Η πρόκληση που έχει να αντιμετωπίσει η επόμενη κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι η
δραστική μείωση της φορολογίας υπό τη δαμόκλειο σπάθη των αυστηρών
δημοσιονομικών δεσμεύσεων που έχει αναλάβει η παρούσα κυβέρνηση και του καθεστώτος
αυξημένης επιτήρησης που ισχύει για χώρες μετά την έξοδό τους από κάποιο
πρόγραμμα σταθεροποίησης. Θα μπορούσε να συνοψισθεί με τη φράση «ή τους
μειώνουμε [τους φόρους] ή μας τελειώνουν» για να παραφράσουμε και παλαιότερο
σύνθημα του κ. Τσίπρα. Θα αντιτείνει κάποιος: «Και πώς η χώρα θα ανταποκριθεί
στη δέσμευση για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα;».
Σε κάθε δυσεπίλυτο πρόβλημα στην οικονομία υπάρχουν η κρατική «λύση» και η
λύση της αγοράς. Η πρώτη, είναι σχεδόν πάντοτε λύση εντός εισαγωγικών, ποτέ δεν
κατορθώνει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Κατορθώνει όμως να αυξάνει τη
νομοθεσία, τα προνόμια των κρατικών γραφειοκρατών που είναι επιφορτισμένοι για
την επίλυσή του και το βάρος των φορολογουμένων. Βλέπει μόνο το πρόσκαιρο
όφελος και ποτέ τη μακροπρόθεσμη καταστροφή, τις ορατές και όχι τις αόρατες
συνέπειες. Ευτυχώς υπάρχει και η λύση της αγοράς. Αυτή δεν εμπιστεύεται το
υδροκέφαλο κράτος αλλά ένα αυτορρυθμιζόμενο σύστημα δισεκατομμυρίων επιλογών
και αποφάσεων ελευθέρων δρώντων ατόμων. Κατανοεί ότι οι δυσβάστακτοι φόροι
μειώνουν την ανταγωνιστικότητα της χώρας, εξαφανίζουν την αποταμίευση, στερούν
την παραγωγική οικονομία από τους αναγκαίους πόρους για επενδύσεις, μειώνουν
την παραγωγικότητα ατόμων και επιχειρήσεων και κατ’ επέκταση την απασχόληση.
Συγχρόνως η αδικία ενός συστήματος που τιμωρεί ‒μέσω της υψηλής και
προοδευτικής φορολογίας‒ τους παραγωγικότερους πολίτες και η έλλειψη
ανταποδοτικότητας των φόρων οδηγεί τα άτομα σε φοροδιαφυγή. Η φοροδιαφυγή έχει
κι αυτή σημαντικό κόστος για όσους φοροδιαφεύγουν, ενώ από την άλλη πλευρά η
αντιμετώπισή της κοστίζει τεράστια ποσά στο κράτος, το οποίο υποχρεώνεται να
δημιουργεί όλο και πιο πολύπλοκους και πολυδάπανους μηχανισμούς πάταξης της
φοροδιαφυγής, συντηρούμενους από τα χρήματα των συνεπών φορολογουμένων. Από την
οικονομική ιστορία και την οικονομική επιστήμη έχει αποδειχθεί ότι από ένα όριο
και πάνω, το οποίο, ας σημειωθεί, η Ελλάδα έχει προ πολλού ξεπεράσει, οι φόροι
καταστρέφουν τα κίνητρα των επιτυχημένων ατόμων να παράγουν πλούτο και μειώνουν
τα έσοδα του κράτους.
Η λύση του δημοσιονομικού προβλήματος της χώρας προϋποθέτει ασφαλώς τον
δραστικό περιορισμό των δαπανών του κράτους. Ταυτοχρόνως όμως προϋποθέτει την απλοποίηση
και την αλλαγή της αρχιτεκτονικής του φορολογικού μας συστήματος. Στο σημερινό
σύστημα της προοδευτικής φορολογίας δεν υπάρχει καμμία απολύτως οικονομική
λογική. Η μόνη εξήγηση είναι ο φθόνος εναντίον των επιτυχημένων. Η προοδευτική
φορολογία λειτουργεί αντιαναπτυξιακά διότι πλήττει το κέρδος και την οικονομική
επιτυχία.
Από την προσεκτική μελέτη των πλέον προσφάτων δημοσιευμένων στοιχείων της
ΑΑΔΕ υπολογίζουμε ότι, εάν αντικαθιστούσαμε τη σημερινή προοδευτική κλίμακα
φορολογίας με έναν ενιαίο φορολογικό συντελεστή 20% που θα ίσχυε για το
άθροισμα των δηλωθέντων εισοδημάτων με εξαίρεση το εισόδημα από κεφάλαιο, τα
κρατικά έσοδα από τη φορολογία εισοδήματος θα ήσαν σχεδόν διπλάσια σε σχέση με
τα εκκαθαρισθέντα. Εάν ακόμη ‒για λόγους κοινωνικής πολιτικής‒, παρείχαμε
έκπτωση φόρου, η οποία θα ήταν για τα πρώτα 5.000 € του εισοδήματος στο 100%
του φόρου, για τα επόμενα 5.000 € στο 80% του φόρου και για τα επόμενα 5000 €
(έως τα 15.000 €) στο 60% του φόρου, τότε τα έσοδα από τη φορολογία εισοδήματος
θα εξακολουθούσαν να υπερβαίνουν σημαντικά όσα εκκαθάρισε το κράτος με το
ισχύον σύστημα ενώ θα υπερκάλυπταν και τα έσοδα από το χαράτσι της έκτακτης
εισφοράς αλληλεγγύης. Η απλοποίηση του συστήματος θα εξοικονομούσε επιπλέον τεράστιους
πόρους τόσο στο κράτος από τον δραστικό περιορισμό της γραφειοκρατίας, της
πολυνομίας και της φοροδιαφυγής όσο και στους φορολογούμενους πολίτες, οι
οποίοι δεν θα ήσαν αναγκασμένοι να καταφεύγουν σε λογιστές και φοροτεχνικούς
για να συμπληρώσουν τη φορολογική τους δήλωση μέσα στο λαβυρινθώδες taxisnet.
Όπερ έδει δείξαι.
* Δημοσιεύθηκε στην ΕΣΤΙΑ της 23ης Ιουλίου 2018.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου