ομάδων που ελέγχουν το μεγαλύτερο τμήμα του πολιτικού συστήματος.
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ακόμη ότι η παράλογη φορολογία οδηγεί σε άμεσο περιορισμό του ΑΕΠ μιας χώρας, αποτρέποντας επιχειρηματικές δραστηριότητες που θα μπορούσαν να αναπτυχθούν στο έδαφός της. Και, αντιστρόφως, η δημιουργία ανταγωνιστικού φορολογικού περιβάλλοντος είναι σε θέση να διευκολύνει τον επαναπατρισμό δραστηριοτήτων που συμβάλλουν άμεσα στην αύξηση της ανάπτυξης μιας χώρας.
Θα αναφέρουμε ένα και μόνο ενδεικτικό παράδειγμα. Το ελληνικό κράτος επιβάλλει φόρο επί των ασφαλίστρων με συντελεστή 15%. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι μεγάλες ναυτιλιακές εταιρείες ελληνικών συμφερόντων να συνάπτουν συμβάσεις ασφαλειών στο εξωτερικό και όχι στην Ελλάδα. Ο λόγος είναι προφανής, οι Έλληνες εφοπλιστές καταρτίζουν ασφαλιστικές συμβάσεις με ασφαλιστικές εταιρείες που εδρεύουν σε άλλες χώρες, όπου εκεί δεν φορολογούνται τα ασφάλιστρα. Περισσότερες από επτακόσιες (700) εφοπλιστικές εταιρείες ελληνικών συμφερόντων πληρώνουν κατ’ έτος περισσότερα από 5 δισ. δολάρια σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις του εξωτερικού. Το ορατό όφελος για το ελληνικό κράτος από τη φορολογία αυτή δεν πρέπει να ξεπερνά λίγες εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ ετησίως. Όμως η αόρατη απώλεια για την ελληνική οικονομία είναι 5 δισ. δολάρια, μεταφραζόμενη εκτός των άλλων σε απώλεια εκατοντάδων θέσεων εργασίας και πολλαπλάσιων εσόδων από το φόρο εισοδήματος, απώλεια ΦΠΑ, ασφαλιστικών εισφορών κ.ο.κ. Το ΑΕΠ της χώρας χάνει κάθε χρόνο περίπου 5 δισ. δολάρια, επιβαρύνοντας εκτός των άλλων αρνητικών συνεπειών τη σχέση χρέους προς ΑΕΠ. Κι όλα αυτά εξαιτίας ενός και μόνο ανόητου φόρου που κάποιος μανδαρίνος γραφειοκράτης του Υπουργείου Οικονομικών έπεισε έναν άσχετο υπουργό Οικονομικών να επιβάλει προκειμένου να καλυφθεί μια δαπάνη του Δημοσίου ή να γεννηθεί μια νέα.
Ωστόσο δεν βρισκόμαστε μπροστά σε κάποιο πρόβλημα που δεν είναι δυνατόν να λυθεί. Η λύση του προβλήματος υπάρχει χωρίς να χρειάζεται κανείς να εφεύρει τον τροχό. Βρίσκεται μπροστά στα μάτια μας, αρκεί να μελετήσει κάποιος τα διεθνώς επιτυχημένα παραδείγματα χωρών και τις βέλτιστες πρακτικές που έχουν αναπτυχθεί στο θέμα που μας απασχολεί. Η μοναδική λύση του προβλήματος είναι η δραστική μείωση των δαπανών του κράτους και της φορολογίας που αυτές προκαλούν, η κατάργηση κάθε παράλογου και κάθε αντισυνταγματικού φόρου. Η καθιέρωση ενός απλούστατου κατανοητού φορολογικού συστήματος και ενός ενιαίου φορολογικού συντελεστή όχι υψηλότερου από το 15% ή 20% του εισοδήματος φυσικών προσώπων και εταιρειών.
Η φορολογική επιβάρυνση από ένα σημείο και πέρα το οποίο στην Ελλάδα έχουμε κατά πολύ ξεπεράσει προ πολλού είναι αντιπαραγωγική. Καταργεί τα κίνητρα των ατόμων για παραγωγική εργασία και πλουτισμό, αδιαφορεί για την επιβράβευση της ατομικής προσπάθειας, μεταφέρει πόρους από την πραγματική οικονομία στον αντιπαραγωγικό δημόσιο τομέα και προκαλεί οικονομική ύφεση. Ο Φρανσουά Γκιζό προέτρεπε κάποτε τους Γάλλους «Πλουτίστε με την εργασία, την αποταμίευση και την τιμιότητα». Δεν έχουμε παρά να υιοθετήσουμε την προτροπή του.

* Δημοσιεύθηκε στο liberal.gr
http://www.liberal.gr/arthro/103921/apopsi/arthra/kratismos-kai-upsili-forologia-oi-asulliptoi-dolofonoi-tis-oikonomias-.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Οι δύο κανόνες

                              Από τα διδάγματα της ιστορίας μπορούμε να κατανοήσουμε τη σημασία που έχουν τα καλά δημόσια οικονομικά για την...