Με την ψήφιση του πολυνομοσχεδίου την περασμένη Τετάρτη η χώρα εισέρχεται
σε έναν καινούργιο οικονομικό κύκλο που θα διαρκέσει περίπου έως το τέλος του
2023. Το κύριο χαρακτηριστικό του κύκλου αυτού θα είναι η συνέχιση της
δημοσιονομικής προσαρμογής που ξεκίνησε το 2010, με έμφαση κατά κανόνα σε ακόμη
μεγαλύτερη αύξηση της φορολογίας και σε ακόμη μεγαλύτερη μείωση της ζήτησης. Με
περίπου 40 δισ. ευρώ επιπλέον δημόσιο χρέος (εσωτερικό και εξωτερικό),
αποκλειστικά «Έργο Τσίπρα», είναι αυτονόητο ότι οι τόκοι του χρέους αγγίζουν το
3,5% του ΑΕΠ και σχεδόν εκμηδενίζουν το πρωτογενές πλεόνασμα.
Το αποτέλεσμα της αύξησης ή έστω της διατήρησης στα σημερινά επίπεδα της
φορολογίας έχει ως συνέπεια την επιβάρυνση της οικονομίας (των ισολογισμών
επιχειρήσεων και νοικοκυριών). Με τους φόρους και τις ασφαλιστικές εισφορές να
αυξάνονται ‒σε αντίθεση με όλες τις άλλες χώρες του ΟΟΣΑ‒ το αποτέλεσμα θα
είναι η περαιτέρω μείωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και η περαιτέρω συρρίκνωση
της φορολογικής βάσης. Η τελευταία θα εκδηλωθεί ποικιλοτρόπως, με εκπατρισμό
νέων επιστημόνων, εύρωστων επιχειρήσεων, με πτωχεύσεις των οριακών «παικτών»
της αγοράς και με αύξηση των περιπτώσεων της φοροαποφυγής, της φοροδιαφυγής και
της φορολογικής απάτης.
Ενόψει αυτών των κινδύνων η κυβέρνηση επιδιώκει στη διαπραγμάτευση με τους
Θεσμούς με κάθε τρόπο και ως απόλυτη προτεραιότητα την ελάφρυνση του δημοσίου
χρέους. Για μια ακόμη φορά η κυβέρνηση δεν επιθυμεί να κατανοήσει ότι το
κρίσιμο ζητούμενο για την ελληνική οικονομία είναι η ανάκτηση της
ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικής δυναμικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Οι επενδυτές αποφεύγουν την Ελλάδα όχι γιατί έχει υψηλό δημόσιο χρέος, αλλά
επειδή δεν έχουν εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση ότι θα υλοποιήσει ένα πακέτο
μεταρρυθμίσεων που θα αυξήσουν επενδύσεις και εξαγωγές. Η ελάφρυνση του χρέους
χωρίς μεταρρυθμίσεις, και με αριστερούς λαϊκιστές στο τιμόνι του κράτους, θα
ήταν καταστροφική καθώς θα οδηγούσε εκ νέου σε πελατειακές διευκολύνσεις
διαφόρων συντεχνιών και προσοδοθηρικών ομάδων, ψηφοθηρικές παροχές και αργά ή
γρήγορα σε νέα ελλείμματα. Αντιθέτως, η ελάφρυνση του χρέους θα ήταν επιθυμητή μόνο
εάν συνδυαζόταν με μεταρρυθμίσεις που στοχεύουν στο άνοιγμα των αγορών, σε
μείωση του κράτους, σε άρση των κανονιστικών εμποδίων της οικονομίας και σε
ιδιωτικοποιήσεις. Όλα όσα δηλαδή έχει η κυβέρνηση δεσμευθεί να υλοποιήσει
σύμφωνα με το τρέχον πρόγραμμα και δεν πράξει ακόμη.
Για να καταστεί η ελληνική οικονομία ανταγωνιστική και για να αποκτήσει την
παραγωγική βάση που θα επιτρέψει την παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων
χρειάζεται:
‒ λιγότερους φόρους, περισσότερους πόρους δηλαδή για την παραγωγική και όχι
την παρασιτική οικονομία.
‒ μικρότερη γραφειοκρατία, άρα καλύτερες υπηρεσίες και μικρότερο κόστος σε
χρόνο και χρήμα για την επιχειρηματική δραστηριότητα και τη ζωή των πολιτών.
‒ ιδιωτικοποιήσεις, οι οποίες θα μειώσουν τις κρατικές δαπάνες
διευκολύνοντας τη δημοσιονομική προσαρμογή και θα επιταχύνουν την ανάπτυξη με
την εντονότερη δραστηριοποίηση του ιδιωτικού τομέα και τη δημιουργία συνθηκών
ανταγωνισμού στην οικονομία.
*Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο στις 15 Ιουνίου 2018.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου