Στις βρετανικές εκλογές του 1906 εμφανίστηκε μια από τις πιο επιτυχημένες
εκλογικές καμπάνιες στην ιστορία, «Το μικρό και το μεγάλο καρβέλι». Με αυτήν οι
πολιτικοί που εναντιώνονταν στην επάνοδο στον προστατευτισμό κατάφεραν να
εκλαϊκεύσουν και να πείσουν το εκλογικό σώμα ότι η τιμή του ψωμιού θα ανέβαινε εάν
η βρετανική κυβέρνηση επέστρεφε στην καταστροφική πολιτική του δασμολογίου.
Με αντίστοιχα εκλαϊκευμένα παραδείγματα θα έπρεπε οι σύγχρονοι φιλελεύθεροι
πολιτικοί να αποδεικνύουν στους φορολογούμενους ότι η επιβολή κάθε νέου ή η
αύξηση των συντελεστών κάποιου υφιστάμενου φόρου οδηγεί σε μείωση της
αγοραστικής τους δύναμης χωρίς ανταπόδοση από το κράτος.
Δυστυχώς συμβαίνει το αντίθετο. Η προπαγάνδα των κρατιστών στον δημόσιο
διάλογο για την αναγκαιότητα των πάσης φύσεως φόρων παραπλανά συνεχώς τους
πολίτες με διλήμματα του τύπου: «Πρέπει το κράτος με τα έσοδα από τη φορολογία να
παρέχει καλύτερες υπηρεσίες;». Ποιος θα μπορούσε βεβαίως να απαντήσει «όχι»;
Αλλά ακόμη κι αν το ερώτημα επαναδιατυπωθεί κάπως έτσι: «Θέλετε το κράτος να
παρέχει καλύτερες υπηρεσίες ή να μειωθούν οι φόροι;» και στην περίπτωση αυτή
πρόκειται για παραπλανητική προπαγάνδα υπέρ των συμφερόντων της γραφειοκρατίας.
Στην πραγματικότητα τέτοιου τύπου χονδροκομμένα ρητορικά ερωτήματα
στερούνται οποιασδήποτε σημασίας και διατυπώνονται με σκοπό να δικαιολογήσουν
την ωμή κλοπή μέρους του εισοδήματος του πολίτη μέσω της φορολογίας από το
κράτος υπέρ των ευνοημένων από αυτό προσοδοθηρικών ομάδων. Ο πολίτης-ψηφοφόρος
δεν είναι σε θέση να γνωρίζει το επιπλέον ποσό που πρέπει να καταβάλει σε
φόρους για τις καλύτερες πρόσθετες υπηρεσίες ούτε ποια πρόσθετα ανταλλάγματα
μπορεί να προσδοκά καταβάλλοντας περισσότερους φόρους.
Αντιθέτως, όταν κάποιος επισκέπτεται ένα εμπορικό κατάστημα δεν πρόκειται
να δαπανήσει χρήματα εάν δεν ενημερωθεί προηγουμένως για τις τιμές των
προϊόντων και τις ποσότητες που μπορεί να αγοράσει από κάθε είδος προϊόντος. Εάν
δεν αναγράφεται σε ένα προϊόν η τιμή του θα ρωτήσει πόσο κοστίζει. Για
σκεφτείτε ο πωλητής να απαντήσει στον καταναλωτή αόριστα, όπως το κράτος απαντά
στους φορολογουμένους. Ο τελευταίος δεν πρόκειται να αγοράσει το προϊόν.
Μάλιστα, όσο πιο ακριβό είναι ένα προϊόν τόσο μικρότερες ποσότητες από αυτό
τείνει να αγοράσει ένας καταναλωτής, γιατί αλλιώς θα πρέπει να στερηθεί άλλες
αγορές προϊόντων ή υπηρεσιών. Τα διαθέσιμα χρήματα δεν είναι ανεξάντλητα. Η
οικονομική επιστήμη διδάσκει ότι χωρίς τιμή δεν υπάρχει ζήτηση.
Είναι αλήθεια ότι ο φορολογούμενος πληρώνει φόρους και για υπηρεσίες που
δεν θα χρησιμοποιήσει ποτέ ο ίδιος (π.χ. οι άνδρες για τις γυναικείες τουαλέτες
μιας δημόσιας υπηρεσίας). Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχουν υπηρεσίες και
αγαθά που παρέχονται από το κράτος και δεν κοστίζουν. Πώς θα συμπεριφερθεί λοιπόν
ο φορολογούμενος, εάν οι φόροι που θα κληθεί να πληρώσει για να λάβει αυτός ή
κάποιος άλλος, διάφορες –έστω γνωστές εκ των προτέρων σ’ αυτόν‒ υπηρεσίες από
το κράτος είναι x ή 2x ή x2; Η απάντησή του κάθε φορά θα είναι διαφορετική, όπως
διαφορετική θα είναι στην περίπτωση που το κράτος υποσχεθεί βελτίωση στην
παροχή των υπηρεσιών του κατά 5%, 10% ή 15%.
Η εποχή των μη κοστολογημένων κρατικών υπηρεσιών και της ανοχής στην
κρατική σπατάλη πρέπει να τελειώσει.
* Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο στις 20 Ιουλίου 2018.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου