Το
1974, ο καθηγητής των οικονομικών Άρθουρ Λάφερ στη διάρκεια ενός δείπνου με
τους στενούς συνεργάτες του προέδρου Φορντ, Ντόναλντ Ράμσφελντ και Ντικ Τσένι,
σε μια χαρτοπετσέτα εξήγησε στους ομοτράπεζούς του, με κατανοητό για την
περίσταση τρόπο, την ομώνυμη καμπύλη του, αναπαριστώντας τη σχέση μεταξύ
φορολογικών συντελεστών και φορολογικών εσόδων. Όταν το κράτος αυξάνει τους
φορολογικούς συντελεστές του ‒από κάποιο ποσοστό και πάνω‒ δεν αποκομίζει
αντίστοιχα έσοδα. Τουναντίον τα έσοδά του μειώνονται. Οι περισσότεροι
φορολογούμενοι (φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις) δεν έχουν κίνητρο ν’ αυξήσουν
το εισόδημά τους και τις παραγωγικές επενδύσεις τους, όσοι έχουν τη δυνατότητα αλλάζουν
φορολογική έδρα, κι άλλοι αναζητούν νόμιμους τρόπους να μην πληρώνουν φόρους
και κάποιοι απλώς φοροδιαφεύγουν. Αντιθέτως, η μείωση των φόρων ενισχύει τα κίνητρα των ατόμων να
εντείνουν την επαγγελματική τους προσπάθεια με αποτέλεσμα να αυξάνονται το
εγχώριο προϊόν, η ιδιωτική αποταμίευση και τα δημόσια έσοδα.
Η συνέχεια δικαίωσε το Λάφερ. Από
τους πρώτους μήνες της προεδρίας Ρήγκαν οι ΗΠΑ μείωσαν τον ανώτατο φορολογικό
συντελεστή από 70% σε 28%. Ο ανώτατος φορολογικός συντελεστής εφαρμοζόταν το
1980 σε εισοδήματα άνω των διακοσίων χιλιάδων δολαρίων. Τον πρώτο χρόνο οι αντιδράσεις
των υποστηρικτών των υψηλών φορολογικών συντελεστών ήταν έντονες. Στο τέλος της
θητείας του πιο επιτυχημένου προέδρου της σύγχρονης ιστορίας των ΗΠΑ, ο αριθμός
των φορολογουμένων που δήλωναν εισόδημα άνω των διακοσίων χιλιάδων είχε
επταπλασιασθεί και τα φορολογικά έσοδα αντιστοίχως από 19 δισ. δολάρια το 1980
έφθασαν τα 100 δισ. δολάρια το 1988. Σήμερα στις ΗΠΑ θα θεωρούνταν τρελός
κάποιος που θα ζητούσε αύξηση του ανώτατου συντελεστή της φορολογίας στα
επίπεδα του 1980. Μάλιστα ο νέος υπουργός Οικονομικών Στίβεν Μνούσιν, με σκοπό
την τόνωση της μικρομεσαίας και ατομικής επιχειρηματικότητας, προωθεί τη
δραστική μείωση του ανώτατου συντελεστή από 39,6% στο μικρότερο κατά το
δημοσιονομικά δυνατόν ποσοστό.
Από τη δεκαετία του ’80 μέχρι σήμερα
η πολιτική της χαμηλής φορολογίας έχει ακολουθηθεί από τις περισσότερες χώρες,
όταν έγινε πλέον συνείδηση, ότι η αυξημένη φορολογία αφαιμάσσει την
οικονομία από τα κεφάλαια που χρειάζεται για να αναπτυχθεί, αποτελεί εμπόδιο
στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων και λειτουργεί ως έμμεση επιδότηση της
οικονομίας εκείνων των χωρών που επιλέγουν μειωμένους φορολογικούς συντελεστές.
*Δημοσιεύθηκε στο Φιλελεύθερο στις 30 Νοεμβρίου 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου