Το αποτέλεσμα των γαλλικών βουλευτικών εκλογών σε συνδυασμό με τη νίκη Μακρόν στις προεδρικές εκλογές είναι ιδιαίτερα σημαντικό για το μέλλον της Γαλλίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με τον δεύτερο γύρο των βουλευτικών εκλογών στη Γαλλία ολοκληρώθηκε μια σειρά εκλογικών αναμετρήσεων σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες που ξεκίνησε πριν από ένα περίπου χρόνο. Σε όλες αυτές τις εκλογικές αναμετρήσεις οι αντιευρωπαϊκές –όχι απλώς ευρωσκεπτικιστικές‒ πολιτικές δυνάμεις φάνταζαν προεκλογικά αρκετά ισχυρές να διεκδικήσουν την εξουσία με κυβερνητικό πρόγραμμα που αμφισβητούσε ευθέως τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος εισήγαγε την Ευρωπαϊκή Ένωση σε μια νέα εποχή αβεβαιότητας και ενίσχυσε ακόμη περισσότερο την πολιτική νομιμοποίηση ακραίων κομμάτων της δεξιάς και αριστεράς σε όλη την Ε.Ε. Είχε ωστόσο κι ένα θετικό αποτέλεσμα. Ο κίνδυνος διάλυσης της Ε.Ε. αφύπνισε ένα ετερόκλητο ‒σε κάθε περίπτωση‒ πανευρωπαϊκό ρεύμα φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων που για πρώτη φορά μετά το δημοψήφισμα στο Ηνωμένο Βασίλειο συναισθάνθηκαν ότι η ενωμένη Ευρώπη δεν είναι δεδομένη κι ότι ο εφιάλτης του μεσοπολέμου με την επικράτηση του ολοκληρωτισμού στην πλειονότητα των ευρωπαϊκών χωρών θα μπορούσε να επιστρέψει. Η εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ έστειλε μια ακόμη προειδοποίηση στους ευρωπαίους πολίτες για το μέλλον της Ένωσης. Η Ευρώπη μόνο ενωμένη μπορεί να αντιμετωπίσει τις οικονομικές προκλήσεις του διεθνούς ανταγωνισμού και τους κινδύνους που απειλούν τη δημοκρατία.
Τα αποτελέσματα των εκλογών στην Ισπανία, την Ολλανδία και την Αυστρία έδειξαν ότι οι ευρωπαίοι ψηφοφόροι έλαβαν σοβαρά υπόψη τους την προειδοποίηση και εξακολουθούν να εμπιστεύονται την ευρωπαϊκή ιδέα και τα θεμέλιά της, την ελεύθερη οικονομία, τα δικαιώματα του ατόμου και τους δημοκρατικούς θεσμούς. Η μεγάλη ελπίδα των αντιευρωπαϊκών κομμάτων των άκρων και του λαϊκισμού για τη «μεγάλη ανατροπή» παρέμεναν πλέον οι εκλογές στη Γαλλία, κυρίως οι προεδρικές της άνοιξης. Και δυνατά πουλέν οι Μελανσόν και Λεπέν, με ιδανικό σενάριο για τον πρώτο να περάσει μαζί με τη Λεπέν στον δεύτερο γύρο, κάτι που θα του εξασφάλιζε με μαθηματική βεβαιότητα και την εκλογή.
Πράγματι στις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις για πρόεδρο και κοινοβούλιο στη Γαλλία συντελέστηκε ιστορική ανατροπή, αλλά όχι αυτή που ανέμεναν οι δυνάμεις του αριστερού και δεξιού λαϊκισμού. Υπήρξε πραγματική ανατροπή του πολιτικού σκηνικού το οποίο διαμορφώθηκε στη χώρα από το Μάη του 1968 μέχρι σήμερα, περίοδο που σημαδεύτηκε από την σχεδόν απόλυτη κυριαρχία σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο των ιδεών του σοσιαλκρατισμού και της σοσιαλμανίας.
Η επικράτηση του κινήματος Μακρόν και η αξιοπρεπής εμφάνιση των κομμάτων της κεντροδεξιάς δημιουργεί τις στέρεες βάσεις για την εφαρμογή ενός μετριοπαθούς μεταρρυθμιστικού προγράμματος που δίνει έμφαση μεταξύ άλλων στην οικονομική ελευθερία, τη διεύρυνση των ευρωπαϊκών θεσμών, την άρση των αναχρονιστικών κανονιστικών ρυθμίσεων που ταλανίζουν δεκαετίες τη Γαλλική οικονομία, τη μείωση των φόρων και τον περιορισμό του κράτους. Δεν είναι τυχαίο ότι το κόμμα του Μακρόν εντάχθηκε αμέσως στην ευρωπαϊκή συμμαχία φιλελεύθερων και δημοκρατών (ΑLDE). Είναι νωρίς και επιπόλαιο βεβαίως να ισχυριστούμε ότι η Γαλλία του Μακρόν θα επιστρέψει στην ατομοκεντρική και αντικρατικιστική γαλλική παράδοση του Διαφωτισμού. Ωστόσο η συνεργασία των δυνάμεων του μεταρρυθμιστικού κέντρου, των φιλελεύθερων και της ευρωπαϊκής δεξιάς είναι το πρώτο και αποφασιστικό βήμα για κάτι τέτοιο.
Οι δυσκολίες που θα συναντήσει το κίνημα Μακρόν και ο ίδιος είναι πολλές. Κατεστημένες νοοτροπίες και κυρίαρχοι μύθοι δεκαετιών, ισχυρά συντεχνιακά συμφέροντα, μια καλά οργανωμένη γραφειοκρατία, τα κόμματα, οι πολιτικοί, ου μην αλλά και οι κρατικοδίαιτοι Γάλλοι επιχειρηματίες, συνθέτουν το αντιδραστικό μέτωπο –κάτι μας θυμίζει στην Ελλάδα‒ εναντίον των μεγάλων αλλαγών που χρειάζεται η Γαλλία για να μπορέσει να πρωταγωνιστήσει με εξωστρέφεια στην Ευρώπη. Δεν είναι άλλωστε λίγοι αυτοί που ταυτίζουν τη Γαλλία με την πιο κρατικιστική και παρωχημένη εκδοχή δυτικής δημοκρατίας. Αυτή είναι αναντιρρήτως η μία όψη της γαλλικής πραγματικότητας. Δεν είναι όμως η μόνη. Η δυναμική του μετώπου που υποστηρίζει –ή ίσως ανέχεται‒ τον Μακρόν έχει βαθιές ρίζες στη γαλλική κοινωνία κι εκφράζεται σήμερα από τα πιο δυναμικά και εξωστρεφή στρώματά της. Μη μας διαφεύγει ότι ο φιλελευθερισμός ακόμη κι αν δεν γεννήθηκε στη Γαλλία, στη χώρα αυτή μεγαλούργησε.
Στη Γαλλία από την εποχή των μεγάλων διαφωτιστών διανοουμένων, των εγκυκλοπαιδιστών, του Κοντορσέ, των μεγάλων φυσιοκρατών οικονομολόγων Γκουρναί, Κενέ, Νεμούρ, Τυργκό, Βογέρ κ.ά., του Μπενζαμίν Κονστάν και της Ζερμαίν Ζαέλ, του Τοκβίλ, του Μπαστιά, του Ζαν Μπατίστ Σέυ, του Ζακ Ρυφ, του Εντμόν Μαλενβώ, του Ραϋμόν Αρόν, του Μπερτράν ντε Ζουβενέλ, του Φρανσουά Ρεβέλ, του Γκυ Σορμάν, του Ραϋμόν Μπαρ και πολλών ακόμη, συναντάς μια φιλελεύθερη ‒οικονομική και πολιτική‒ παράδοση που ποτέ δεν έχει διακοπεί μέχρι σήμερα, ακόμη και τις πιο σκοτεινές περιόδους του σοσιαλκρατισμού. Οι Γάλλοι φιλελεύθεροι άντεξαν στη διάρκεια του 20ού αιώνα την ιδεολογική και πολιτική πίεση που άσκησαν στη χώρα του Αστερίξ οι ιδέες του αριστερού και δεξιού απολυταρχισμού και του κρατισμού και κράτησαν αναμμένο το φως της ελευθερίας.
Ας μην ξεχνάμε ότι στη δεκαετία του 1930, όταν οι ολοκληρωτικές ιδέες κυριαρχούσαν ‒με εκλογές ή πραξικοπήματα‒ στις περισσότερες χώρες της ευρωπαϊκής ηπείρου, η Γαλλία ήταν μια από τις ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις χωρών που εκλογικά αποδοκίμασαν με σταθερότητα τον φασισμό και τον κομμουνισμό και κατάφερε να παραμείνει ανοιχτή κοινωνία. Και στη δεκαετία του ’70 ήταν οι γάλλοι νέοι φιλόσοφοι Μπερνάρ Ανρί Λεβύ, Αντρέ Γκλυσκμάν, Ζαν Πωλ Ντολέ, Κριστιάν Ζαμπέ κ.ά. που αποδόμησαν σε θεωρητικό επίπεδο όσο κανείς άλλος τον μαρξισμό, προερχόμενοι μάλιστα όλοι από την αριστερά.
Στους Γάλλους πολίτες συναντάς μια έστω και ενδόμυχη προτίμηση προς την ελευθερία, ένα ισχυρό ηθικό συναίσθημα κατά των ολοκληρωτικών θεωριών και των πολιτικών άκρων.
Τα αποτελέσματα των γαλλικών εκλογών επιβεβαίωσαν τη νέα στροφή της Γαλλίας προς τη φιλελεύθερη δημοκρατία και διέψευσαν εκκωφαντικά τους μόνιμους προφήτες-αναλυτές της «μεγάλης ανατροπής» που πρόκειται από δεκαετία σε δεκαετία να ...συμβεί και του επερχόμενου αναπόφευκτα μαρξιστικού παραδείσου.
Προς απόδειξη παραθέτω τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία από το 1974 μέχρι σήμερα και αφήνω τα συμπεράσματα στους αναγνώστες:
Το 1974 ο συνασπισμός σοσιαλιστών-κομμουνιστών με ηγέτη το Μιτεράν συγκέντρωσε 43,25% και μαζί με άλλα μικρά αριστερά σχήματα η αριστερά κάθε εκδοχής έφθασε το 47,9%.
Το 1981 όλα τα αριστερά κόμματα συγκέντρωσαν 24,8% και οι σοσιαλιστές του Μιτεράν 25,85%. Σύνολο 50,5%.
Το 1988 όλα τα αριστερά σχήματα συγκέντρωσαν 15% και οι σοσιαλιστές του Μιτεράν 34,1%. Σύνολο 49,1%
Το 1995 όλα τα αριστερά σχήματα συγκέντρωσαν 14% και οι σοσιαλιστές του Ζοσπέν 23,3%. Σύνολο 37,3%
Το 2002 όλα τα αριστερά σχήματα συγκέντρωσαν 21,3% και οι σοσιαλιστές του Ζοσπέν 16,18%. Σύνολο 37,5%
Το 2007 όλα τα αριστερά σχήματα συγκέντρωσαν 10,3% και οι σοσιαλιστές της Ροαγιάλ 25,87%. Σύνολο 36,2%
Το 2012 όλα τα αριστερά σχήματα συγκέντρωσαν 15,1% και οι σοσιαλιστές του Ολάντ 28,63%. Σύνολο 43,8%
Το 2017 όλα τα αριστερά σχήματα συγκέντρωσαν 21,3% και οι σοσιαλιστές του Αμόν 6,4%. Σύνολο 27,7%.
Ποιες ήταν αντιστοίχως οι επιδόσεις της κεντροδεξιάς; Παραδοσιακά στη Γαλλία, ανεξάρτητα από την ονομασία, υπήρχαν δύο ισχυρά αστικά κόμματα, ένα κεντροδεξιό κι ένα συντηρητικό, το γκωλικό κόμμα. Στις προεδρικές εκλογές συμμετείχαν σχεδόν πάντα και κάποιοι ακόμα ανεξάρτητοι υποψήφιοι προερχόμενοι από την κεντροδεξιά ή την γκωλική δεξιά. Το σκηνικό επαναλήφθηκε και στις τελευταίες εκλογές. Τους κεντρώους εκπροσώπησε ο Μακρόν και τους συντηρητικούς δεξιούς ο Φιγιόν.
Το 1974, ο Ζισκάρ Ντ’ Εστέν εκπροσωπούσε τους κεντρώους και ο Ζακ Ντελμάς τους γκωλικούς. Έλαβαν αντίστοιχα 32,6% και 15,11% και μαζί με τον Ρογέρ 48,9%.
Το 1981, ο Ζισκάρ Ντ’ Εστέν έλαβε 28,3% και ο Ζακ Σιράκ 18%. Συνολικά οι τέσσερις κεντροδεξιοί και γκωλικοί συγκέντρωσαν 49,3%.
Το 1988, ο Ζακ Σιράκ έλαβε 19,94% και ο Ραϋμόν Μπαρ 16,55%. Συνολικά 36,5%.
Το 1995, ο Ζακ Σιράκ έλαβε 20,4% και ο Μπαλαντύρ 18,58%. Συνολικά οι τρεις κεντροδεξιοί και γκωλικοί συγκέντρωσαν 44,1%.
Το 2002, ο Ζακ Σιράκ έλαβε 19,88% και ο Μπαϋρού 6,8%. Συνολικά οι κεντροδεξιοί και γκωλικοί υποψήφιοι μαζί με τον εξαίρετο Αλαίν Μαντλέν συγκέντρωσαν 34%.
Το 2007, ο Σαρκοζύ έλαβε 31,2% και ο Μπαϋρού 18,57%. Συνολικά οι κεντροδεξιοί και συντηρητικοί συγκέντρωσαν το 52%.
Το 2012, ο Σαρκοζύ έλαβε 27,2% και ο Μπαϋρού 9,3%. Συνολικά οι κεντροδεξιοί και συντηρητικοί συγκέντρωσαν το 38,1%.
Το 2017 ο Μακρόν έλαβε 24% και ο Φιγιόν 20%. Συνολικά μαζί με τον Ντυπόν συγκέντρωσαν 48,7%.
Το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος εισήγαγε την Ευρωπαϊκή Ένωση σε μια νέα εποχή αβεβαιότητας και ενίσχυσε ακόμη περισσότερο την πολιτική νομιμοποίηση ακραίων κομμάτων της δεξιάς και αριστεράς σε όλη την Ε.Ε. Είχε ωστόσο κι ένα θετικό αποτέλεσμα. Ο κίνδυνος διάλυσης της Ε.Ε. αφύπνισε ένα ετερόκλητο ‒σε κάθε περίπτωση‒ πανευρωπαϊκό ρεύμα φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων που για πρώτη φορά μετά το δημοψήφισμα στο Ηνωμένο Βασίλειο συναισθάνθηκαν ότι η ενωμένη Ευρώπη δεν είναι δεδομένη κι ότι ο εφιάλτης του μεσοπολέμου με την επικράτηση του ολοκληρωτισμού στην πλειονότητα των ευρωπαϊκών χωρών θα μπορούσε να επιστρέψει. Η εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ έστειλε μια ακόμη προειδοποίηση στους ευρωπαίους πολίτες για το μέλλον της Ένωσης. Η Ευρώπη μόνο ενωμένη μπορεί να αντιμετωπίσει τις οικονομικές προκλήσεις του διεθνούς ανταγωνισμού και τους κινδύνους που απειλούν τη δημοκρατία.
Τα αποτελέσματα των εκλογών στην Ισπανία, την Ολλανδία και την Αυστρία έδειξαν ότι οι ευρωπαίοι ψηφοφόροι έλαβαν σοβαρά υπόψη τους την προειδοποίηση και εξακολουθούν να εμπιστεύονται την ευρωπαϊκή ιδέα και τα θεμέλιά της, την ελεύθερη οικονομία, τα δικαιώματα του ατόμου και τους δημοκρατικούς θεσμούς. Η μεγάλη ελπίδα των αντιευρωπαϊκών κομμάτων των άκρων και του λαϊκισμού για τη «μεγάλη ανατροπή» παρέμεναν πλέον οι εκλογές στη Γαλλία, κυρίως οι προεδρικές της άνοιξης. Και δυνατά πουλέν οι Μελανσόν και Λεπέν, με ιδανικό σενάριο για τον πρώτο να περάσει μαζί με τη Λεπέν στον δεύτερο γύρο, κάτι που θα του εξασφάλιζε με μαθηματική βεβαιότητα και την εκλογή.
Πράγματι στις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις για πρόεδρο και κοινοβούλιο στη Γαλλία συντελέστηκε ιστορική ανατροπή, αλλά όχι αυτή που ανέμεναν οι δυνάμεις του αριστερού και δεξιού λαϊκισμού. Υπήρξε πραγματική ανατροπή του πολιτικού σκηνικού το οποίο διαμορφώθηκε στη χώρα από το Μάη του 1968 μέχρι σήμερα, περίοδο που σημαδεύτηκε από την σχεδόν απόλυτη κυριαρχία σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο των ιδεών του σοσιαλκρατισμού και της σοσιαλμανίας.
Η επικράτηση του κινήματος Μακρόν και η αξιοπρεπής εμφάνιση των κομμάτων της κεντροδεξιάς δημιουργεί τις στέρεες βάσεις για την εφαρμογή ενός μετριοπαθούς μεταρρυθμιστικού προγράμματος που δίνει έμφαση μεταξύ άλλων στην οικονομική ελευθερία, τη διεύρυνση των ευρωπαϊκών θεσμών, την άρση των αναχρονιστικών κανονιστικών ρυθμίσεων που ταλανίζουν δεκαετίες τη Γαλλική οικονομία, τη μείωση των φόρων και τον περιορισμό του κράτους. Δεν είναι τυχαίο ότι το κόμμα του Μακρόν εντάχθηκε αμέσως στην ευρωπαϊκή συμμαχία φιλελεύθερων και δημοκρατών (ΑLDE). Είναι νωρίς και επιπόλαιο βεβαίως να ισχυριστούμε ότι η Γαλλία του Μακρόν θα επιστρέψει στην ατομοκεντρική και αντικρατικιστική γαλλική παράδοση του Διαφωτισμού. Ωστόσο η συνεργασία των δυνάμεων του μεταρρυθμιστικού κέντρου, των φιλελεύθερων και της ευρωπαϊκής δεξιάς είναι το πρώτο και αποφασιστικό βήμα για κάτι τέτοιο.
Οι δυσκολίες που θα συναντήσει το κίνημα Μακρόν και ο ίδιος είναι πολλές. Κατεστημένες νοοτροπίες και κυρίαρχοι μύθοι δεκαετιών, ισχυρά συντεχνιακά συμφέροντα, μια καλά οργανωμένη γραφειοκρατία, τα κόμματα, οι πολιτικοί, ου μην αλλά και οι κρατικοδίαιτοι Γάλλοι επιχειρηματίες, συνθέτουν το αντιδραστικό μέτωπο –κάτι μας θυμίζει στην Ελλάδα‒ εναντίον των μεγάλων αλλαγών που χρειάζεται η Γαλλία για να μπορέσει να πρωταγωνιστήσει με εξωστρέφεια στην Ευρώπη. Δεν είναι άλλωστε λίγοι αυτοί που ταυτίζουν τη Γαλλία με την πιο κρατικιστική και παρωχημένη εκδοχή δυτικής δημοκρατίας. Αυτή είναι αναντιρρήτως η μία όψη της γαλλικής πραγματικότητας. Δεν είναι όμως η μόνη. Η δυναμική του μετώπου που υποστηρίζει –ή ίσως ανέχεται‒ τον Μακρόν έχει βαθιές ρίζες στη γαλλική κοινωνία κι εκφράζεται σήμερα από τα πιο δυναμικά και εξωστρεφή στρώματά της. Μη μας διαφεύγει ότι ο φιλελευθερισμός ακόμη κι αν δεν γεννήθηκε στη Γαλλία, στη χώρα αυτή μεγαλούργησε.
Στη Γαλλία από την εποχή των μεγάλων διαφωτιστών διανοουμένων, των εγκυκλοπαιδιστών, του Κοντορσέ, των μεγάλων φυσιοκρατών οικονομολόγων Γκουρναί, Κενέ, Νεμούρ, Τυργκό, Βογέρ κ.ά., του Μπενζαμίν Κονστάν και της Ζερμαίν Ζαέλ, του Τοκβίλ, του Μπαστιά, του Ζαν Μπατίστ Σέυ, του Ζακ Ρυφ, του Εντμόν Μαλενβώ, του Ραϋμόν Αρόν, του Μπερτράν ντε Ζουβενέλ, του Φρανσουά Ρεβέλ, του Γκυ Σορμάν, του Ραϋμόν Μπαρ και πολλών ακόμη, συναντάς μια φιλελεύθερη ‒οικονομική και πολιτική‒ παράδοση που ποτέ δεν έχει διακοπεί μέχρι σήμερα, ακόμη και τις πιο σκοτεινές περιόδους του σοσιαλκρατισμού. Οι Γάλλοι φιλελεύθεροι άντεξαν στη διάρκεια του 20ού αιώνα την ιδεολογική και πολιτική πίεση που άσκησαν στη χώρα του Αστερίξ οι ιδέες του αριστερού και δεξιού απολυταρχισμού και του κρατισμού και κράτησαν αναμμένο το φως της ελευθερίας.
Ας μην ξεχνάμε ότι στη δεκαετία του 1930, όταν οι ολοκληρωτικές ιδέες κυριαρχούσαν ‒με εκλογές ή πραξικοπήματα‒ στις περισσότερες χώρες της ευρωπαϊκής ηπείρου, η Γαλλία ήταν μια από τις ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις χωρών που εκλογικά αποδοκίμασαν με σταθερότητα τον φασισμό και τον κομμουνισμό και κατάφερε να παραμείνει ανοιχτή κοινωνία. Και στη δεκαετία του ’70 ήταν οι γάλλοι νέοι φιλόσοφοι Μπερνάρ Ανρί Λεβύ, Αντρέ Γκλυσκμάν, Ζαν Πωλ Ντολέ, Κριστιάν Ζαμπέ κ.ά. που αποδόμησαν σε θεωρητικό επίπεδο όσο κανείς άλλος τον μαρξισμό, προερχόμενοι μάλιστα όλοι από την αριστερά.
Στους Γάλλους πολίτες συναντάς μια έστω και ενδόμυχη προτίμηση προς την ελευθερία, ένα ισχυρό ηθικό συναίσθημα κατά των ολοκληρωτικών θεωριών και των πολιτικών άκρων.
Τα αποτελέσματα των γαλλικών εκλογών επιβεβαίωσαν τη νέα στροφή της Γαλλίας προς τη φιλελεύθερη δημοκρατία και διέψευσαν εκκωφαντικά τους μόνιμους προφήτες-αναλυτές της «μεγάλης ανατροπής» που πρόκειται από δεκαετία σε δεκαετία να ...συμβεί και του επερχόμενου αναπόφευκτα μαρξιστικού παραδείσου.
Προς απόδειξη παραθέτω τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία από το 1974 μέχρι σήμερα και αφήνω τα συμπεράσματα στους αναγνώστες:
Το 1974 ο συνασπισμός σοσιαλιστών-κομμουνιστών με ηγέτη το Μιτεράν συγκέντρωσε 43,25% και μαζί με άλλα μικρά αριστερά σχήματα η αριστερά κάθε εκδοχής έφθασε το 47,9%.
Το 1981 όλα τα αριστερά κόμματα συγκέντρωσαν 24,8% και οι σοσιαλιστές του Μιτεράν 25,85%. Σύνολο 50,5%.
Το 1988 όλα τα αριστερά σχήματα συγκέντρωσαν 15% και οι σοσιαλιστές του Μιτεράν 34,1%. Σύνολο 49,1%
Το 1995 όλα τα αριστερά σχήματα συγκέντρωσαν 14% και οι σοσιαλιστές του Ζοσπέν 23,3%. Σύνολο 37,3%
Το 2002 όλα τα αριστερά σχήματα συγκέντρωσαν 21,3% και οι σοσιαλιστές του Ζοσπέν 16,18%. Σύνολο 37,5%
Το 2007 όλα τα αριστερά σχήματα συγκέντρωσαν 10,3% και οι σοσιαλιστές της Ροαγιάλ 25,87%. Σύνολο 36,2%
Το 2012 όλα τα αριστερά σχήματα συγκέντρωσαν 15,1% και οι σοσιαλιστές του Ολάντ 28,63%. Σύνολο 43,8%
Το 2017 όλα τα αριστερά σχήματα συγκέντρωσαν 21,3% και οι σοσιαλιστές του Αμόν 6,4%. Σύνολο 27,7%.
Ποιες ήταν αντιστοίχως οι επιδόσεις της κεντροδεξιάς; Παραδοσιακά στη Γαλλία, ανεξάρτητα από την ονομασία, υπήρχαν δύο ισχυρά αστικά κόμματα, ένα κεντροδεξιό κι ένα συντηρητικό, το γκωλικό κόμμα. Στις προεδρικές εκλογές συμμετείχαν σχεδόν πάντα και κάποιοι ακόμα ανεξάρτητοι υποψήφιοι προερχόμενοι από την κεντροδεξιά ή την γκωλική δεξιά. Το σκηνικό επαναλήφθηκε και στις τελευταίες εκλογές. Τους κεντρώους εκπροσώπησε ο Μακρόν και τους συντηρητικούς δεξιούς ο Φιγιόν.
Το 1974, ο Ζισκάρ Ντ’ Εστέν εκπροσωπούσε τους κεντρώους και ο Ζακ Ντελμάς τους γκωλικούς. Έλαβαν αντίστοιχα 32,6% και 15,11% και μαζί με τον Ρογέρ 48,9%.
Το 1981, ο Ζισκάρ Ντ’ Εστέν έλαβε 28,3% και ο Ζακ Σιράκ 18%. Συνολικά οι τέσσερις κεντροδεξιοί και γκωλικοί συγκέντρωσαν 49,3%.
Το 1988, ο Ζακ Σιράκ έλαβε 19,94% και ο Ραϋμόν Μπαρ 16,55%. Συνολικά 36,5%.
Το 1995, ο Ζακ Σιράκ έλαβε 20,4% και ο Μπαλαντύρ 18,58%. Συνολικά οι τρεις κεντροδεξιοί και γκωλικοί συγκέντρωσαν 44,1%.
Το 2002, ο Ζακ Σιράκ έλαβε 19,88% και ο Μπαϋρού 6,8%. Συνολικά οι κεντροδεξιοί και γκωλικοί υποψήφιοι μαζί με τον εξαίρετο Αλαίν Μαντλέν συγκέντρωσαν 34%.
Το 2007, ο Σαρκοζύ έλαβε 31,2% και ο Μπαϋρού 18,57%. Συνολικά οι κεντροδεξιοί και συντηρητικοί συγκέντρωσαν το 52%.
Το 2012, ο Σαρκοζύ έλαβε 27,2% και ο Μπαϋρού 9,3%. Συνολικά οι κεντροδεξιοί και συντηρητικοί συγκέντρωσαν το 38,1%.
Το 2017 ο Μακρόν έλαβε 24% και ο Φιγιόν 20%. Συνολικά μαζί με τον Ντυπόν συγκέντρωσαν 48,7%.
Στις βουλευτικές εκλογές ο κεντρώος συνασπισμός των Μακρόν - Μπαϋρού έλαβε 32,33% και τα τρία δεξιά κόμματα 21,56%. Συνολικά 53,89%. Οι σοσιαλιστές και άλλα κόμματα της μετριοπαθούς ευρωπαϊκής αριστεράς 9,51%, το κόμμα του Μελανσόν μαζί με το ΓΚΚ 13,75% και η άκρα δεξιά 13,20%.
Από τα παραπάνω καθίσταται εμφανές ότι οι κεντρώες, φιλελεύθερες και κεντροδεξιές δυνάμεις αύξησαν τα ποσοστά τους τόσο στις προεδρικές όσο και στις βουλευτικές εκλογές, ενώ η αριστερά στο σύνολό της (Σοσιαλιστές, μετριοπαθής και οικολογική αριστερά, αντιευρωπαϊκή αριστερά και κομμουνιστές) συγκέντρωσε το μικρότερο ποσοστό περίπου των τελευταίων πενήντα (50) ετών.
Οι Γάλλοι, πιστοί στις ρίζες και στις παραδόσεις τους ψήφισαν τόσο για το καλό της Γαλλίας, όσο και για το καλό της ενωμένης Ευρώπης και της ελευθερίας.
Οι Γάλλοι, πιστοί στις ρίζες και στις παραδόσεις τους ψήφισαν τόσο για το καλό της Γαλλίας, όσο και για το καλό της ενωμένης Ευρώπης και της ελευθερίας.
* Δημοσιεύθηκε στις 26.6.2017στο liberal.gr.
http://www.liberal.gr/arthro/147166/apopsi/arthra/europaiki-anoixi-eleutherias-me-galliko-aroma-.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου