Την
προηγούμενη Τετάρτη παρουσιάστηκε το συλλογικό έργο «Το κίνητρο του κέρδους
στην εκπαίδευση» σε επιμέλεια James
B. Stanfield (εκδ. Παπαδόπουλος, ΚεΦιΜ).
Οι συγγραφείς του, όλοι έγκριτοι επιστήμονες, ανατρέπουν με επιχειρήματα και
αποδείξεις την εδραιωμένη για πολλές δεκαετίες πεποίθηση-ταμπού ότι το κέρδος
και οι εκπαίδευση είναι έννοιες εκ διαμέτρου αντίθετες.
Η
ιδεολογική «καταγγελία» της επιδίωξης του κέρδους στην εκπαίδευση και η
πεποίθηση για την ορθότητά της ήταν τόσο μεγάλες μέχρι και το πρόσφατο
παρελθόν, ώστε ακόμη και επιχειρηματίες της εκπαίδευσης να αισθάνονται
δυσάρεστα να παραδεχθούν ανοιχτά ότι το κίνητρό τους είναι το κέρδος. Κι όμως η
επιδίωξη του κέρδους στην εκπαίδευση είναι τόσο σημαντική όσο και σε
οποιαδήποτε άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα. Ίσως στην εκπαίδευση να είναι μάλιστα
περισσότερο απαραίτητη από οπουδήποτε αλλού.
Είναι
αναντίρρητο γεγονός ότι η γνώση στις μέρες μας αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους
συντελεστές παραγωγής πόρων. Η εκπαίδευση είναι ο κυριότερος παραγωγός
γνωστικού κεφαλαίου. Το κίνητρο του κέρδους με τη σειρά του κινητοποιεί τα
άτομα να επιτελούν λειτουργίες, ενισχύει τον ανταγωνισμό και την καινοτομία,
διαδίδει τη γνώση και κατευθύνει τους πόρους στις πλέον παραγωγικές χρήσεις.
Μια
βασική αντίρρηση στα παραπάνω είναι πως το κέρδος στην εκπαίδευση δεν το
απολαμβάνουν όλοι αλλά πολύ λίγοι. Οι περισσότεροι είναι τάχα οι χαμένοι. Αυτή
η μηδενικού αθροίσματος αντίληψη είναι εσφαλμένη. Ο επιχειρηματίας υπηρεσιών
εκπαίδευσης θα πρέπει σε περιβάλλον ανταγωνισμού να προσελκύσει όσο το δυνατόν
περισσότερους καταναλωτές. Πρέπει συνεπώς να τους προσφέρει καλύτερες υπηρεσίες
από τους ανταγωνιστές του. Στην οικονομία της αγοράς όμως, όποιος δεν ενδιαφέρεται
για τους πελάτες του εξαφανίζεται. Η επιδίωξη του κέρδους και όχι ο νεφελώδης
αλτρουισμός είναι αυτό που κάνει τον επιχειρηματία να ενδιαφερθεί για το
συμφέρον του πελάτη του.
Η
επόμενη αντίρρηση είναι ότι η επιδίωξη του κέρδους στην εκπαίδευση δημιουργεί
μεν εξαιρετικά αποτελέσματα αλλά ταυτοχρόνως δημιουργεί και κοινωνικές
ανισότητες. Στο βιβλίο αποδεικνύεται ότι οι περισσότερο κερδισμένοι από την
εφαρμογή του περίφημου κουπονιού εκπαίδευσης και της ελεύθερης επιλογής
σχολείου (δημόσιου, ιδιωτικού κερδοσκοπικού ή μη) είναι οι μαθητές και φοιτητές
με χαμηλότερο οικονομικό και κοινωνικό υπόβαθρο. Όπως υποστήριζε ο νομπελίστας
οικονομολόγος Γκάρυ Μπέκερ, για το σύστημα των κουπονιών εκπαίδευσης, «τα
παιδιά που μειονεκτούν κοινωνικά, είναι εκείνα ακριβώς που θα ωφεληθούν
περισσότερο από τη φοίτησή τους σε ένα ιδιωτικό σχολείο» και όχι βεβαίως οι
πλούσιοι.
Παρ’ όλα αυτά, όπως αποδεικνύουν οι συγγραφείς
και πλήθος άλλων εξειδικευμένων μελετών, η εισαγωγή του κινήτρου του κέρδους
στην εκπαίδευση δεν είναι κάτι εχθρικό με τη δημόσια παιδεία αλλά με τον
κρατισμό που επιβάλλει τον υπερσυγκεντρωτισμό και καλλιεργεί τη λογική του
«καρμπόν» στην εκπαίδευση. Μπορείς να έχεις λ.χ. δημόσια σχολεία, αλλά το
κράτος να παραχωρεί τη διοίκησή τους σε κερδοσκοπικές επιχειρήσεις εκπαίδευσης
που διαθέτουν την κατάλληλη τεχνογνωσία. Εταιρείες τέτοιου τύπου, όπως είναι
σήμερα στις ΗΠΑ οι National Heritage Academies, η Mosaica και η Leona, διασφαλίζουν την ποιότητα των εκπαιδευτικών υπηρεσιών, την ασφάλεια
στο σχολικό περιβάλλον, τη λογοδοσία των εκπαιδευτικών, ενώ περιορίζουν
σημαντικά το διοικητικό κόστος και βελτιώνουν τις μαθητικές επιδόσεις.
* Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο στις 25 Μαΐου 2018.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου